12 Οκτ 2017

Zaungast:ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ

Ποιοί παράγοντες[1] επηρεάζουν το μέγεθος και τό ύψος των επάκολουθων δαπανών για τις υποδομές.

Μια βιώσιμη οικιστική πολιτική δεν μπορεί να στηριχτεί με επιχειρήματα της δημοτικής χρηματοδοτικής πολιτικής, σήμερα ακόμα περισσότερο με την υπάρχουσα  θεσμική και οικονομική απαξίωση της ΤΑ από την κεντρική κυβέρνηση.
Επανδημοσίευση 05.07.2023
 
Μέχρι σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί η υπόθεση, βάσει των ερευνών που βασίζονται σε μοντέλα, ότι το επακόλουθο κόστος των υποδομών μειώνεται με την αύξηση του μεγέθους και της πυκνότητας των οικισμών, λαμβάνοντας υπ’ όψη τα πραγματικά κόστη (real costs).
Αντίθετα, το επίπεδο των κεντρικών λειτουργιών  ενός Δήμου καθώς και η -συχνότητα της χρήσης της υποδομής και μαζί της το πρότυπο εξοπλισμού, επηρεάζουν τις δαπάνες.
Η δημιουργία  της υποδομής για την οποία ευθύνεται η κοινότητα δημιουργεί δημόσιες δαπάνες και έξοδα α) για την αρχική κατασκευή και β)  και έξοδα παρακολούθησης και συντήρησης της υποδομής.
Παράδειγμα ο δρόμος, θα πρέπει να επιθεωρείται τακτικά για ζημιές, να καθαρίζεται ή να ελευθερώνεται από το χιόνι το χειμώνα. Το ίδιο ισχύει και για την μονάδα καθαρισμού λυμάτων των αποχετεύσεων, το νοσοκομείο ή το σχολείο ή και τις υποδομές αναψυχής.
Στο επόμενο διάγραμμα μπορούμε να δούμε πως χρησιμοποιείται ό όρος επακόλουθο ή κόστος παρακολούθησης υποδομών.

Σίγουρα επειδή ο Δημοτικός Οικονομικός Σχεδιασμός, κατά κανόνα, βασίζεται σε πενταετή περίοδο και περιλαμβάνει επενδύσεις που μπορούν να εκτιμηθούν μέσω υφιστάμενων προ-έργων, σπάνια μπορεί να εκτιμηθεί η επιρροή νέων επενδύσεων στο επακόλουθο μακροχρόνιο κόστος. Αυτό οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι τέτοιες εκτιμήσεις είναι πολύ φτωχές σε δεδομένα ή δεν έχουν καμία βάση, για παράδειγμα με τη μορφή παραμέτρων κόστους.
Ο χωροταξικός σχεδιασμός, από την άλλη πλευρά, περιορίζεται στον σχεδιασμό της εκμετάλλευσης και χρήσης και, εάν δεν είναι απαραίτητο απλά και μόνο σε ένα σχεδιασμό με κατευθυντήριες γραμμές. Σε ορισμένους δήμους υπάρχουν προγράμματα αναπτυξιακής αξιοποίησης, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του δημοτικού σχεδιασμού  δεν δίνει έμφαση στο επακόλουθο  οικονομικό κόστος των υπό σχεδίαση και προγραμματισμού  μέτρων. Ωστόσο, η οικονομική βιωσιμότητα των μέτρων αυτών καθώς και οι οικονομικές συνέπειες τέτοιων προγραμματιστικών παρεμβάσεων επηρεάζουν το χώρο, και ας μένει μόνο στην υλοποίηση διαφόρων φάσεων σχεδιασμού. Θα ήταν  εύλογο επομένως οι Δήμοι να υποβάλλουν ειλικρινείς δηλώσεις σχετικά με τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για την περίοδο κατασκευής και συντήρησης του έργου πριν ξεκινήσουν την κατασκευή της υποδομής.

