Η παρηγοριά του εθνικισμού
Εκλογική εκστρατεία Γιατί οι άνθρωποι διαμαρτύρονται
κατά των προσφύγων και όχι κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης? Σχετικά με τις επιτυχίες κινητοποίησης που
δεν είναι παράλογες.
Der Freitag, Cornelia Koppetsch | Έκδοση 38/2017
Cornelia Koppetsch είναι καθηγήτρια της κοινωνιολογίας στο TU Darmstadt. Εργάζεται σε ένα
βιβλίο με θέμα "σχισμές στη μεσαία τάξη. Δεξιός λαϊκισμός στην πρόσφατη σύγχρονη
κοινωνία. Απόδοση και μετάφραση από τα Γερμανικά Dr. Rer. pol. Νικος
Θεοδοσάκης . Λέξεις εντός [ ] είναι διευκρινήσεις του μεταφραστή.
|
Illustration: Jonas Hasselmann für der Freitag [πίσω απο τη Jalousie κρύβεται η λέξη "οι ¨Αλλοι]
|
Όπου εμφανίζεται η Angela Merkel
στην προεκλογική της εκστρατεία, παρενοχλείται με σφυρίγματα και φωνές. Μέλη
της AfD και άλλων δεξιών ομάδων ενορχηστρώνουν αυτές τις διαδηλώσεις.
Αντιπροσωπεύουν προεκλογικές εκστρατείες για το δικό τους ενδιαφέρον, επειδή οι
διαδηλώσεις αυτές υπόσχονται να ελκύσουν πολύ κόσμο. Με την AFD, ένα κόμμα
δεξιότερα της CDU και της CSU, θα προχωρήσει και θα μπει στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο πρώτη
φορά από την γέννηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Αλλά τι γνωρίζουμε πραγματικά για τα αίτια και
τα κίνητρα της διαμαρτυρίας αυτής? Τι γνωρίζουμε για τις αιτίες της αδυναμίας
αυτής και τους λόγους για το μίσος ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες.
Ενώ στο ένα άκρο φοβιστικοί σχεδόν διανοούμενοι τρομάζουν σκεπτόμενοι ότι
μπορεί να υπάρξει υποτροπή της βαρβαρότητας του φασισμού, και υποψιάζονται ότι
η αιτία της πολιτικής μετατόπισης προς τα δεξιά έχει να κάνει με την άνοδο των
«δεξιών πολιτικών θέσεων", αυταρχικών δομών και προσωπικοτήτων, άλλοι όπως
η Αμερικανίδα φιλόσοφος Nancy Fraser ερμηνεύουν την άνοδο των ακροδεξιών
λαϊκιστικών κομμάτων ως ένδειξη ενός σύντομα ερχόμενου τέλους της ηγεμονικής
θέσης του νεοφιλελευθερισμού. Η σύγχυση παραμένει όμως: Γιατί οι διαδηλωτές δεν
προτιμούν να στραφούν και να ενταχθούν προς τα αριστερά; Γιατί διαμαρτύρονται
για τη μετανάστευση, τους οίκους ασύλων και το Ισλάμ αντί ενάντια στην
καπιταλιστική εκμετάλλευση;
Η πρώην Δυτική Γερμανία και αργότερα η ενωμένη Γερμανία εμφανίστηκαν λόγω
δεκαετιών οικονομικής ευημερίας, αλλά και λόγω της έντονης αντιπαράθεσης
[πολιτιστικά και εκπαιδευτικά] στο θέμα της ναζιστικής κληρονομιάς και την επεξεργασία
του προβλήματος στη κοινωνία, να έχουν αρκετή ανοσία απέναντι σε επιτυχίες ακροδεξιών λαϊκιστικών κομμάτων [μέχρι
σήμερα]. Ως εκ τούτου η επιτυχία της AFD ήταν μια έκπληξη, για πολλούς, επειδή
τα ακροδεξιά λαϊκιστικά κινήματα και κόμματα εμφανίστηκαν αρχικά και σε άλλες
ευρωπαϊκές χώρες, ίσχυαν σαν προσωρινό φαινόμενο, και το οποίο θα εξαφανιζόταν
σύντομα.