Στην δημοτική πρακτική, οι σχετικές με το σχεδιασμό αποφάσεις για την ανάπτυξη των οικισμών συχνά λαμβάνονται  στη βάση ελλιπών πληροφοριών σχετικά με το μακροπρόθεσμο κόστος παρακολούθησης και ιδιαίτερα σχετικά  για τη σχετική τεχνική και κοινωνική υποδομή. Για το λόγο αυτό, οι πόλεις και οι δήμοι πρέπει να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για περισσότερη διαφάνεια σχετικά με συνέπειες στον οικονομικό τους προγραμματισμό και την ανάπτυξη της περιοχής. Ο οικονομικά αποδοτικός χειρισμός των πόρων της γης αποτελεί σημαντικό σημείο κλειδί για τη βιώσιμη διαχείριση της γης. Χρειαζόμαστε λοιπόν σαφήνεια σχετικά με το πραγματικό κόστος χρήσης της γης, καθώς και των μελλοντικών δημογραφικών και οικονομικών δαπανών.


Γράφημα 1: Συσχέτιση οικιστικής ανάπτυξης και κόστος υποδομών
 
Αστικό πράσινο π.χ. αποτελεί σημαντικό στοιχείο σχεδιασμού για οικιστικές και εμπορικές περιοχές και αυξάνουν σημαντικά την ποιότητα του κατοικείν και της χρήσης αυτών των περιοχών προς εκμετάλλευση. Πολλές φορές παράγονται από έναν επενδυτή στη συνέχεια μεταφέρονται στον δήμο, κάτι που εδώ ακόμα δεν είναι σύνηθες. Μια σειρά πρακτικών παραδειγμάτων δείχνει ότι το κόστος της συνεχούς συντήρησης αυτών των αστικών πράσινων χώρων δεν βρισκόταν στην πρώτη σειρά των παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την  διάρκεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του δήμου και έτσι προκύπτουν ως απρόβλεπτες  δαπάνες για την υπό ανάπτυξη και αξιοποίηση ενός χώρου.
 
Αν το δούμε και σε μια άλλη υποδομή , μολονότι το εφάπαξ επενδυτικό κόστος της κατασκευής  μιας υποδομής, για παράδειγμα  για ένα μέτρο οδού ή για εγκατάσταση καθαρισμού λυμάτων, με κάποια συγκεκριμένη δυναμικότητα καθαρισμού, μπορεί να υπολογιστεί καλά με βάση κάποιες εμπειρικές τιμές, υπάρχουν μέχρι στιγμής λίγες διαθέσιμες γνώσεις σχετικά με τα σχετικά κόστη παρακολούθησης και συντήρησης διαφόρων είδη υποδομών.
Αυτό έχει σαν συνέπεια  ότι ο βραχυπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος καθορισμός κόστους που προκύπτει από μια προγραμματισμένη ενός υπό σχεδίαση ανάπτυξη  οικισμού του δήμου αποτελεί παράγοντα αβεβαιότητας στον προγραμματισμό του προϋπολογισμού και συνεπώς στο μελλοντικό περιθώριο χρηματοδοτικών ελιγμών.[2] Βεβαίως μπορούν να ανταλλαχθούν γνώσεις και δεδομένα ενδοευρωπαϊκά μεταξύ των διαφόρων πόλεων που έχουν ασχοληθεί με το θέμα.
 
Γράφημα 2: Σύγκριση ετήσιων μεγεθών για επενδύσεις σε δημοτικούς δρόμους μιας κοινότητας στο μέγεθος της Θεσσαλονίκης
 
 
 
 
 
 
 
  
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Σε γενικές γραμμές υπάρχειεπιστημονική συμφωνία, στο ότι η αναγκαία υποδομή και το σχετικό κόστος κατασκευής εξαρτώνται από την οικιστική δομή. Όσο μεγαλύτερη είναι η πυκνότητα των οικισμών, τόσο λιγότερες δαπάνες πρέπει να δαπανηθούν για την κατασκευή της υποδομής. Ένα άλλο αποτέλεσμα πολλών αλλά βασισμένων σε μοντέλα έρευνας είναι ότι το κόστος λειτουργίας και συντήρησης της υποδομής εξαρτάται επίσης σε μεγάλο βαθμό από την οικιστική δομή. Σύμφωνα με αυτές τις μελέτες προκαλεί μια  χαμηλή πυκνότητα οικισμών υψηλό  λειτουργικό κόστος και δαπάνες συντήρησης των εγκαταστάσεων υποδομής, από ότι ενός  περισσότερου πυκνοκατοικημένου οικισμού.[3]


Στόχος ενός μελλοντικού έργου στη πόλη της Θεσσαλονίκης?