Μια τέτοια θεώρηση δεν είναι πλέον λογική και μάλιστα το αργότερο με την
εκλογή του Donald Trumps ως προέδρου των ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2016. Επομένως,
από τη σκοπιά των πολιτικών επιστημών, η Γερμανία είναι απλώς ουραγός σε μια
["κοινωνικό-πολιτική"] εξέλιξη η οποία έχει ήδη προχωρήσει
περισσότερο σε άλλες δυτικές χώρες. Η διαρκής συνέχιση της κρίσης του ευρώ, στο
οποίο αποκαλύπτεται και η αιτία του χρέους των νότιων χωρών της ΕΕ, και η
πιθανή συνέχιση της πίεσης των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη είναι
πιθανό να οδηγήσει την AFD να καθιερωθεί μόνιμα στο πολιτικό προσκήνιο. Σε όλη
την Ευρώπη, από το 1980 το μέσο ποσοστό των λαϊκιστικών δεξιών κομμάτων σε
εκλογές για τα εθνικά κοινοβούλια από 5,1 διπλασιάστηκε σε 13,2%,
τριπλασιάζοντας το μερίδιό της των εδρών από 3,8 έως 12,8%.
Θα εγκαταλείψει πραγματικά ο νεαρός Γερμανός αγωνιστής της IS Ghent τη [προσπάθειά του]; Ο Yassin
Musharbash παρουσιάζει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο δύσκολα θα μπορούσε
να είναι πιο ενημερωμένο: Πόσο υπε-επιβαρυμένοι αισθάνονται [τα σώματα και] οι αρχές ασφαλείας; Πώς πρέπει να
αντιμετωπίσουμε τους τρομοκράτες μέσα από τη καρδία της κοινωνίας; Και πάνω απ
'όλα, τι συμβαίνει ...
Μετά την άγρια άνοδο της AfD και την εκλογή
του Trump στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που στο κοινό αρχικά γεννήθηκαν διάφορα ιδιαίτερα
προβλέψεις για μια παγκόσμια κατάρρευση,
η κάλυψη από τα ΜΜΕ σήμερα είναι μάλλον ήπια. Φαίνεται σχεδόν σαν να θέλει
κάποιος με την έννοια του σφυρίζω κλέφτικα μέσα στο δάσος της απειλής, να απαξιώσει
την απειλή ενός ανερχόμενου λαϊκίστικου δεξιού κόμματος. Οι AfD υποστηρικτές και
διαδηλωτές παρουσιάζονται συχνά στους αναγνώστες γερμανικών δημοσιογραφικών
σελίδων σαν δυσαρεστημένοι παιδιά που μαστίζονται από παράλογους φόβους και
συναισθήματα [ανασφάλειας και αδυναμίας να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση] ,
αισθάνονται διαρκώς να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, τους διακατέχει ελάχιστη
εμπιστοσύνη και [κάποια στιγμή] φώναξαν δυνατά τη δυσαρέσκειά τους. Με αυτό δεν
διαψεύδεται μόνο, ότι αυτό είναι υπεύθυνο
για την επιτυχία του λαϊκισμού σε αρκετά υψηλό επίπεδο και μέτρο, αλλά λειτουργεί
και από την άποψη της ιδιαίτερης θέσης της, μια μορφή κατακύρωσης, η οποία έχει γίνει
γνωστή στην ανθρωπολογία από τον Edward Said σαν «Οthering»: Αίρει τον εαυτό του και το κοινωνικό
του προφίλ (image), καθώς ταξινομεί μια δεξιά και λαϊκίστική στάση σαν ξένη, όλα
αυτά τα προβάλλει στην διαμόρφωση της προσωπικότητας «των Άλλων» και προβαίνει σε μια εντονότερη διάκριση και αποστασιοποίηση
από αυτούς τους «Άλλους».
Ωστόσο, αν θέλουμε να καταλάβουμε γιατί το Ισλάμ, η πολιτική ασύλου και η
μετανάστευση κινούν το ενδιαφέρον και έχουν επιτυχίες στην κινητοποίηση των
δεξιών λαϊκίστικων κομμάτων σε όλη την
Ευρώπη, πρέπει να κάνουμε πίσω ένα βήμα και να λάβουμε υπόψη μας την κοινωνική τοπική δέσμευση της ίδιας
μας άποψης.
Ανισότητα
των ευκαιριών
Το ότι οι έξυπνοι συνειδητοποιημένοι αναγνώστες και φιλελεύθερες ελίτ δεν
ενοχλούνται ιδιαίτερα από τους
μετανάστες, έχει αρχικά ένα απλό λόγο: οι μετανάστες θεωρούνται κυρίως από
αυτούς όχι σαν ανταγωνιστές για πολυπόθητα αγαθά, θέσεις κοινωνικής ισχύος,
απασχόλησης, της στέγασης, τις κοινωνικές υπηρεσίες και κρατικές επιχορηγήσεις.
Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις μεγάλες
πόλεις όπου οι αιτούντες άσυλο υποστηρίζονται με διάφορες μορφές, αλλά κανείς από
αυτούς δεν έχει άλλα σημεία επαφής μαζί τους.
Σε πολλά μέρη του Βερολίνου, για παράδειγμα, στο Prenzlauer Berg ή στο
Kreuzberg, υπάρχουν γειτονιές με αποκλειστικούς χώρους διαβίωσης, υψηλότερα
εισοδήματα, καθώς και αόρατους και αποτελεσματικούς μηχανισμούς κλειδώματος διαμερισμάτων.
Για το λόγο αυτό, όλοι αυτοί δεν έχουν κάτι ενάντια τους μετανάστες και είναι
συνεπώς ακατανόητες γι’ αυτούς κάποιες ρατσιστικές συμπεριφορές. Σε αυτόν τον
κόσμο, οι μετανάστες έρχονται κυρίως στο ρόλο ενός «υπηρέτη» - δηλαδή ενός φύλακα ή μικροπωλητή, οδηγό δεμάτων και εργατικό
βοηθό - ή στο ρόλο των άπορων «προσφύγων». Σε αυτές τις κοινωνικές upper class κοινωνικές ομάδες, μας διαφεύγει επίσης το γεγονός ότι οι κοινωνικές
συγκρούσεις έχουν αλλάξει δραματικά από τη δεκαετία του '70 και δεν είναι πλέον
ντυμένες με την κλασσική μορφή των ανισοτήτων και των διαφορών στη διανομή
εισοδήματος.
Το πρόβλημα των προσφύγων δεν είναι συμπτωματικό. Σε αυτό το πρόβλημα
αποκρυσταλλώνονται τα περιγράμματα μιας νέας κοινωνικής συγκρουσιακής τάξης. Εάν λάβουμε υπόψη μας [ για να κατανοήσουμε
την αντίστροφη ανάπτυξη] ότι πολιτική
σύγκρουση στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αναφερόταν ακόμα στη υποχρέωση να
διανεμηθεί δικαίως ο πλούτος που
παράγεται στην επικράτεια του έθνους για την καταπολέμηση της ανισότητας
ευκαιριών μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, στις αρχές του 21ου αιώνα διεφάνει μια αυξανόμενη
σύγκρουση σχετικά με ένα πολύ πιο θεμελιώδες ζήτημα, ποια κοινωνική
συλλογικότητα [πολιτειακή σφαίρα] στον
πολιτικό χώρο του εθνικού κράτους μπορεί και οφείλει να εκπροσωπηθεί εν γένει.
Το ευαίσθητο σημείο αυτού του
ζητήματος προκύπτει από το γεγονός ότι η οικονομική προστιθέμενη αξία και οι εμπορικές
συναλλαγές, καθώς και οι συναλλαγές αναδιανομής του κράτους πρόνοιας, εξελίχθησαν
και δημιουργήθηκαν από τη διεθνοποίηση των αλυσίδων προστιθέμενης αξίας μέσα από
τις αγκυλώσεις του εθνικού κράτους.