Στο πλαίσιο αυτό, μήπως για τον αειφόρο αστικό και πολεοδομικό σχεδιασμό θα ήταν καλό να ασχοληθεί ο Δήμος μέσω ενός τμήματός του με μια έρευνα για το τι συμβαίνει με τις υποδομές και τα επακόλουθα κόστη τους στη Θεσσαλονίκη και την μητροπολιτική της περιφέρεια? Να βρει ο Δήμος ποιοι παράγοντες επηρεάζουν το κόστος παρακολούθησης των δημοτικών υποδομών του και μάλιστα σήμερα υπό τις δεδομένες συνθήκες οικονομικής δυστοκίας. Αυτό θα τον βοηθήσει στο μέλλον σίγουρα. Συμπληρωματικά θα ήταν αναγκαίο να έχει ο Δήμος και bussola σε μορφή αξιόλογων δεικτών όπως επίσης και το κόστος λειτουργίας  και συντήρησης  για διαφορετικούς τύπους υποδομών (όπως φαίνεται στο γράφημα.3). Αυτοί οι δείκτες μπορούν να παρέχουν μια γενικότερη καθοδήγηση σχετικά με την εκτίμηση του ετήσιου κόστος για ένα συγκεκριμένο τύπο υποδομής, το οποίο κόστος όπως θεωρήθηκε μέχρι σήμερα - θα μπορούσε να εξαρτάται από το μέγεθος της κοινότητας. Σίγουρα με την συνεργασία κάποιου εξειδικευμένου γραφείου ή και του πανεπιστημίου (πολυτεχνείου) να μπορεί να δημιουργηθεί μοντέλο υπολογισμού του μακροχρόνιου κόστους παρακολούθησης των υποδομών, ανάλογα με το  αν είναι για εσωτερική ή εξωτερική αξιοποίηση, τεχνική ή κοινωνική υποδομή, υποδομή αναπτυξιακή ή αξιοποίησης.


Γράφημα 3:Επακόλουθο κόστος
Κάποιες έρευνες έχουν γίνει ήδη σε μερικές λίγες κοινότητες στην Ευρώπη και έχουν βρεθεί διαφορετικά αποτελέσματα σχετικά με την επίδραση του μεγέθους κάποιων χαρακτηριστικών ενός οικισμού και των ανεξάρτητων μεταβλητών. Συγκεκριμένα μπορούμε παρακάτω να παρακολουθήσουμε κάποιες εξαγωγές αποτελεσμάτων.

Μέγεθος της κοινότητας: Οι μεγαλύτερες κοινότητες δεν έχουν αυτομάτως και χαμηλότερο επακόλουθο κόστος ανά κάτοικο.

Οι απόλυτες δαπάνες όλων των διευθύνσεων και όλων των τμημάτων μαζί  έχουν, όπως αναμενόταν υψηλό συντελεστή προσδιορισμού(r2)  με τους παράγοντες μεγέθους του πληθυσμού και της έκτασης του οικισμού. Συνήθως υπάρχει σαφής γραμμική σχέση. Καθώς μεγαλώνει ο δήμος, αυξάνονται οι απόλυτες δαπάνες των τμημάτων-διευθύνσεων. Ο συντελεστής προσδιορισμού (r2) είναι συνήθως πάνω από 0,75. Αυτό σημαίνει ότι οι απόλυτες δαπάνες μπορούν να εξηγηθούν από τους παράγοντες του μεγέθους.
Γράφημα 4: Συντελεστής προσδιορισμού επίδρασης δαπανών ειδών υποδομής και ανεξάρτητες μεταβλητές (Ι) 