Έχουν χωρίσει τον κόσμο σε παγκόσμιες, εθνικές και τοπικές ζώνες. Αφενός, η
δημιουργία παγκόσμιων αλυσίδων παραγωγής και εφοδιασμού και, αφετέρου, η
ανάπτυξη νέων τεχνολογιών επικοινωνίας συνέβαλαν σε αυτό. Οι κοινωνικές τάξεις
τώρα διαφέρουν μόνο ως προς το ερώτημα, ανάλογα σε ποιά ζώνη κατοικούν, και ποιές νέες διακρατικές τάξεις
εμφανίζονται. Η διαδικασία αυτή, ωστόσο, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τη
μετανάστευση, αφού αρκετά διαφορετικές διεθνικές θέσεις [και καταστάσεις]
στεγάζονται κάτω από την ομπρέλα ενός και του αυτού εθνικού κράτους.
Η υπερεθνική
Κατώτερη Τάξη
Οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι της ανώτερης μεσαίας τάξης αποτελούν τη υπερεθνική κορυφή της κοινωνίας. Διαθέτουν σε διακρατικό
επίπεδο, πολιτιστικό κεφάλαιο, διακρατική δυνατότητα για εκπαίδευση και
βελτίωση των επιδεξιοτήτων τους και είναι σε ένα βαθμό πιο χαλαρά συνδεδεμένα
με το εθνικό οικονομικό και κοινωνικό χώρο συγχρόνως με την αύξηση της
διακρατικής αλληλεξάρτηση από τις παγκόσμιες μητροπόλεις. Η κοινωνική τους
κατάσταση όλο και λιγότερο αποφασίζεται στη χώρα του. Ένας εταιρικός σύμβουλος
στη Φρανκφούρτη, ένας επενδυτής τραπεζίτης του Λονδίνου και ένας αρχιτέκτονας
στην Ταϊβάν κατοικούν σε ένα κοινό χώρο μεταφορών και συναλλαγών, ακόμη και αν δεν συναντήθηκαν
ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο, και πάντα παραμένουν στο εσωτερικό των χωρών τους.
Συχνά, οι διακρατικοί εμπειρογνώμονες, οι οποίοι βρίσκονται κυρίως στο
συμβουλευτικό, οικονομικό και πολιτιστικό [κλαδικό] τομέα , μοιράζονται όχι
μόνο μια κοινή επαγγελματική ταυτότητα αλλά και έναν κοινό κοσμοπολίτικο τρόπο
ζωής. Αυτό είναι αποτέλεσμα της διαβίωσης στις πόλεις, οι οποίες έχουν από
κοινού κοινές υποδομές και καταναλωτική
κουλτούρα και αποτελούν μια
κοσμοπολίτικη πατρίδα, όπως διαπίστωσε η
κοινωνιολόγος Saskia Sassen. Επιπλέον, τα διάφορα εθνικά εδάφη συνδέονται μέσω
του Διαδικτύου. Ως εκ τούτου, οι συνθήκες διαβίωσης θα εξισωθούν διεθνώς στο
μέλλον. Η αίσθηση ότι ανήκει στην κοσμοπολίτικη ανώτερη μεσαία τάξη τους έθνους
του, χαλαρώνει στον ίδιο βαθμό που αυξάνεται η διακρατική αλληλεξάρτησή του
μέσα στις παγκόσμιες πόλεις (Global cities).
Από την άλλη πλευρά δημιουργείται επίσης μια άλλη "υπερεθνική χαμηλότερη" τάξη. Εδώ,
εκπροσωπούνται άτομα, ως σύγχρονο διακρατικό προλεταριάτο με χαμηλό εισόδημα
από διάφορες περιοχές του κόσμου, όπως οι χαμηλής εξειδίκευσης εργάτες και οι
λιγότερο εξειδικευμένοι τοπικοί εργαζόμενοι και οι μετανάστες από τις χώρες του
δεύτερου και του τρίτου κόσμου. Αυτό δημιουργεί σοβαρά μειονεκτήματα στους
τοπικούς εργαζόμενους, επειδή οι μισθοί τους πρέπει να προσαρμοστούν στα
χαμηλότερα διεθνή πρότυπα [ βλέπε και TTIP CETA και προπάντων TiSA που θα
επιτρέπει την ενοικίαση εργαζομένων παγκοσμίως μεταξύ 52 χωρών].
Για αυτούς, η «κοινωνική κυλιόμενη σκάλα»
που οδηγεί προς τη μεσαία τάξη δεν υπάρχει πλέον, καθώς ως εργαζόμενοι
σε ένα διακρατικό οικονομικό χώρο δεν είναι πλέον κάτω από την αιγίδα μιας
εγχώριας οικονομίας του κράτους τους, ακόμη και αν έχουν όλα τα πολιτειακά
δικαιώματα ως πολίτες. Η ανάπτυξη της υπερεθνικής τάξης προωθείται από δύο
συμπληρωματικές διαδικασίες: Τη μεταφορά επιχειρήσεων σε λεγόμενες χώρες
χαμηλού εργατικού κόστους και εργαζόμενους μετανάστες από φτωχότερες χώρες, οι
οποίες προσφέρουν ευνοϊκότερα την ίδια εργασία. Οι πολωνοί νοσηλευτές, οι φύλακες
από τη Σρι Λάνκα και οι Μεξικάνοι οικιακοί βοηθοί ανταγωνίζονται τους τοπικούς
εργαζόμενους.
Η
περίπτωση των μεσαίων στρωμάτων
Μεταξύ της υπερεθνικής κορυφής της Ελίτ και της ανώτερης μεσαίας τάξη και
της υπερεθνικής κατώτερης τάξης υπάρχει
μια σε εθνικό επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής πρόνοιας ο χώρος της μεσαίας
τάξης, της οποίας το επίπεδο ευημερίας ακόμη σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από τα
εθνικά κοινωνικά ιδρύματα και για τους οποίους μια ιθαγένεια σε ένα πλούσιο
κράτος κοινωνικής πρόνοιας αποτελεί ένα σημαντικό προνόμιο. Αλλά αυτό το τμήμα
της μεσαίας τάξης χάνει όλο και περισσότερο την επιρροή του όσο αφορά τη
μελλοντική τύχη της χώρας. Σχετικά με τα σημαντικά θέματα των δυνατοτήτων επιβίωσης και της κατανομής πόρων υπάρχουν
όλο και λιγότερο κλασικοί
"δικηγόροι από τη μεσαία τάξη", όπως συνδικαλιστικές οργανώσεις,
επαγγελματικές ενώσεις ή πολιτικά κόμματα, αλλά πολύ περισσότερο η παγκόσμια
οικονομική αλληλεξάρτηση, οι διακρατικοί θεσμοί και διεθνείς εμπορικές συμφωνίες και οι δομές διακυβέρνησης. Οι εδώ
σκιαγραφημένες πολιτικές συγκρουσιακές γραμμές αποκρύπτονται τόσο στα μέσα
ενημέρωσης και όσο και στη δημόσια σφαίρα αποπροσανατολίζοντας την ενημέρωση
αναφερόμενοι στη πολύδιαδεδομένη "
μεσαία τάξη".
Το εθνικό κράτος δεν είναι πλέον το αδιαμφισβήτητο και δεδομένο δοχείο μιας μεσαίας τάξης που
αντιπροσωπεύεται από τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα: φατρίες μεσαίας
τάξης διαχωρίζονται πλέον ανάλογα της
οικονομικής τους ένταξης σε περιφερειακές, εθνικές ή υπερεθνικές τάξεις. Ακόμη και η
γραμμή μεταξύ των αυξανόμενων μητροπολιτικών περιοχών και στάσιμων ή υπό
συρρίκνωση εβρισκόμενων περιφερειών όπου καταργούνται κοινωνικές υποδομές και
χώροι κατοικίας συμπτύσσονται, αλλάζει τη δομή των κοινωνικών ανισοτήτων
μακροπρόθεσμα .