Πηγή:Raimund.,  Kemper, Kurt.,  Gilgen,  Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen, Ergebnisse einer empirischen Untersuchung,  Institut für Raumentwicklung, IRAP, Rapperswil, September 2008
Λαμβάνοντας όμως υπόψη τις δαπάνες των διαφόρων τύπων υποδομής ανά μονάδα, δηλαδή νόμισμα ανά κάτοικο, ανά μαθητή, ανά εκτάριο έκτασης του οικισμού ανά χιλιόμετρο κοινοτικού δρόμου, μπορεί να φανεί, ότι ο συντελεστής επίδρασης "μέγεθος κοινότητας" στα διαφορετικά είδη δαπανών δεν δείχνει μια ξεκάθαρη θέση αλλά τείνει να διαφοροποιείται.
Οι αναλύσεις των δαπανών στον τομέα της γενικής διοίκησης δείχνουν ότι οι αντίστοιχες δαπάνες ανά κεφαλή μειώνονται με αύξοντα αριθμό πληθυσμού λόγω οικονομιών κλίμακας που συμπιέζουν το κόστος και αυξάνεται ξανά από ένα συγκεκριμένο μέγεθος Δήμου/Κοινότητας και μετά (πρόσθετο κόστος λόγω της εντατικής χρήσης, οργανωτικών και διοικητικών δαπανών etc.). Οι κατά κεφαλήν δαπάνες για πολιτιστικές και δραστηριότητες αναψυχής είναι επίσης υψηλότερες σε μεγάλους δήμους απ 'ότι σε μικρούς Δήμους. Εδώ, οι μεγάλες κοινότητες δεν έχουν μόνο μια απολύτως μεγαλύτερη προσφορά πολιτιστικών εκδηλώσεων και αναψυχής με αντίστοιχες δαπάνες, αλλά και κατά κεφαλήν. Διαθέτουν εγκαταστάσεις υποδομής, όπως είναι οι εγκαταστάσεις κολύμβησης, παιδικές χαρές, κ.λπ., οι οποίες συνήθως δεν διατίθενται σε μικρές κοινότητες. Αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι απαραίτητα αναμενόμενο. Η θέση, ότι υπάρχουν  ένα ή περισσότερα βέλτιστα μεγέθη Δήμων γενικά δεν μπορεί να στηριχθεί.

Πυκνότητα πληθυσμού:  Η υψηλότερη πυκνότητα είναι και κοστοβόρος.
Επίσης, για την οικιστική πυκνότητα σαν παράγοντας επιρροής, στα πλαίσια της  διαδεδομένης θέσης - όσο πυκνότερη οικιστική δομή, τόσο μικρότερο είναι το επακόλουθο κόστος - δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί εξετάζοντας το πραγματικό κόστος. Σε κανένα από τα είδη δαπανών, το επακόλουθο κόστος δεν μειώνεται καθώς αυξάνεται η πυκνότητα του πληθυσμού. Στον τομέα της γενικής διοίκησης, τα κατά κεφαλήν έξοδα μειώνονται με την αυξανόμενη πληθυσμιακή πυκνότητα πρώτα, στη συνέχεια αυξάνονται  ξανά. Στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας, του περιβάλλοντος και του χωροταξικού σχεδιασμού, καθώς και των μεταφορών, οι δαπάνες αυξάνονται συνεχώς. Όπως και με το μέγεθος της κοινότητας, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ αναπτυξιακής υποδομής  υποδομής αξιοποίησης. Το φαινόμενο αύξησης του κόστους στον τομέα της κυκλοφορίας  με αύξηση της πυκνότητας του οικισμού θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από μια  διερεύνηση του κυκλοφοριακού όγκου. Όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος κυκλοφορίας που αφορά την κοινότητα, τόσο υψηλότερο είναι το κόστος παρακολούθησης ανά χιλιόμετρο. Η αύξηση του κόστους στην εξωραϊστική υποδομή συνδέεται συνδέεται με την εντατική χρήση της υποδομής. Αυτό προϋποθέτει σαφώς υψηλότερο επίπεδο σε  standards , για παράδειγμα στον καθαρισμό του δρόμου. Οι οργανωτικές διαδικασίες  όπως η διαχείριση εργοταξίου ή και οι υψηλότερες διοικητικές δαπάνες είναι ασφαλώς οικονομικά κοστοβόρες.

Γράφημα 5: Συνεκτελεστής προσδιορισμού επίδρασης δαπανών ειδών  υποδομής και ανεξάρτητες μεταβλητές(ΙΙ)
Πηγή: Raimund.,  Kemper, Kurt.,  Gilgen,  Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen, Ergebnisse einer empirischen Untersuchung,  Institut für Raumentwicklung, IRAP, Rapperswil, September 2008

Τυπολογία κοινοτήτων: Οι πλούσιες κοινότητες μπορούν να κάνουν περισσότερα έργα και να το κάνουν. 

Η τυπολογία μιας κοινότητας κατηγοριοποιείται  σύμφωνα με δημογραφικά, κοινωνικοοικονομικά και χωρικά κριτήρια. Στην ανάλυση έδειξαν  ότι κοινότητες υψηλού εισοδήματος, τουριστικές και κεντρικές κοινότητες  εάν λάβει κανείς υπ' όψη του όλους τους τομείς των κοινοτικών καθηκόντων, έχουν σημαντικά υψηλότερες δαπάνες ανά κάτοικο από άλλους κοινοτικούς τύπους. Αγροτικές κοινότητες και περιφερειακές κοινότητες δείχνουν το χαμηλότερο κόστος.


Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για αυτό. Μέσω των υψηλότερων διοικητικών και οργανωτικών δαπανών, καθώς και λόγω της  εντατικότερη χρήση της υποδομής με αντίστοιχα υψηλά standards οδηγούμαστε σε υψηλότερες δαπάνες στις κεντρικές κοινότητες.
Αυτές οι κοινότητες έχουν περισσότερες υποδομές - απόλυτα  αλλά και ανά κάτοικο - από ότι μικρές κοινότητες. Επίσης  οι σημαντικότερες κεντρικές λειτουργικές υποδομές δεν χρησιμοποιούνται μόνο από τους κατοίκους, αλλά και από τους στη κοινότητα εργαζόμενους,  φοιτητές, καταναλωτές που έρχονται να ψωνίσουν και τουρίστες.
Γράφημα 6: τυποι κοινοτήτων και δαπάνες υποδομών,Πηγή: Raimund.,  Kemper, Kurt.,  Gilgen,  Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen, Ergebnisse einer empirischen Untersuchung,  Institut für Raumentwicklung, IRAP, Rapperswil, September 2008
Η εξέταση των παραγόντων επιρροής του καθημερινά μετακινούμενoυ πληθυσμού για εργασία π.χ. καθώς και ο χρόνος ταξιδιού με τις δημόσιες συγκοινωνίες και με IX επιβεβαιώνουν αυτή την πραγματικότητα. Οι τουριστικές κοινότητες χαρακτηρίζονται γενικά από μια καλή αναπτυξιακή υποδομή, η οποία είναι ένας από τους κεντρικούς παράγοντες ελκυστικής χωροθέτησης. Δεύτερες κατοικίες και ξενοδοχεία, αυξάνουν το μέγεθος του οικισμού αλλά όχι τον αριθμό των κατοίκων, μπορεί να επηρεάσουν το αποτέλεσμα. Οι κοινότητες υψηλού εισοδήματος, από την άλλη πλευρά, είναι σε θέση να προσφέρουν ένα σχετικά υψηλό επίπεδο υποδομών και, κατά κανόνα, και να το κάνουν.

Εάν εξαιρεθούν οι δήμοι των κατηγοριών «βιομηχανία-τριτογενής», «τουριστικός» και «υψηλών εισοδημάτων», θα δούμε ότι αυξάνονται οι δαπάνες υποδομών όσο  η σημασία του κέντρου αυξάνεται από την μια πλευρά. Συμπληρωματικά όμως  οι δήμοι με αυξανόμενο αγροτικό χαρακτήρα χαρακτηρίζονται και αυτοί σαν κοστοβόρες και με αυξητική τάση στις υποδομές.


Συμπέρασμα
Η ευρέως διαδεδομένη με μελέτες βάσει μοντέλου υπόθεση ότι όχι μόνο το κόστος κατασκευής, αλλά και οι επακόλουθες  δαπάνες παρακολούθησης ανά κεφαλήν με την αύξηση της πυκνότητας του πληθυσμού όχι μόνο δεν μειώνεται,  μπορεί τώρα να καταρριφθεί με βάση τα νεότερα αποτελέσματα ερευνών πάνω σε οικονομικά δεδομένα κάποιων Δήμων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις συσχετίσεις σε μια υψηλότερη πολυπλοκότητα από ότι στην περίπτωση μοντέλων, είναι σαφές ότι παράγοντες όπως η εντατικότητα της χρήσης της υποδομής επηρεάζουν αντίστροφα τις επακόλουθες δαπάνες, και εξαρτώνται επί πλέον και από την τυπολογία του Δήμου ή της Κοινότητας.
Επομένως, τα πραγματικά επακόλουθα έξοδα δεν αποτελούν επιχείρημα για εξοικονόμηση χώρου στην οικιστική ανάπτυξη, αλλά ούτε και κάποιο επιχείρημα ενάντια σε αυτό. Γιατί υπάρχουν αρκετοί  προφανείς  αλλά και σημαντικοί καλοί λόγοι για αποτελεσματική χρήση και διαχείριση του εδάφους  (προστασία του κλίματος, ανάπτυξη τοπίου, γεωργική παραγωγή κ.λπ.).
Φαίνεται ότι  η εξέταση του κόστους υποδομών περιλαμβάνει εξίσου ενδιαφέροντα και σημαντικά θέματα  και σε περιφερειακό επίπεδο π.χ. προσέθετα και της Κεντρικής  Μακεδονίας. Αυτή η προσέγγιση δηλαδή η περιφερειακή, είναι μεγάλης σημασίας γιατί θα  δώσει απαντήσεις  και στους Δήμους σχετικά με τις αποφάσεις τους για μια βιώσιμη, οικονομικά αποδοτική επέκταση της οικιστικής ανάπτυξής τους. Οι ερωτήσεις σχετικά με συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινοτικών χαρακτηριστικών-τύπων και το επακόλουθο κόστος συντήρησης και λειτουργίας υποδομών για τα περιφερειακά έργα υποδομής μέχρι στιγμής σίγουρα δεν έχουν βρει καμία απάντηση εδώ στη χώρα μας γιατί δεν έχουμε ασχοληθεί με το θέμα,  αλλά ούτε και τρόπο κατανομής ανάλογα με την βέλτιστη κοστολογική χωροθέτηση διαφορετικών τύπων υποδομής.


 [1]Raimund.,  Kemper, Kurt.,  Gilgen,  Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen, Ergebnisse einer empirischen Untersuchung,  Institut für Raumentwicklung, IRAP, Rapperswil, September 2008, pp. 7.

 [2]Βλέπε, Barby, 1974; Braumann/Stadler, 1985; Doubek/Hiebl, 1981; Baumgartner,2004, 2005; Friedrich et al., 2004; Bundesamt für Raumentwicklung, 2005; Einig,2005; Siedentop, 2005; dt. Bundesamt für Bauwesen und Raumordnung, 2006 ; Reidenbach et al., 2007,Πρωτογενή πηγή Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen Ergebnisse einer empirischen Untersuchung Raimund Kemper,  Kurt Gilgen, Institu für Raumentwicklung, Rapperswil, September 2008, p.7 
[3]Βλέπε. Hezel et al, 1984; Braumann, 1988; Doubek/Zanetti, 1999; Doubek, 2003; Ecoplan, 2000; Koziol, 2001; Carruthers/Ulfarsson, 2003; Pohl, 2004; Schiller/Siedentop, 2005; Siedentop, 2005; Burchell et al. 2005; Müller, 2005;Kuster/Meier, 2005; IÖR, 2005; dt. Bundesamt für Bauwesen und Raumordnung, 2006. Πρωτογενή πηγή Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen Ergebnisse einer empirischen Untersuchung Raimund Kemper,  Kurt Gilgen, Institu für Raumentwicklung, Rapperswil, September 2008, p.8


Ετικέτες