Η βαθύτερη πολιτική λογική των δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων είναι η υπόσχεση
αποκατάστασης της χαμένης συμβίωσης μεταξύ της μεσαίας τάξης (του λαού) και του
εθνικού κράτους. Αυτό γίνεται δημιουργώντας μια νέα πολιτική σύγκρουση: Μεταξύ
των ηλικιωμένων και των μεταναστών, μεταξύ του πλειοψηφικού πληθυσμού και των
αυτονομιστών, μεταξύ των "παγκόσμιων πολιτών" και των διαφόρων
"επαρχιών". Ενώ οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εξαφανίζονται, οι λαϊκιστές
νομοθέτες αλλάζουν τον πολιτική ατζέντα: ποιες κοινωνικές ομάδες οφείλουν σε
γενικές γραμμές να αποτελούν ακόμα μέρος
της κοινωνίας; Τα προνόμια και οι προστατευτικοί μηχανισμοί που μπορούν τα ισχυρά δυτικά κράτη να δώσουν βρίσκονται στο
επίκεντρο της κινητοποίησης της λαϊκιστικής δεξιάς. Και αυτό δεν είναι καθόλου
παράλογο, δεδομένου ότι για τους περισσότερους πολίτες στις αναδυόμενες ή
αναπτυσσόμενες χώρες, ο μόνος τρόπος για να ευημερήσουν δεν είναι η εκπαίδευση,
η προσπάθεια ή το επάγγελμα, αλλά η μετανάστευση από μόνη της.
Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί μια άλλη πτυχή: η AfD, καθώς και άλλα
δεξιά κόμματα, συντάσσουν ένα βιώσιμο πολιτικό υποκείμενο κατά την αναφορά τους
στον όρο "λαό", διαχωρίζοντας
τους έτσι από τα μεταδημοκρατικά, νεοφιλελεύθερα-ατομικιστικά πολιτικά πρότυπα
άλλων κομμάτων. Σε αντίθεση με την αριστερά, που πλέον έχει στερηθεί το δικό της πολιτικό υποκείμενο
την «εργατική τάξη», οικοδομούν στο
ενδιάμεσο διάστημα μια κοινότητα, μια συλλογική πράξη, εναντίον της τάσης προς
την ατομικιστικότητα και
απο-αλληλεγγυοποίηση της κοινωνίας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο αποκλεισμός
των μεταναστών είναι λογικός από οικονομικής άποψης. Στην πραγματικότητα, οι
μετανάστες συμβάλλουν περισσότερο στη χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας από ό,
τι λαμβάνουν στα πλαίσια των κοινωνικών επιδομάτων και των κοινωνικών υπηρεσιών.
Πολιτιστική
ομοιογένεια
Αυτό εξηγείται εν μέρει επειδή είναι νεότεροι από τον εγχώριο αυτόχθονα
πληθυσμό. Πολλοί άνθρωποι φτιάχνουν μια μονόπλευρη εικόνα της έκτασης της
μετανάστευσης και των συμπεριφορών των μεταναστών, διότι ξεχωρίζουν κυρίως από
το χρώμα του δέρματος, το είδος ένδυσης, τη γλώσσα και τη συμπεριφορά της
πλειοψηφίας του πληθυσμού [που μεταναστεύουν]. Η ιδέα των μεταναστών ως
«κοινωνικά παράσιτα» είναι μεν λάθος, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά την
διαμόρφωση του κράτους πρόνοιας στη Γερμανία όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ξεκίνησε από
εθνικά και πολιτισμικά ομοιογενή πληθυσμό. Η πολιτιστική ομοιογένεια
εξασφαλίζει αυτή την άποψη, μια βασική αλληλεγγύη ανάμεσα διαφόρων τμημάτων του
πληθυσμού, την εμπιστοσύνη στο δίκαιο κράτος πρόνοιας - δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών - και, επομένως, η συμμόρφωση
απέναντι σε πρότυπα και βεβαίως την προστασία κατά της απάτης απέναντι στο
κράτος πρόνοια. Με άλλα λόγια, οι αντίπαλοι της παγκοσμιοποίησης, του ασύλου
και της μετανάστευσης δεν βλέπουν μόνο
ότι απειλούνται παραδοσιακοί
τρόποι ζωής τους, αλλά και η λειτουργία του κράτους πρόνοιας. Μια απειλή
η οποία επιβεβαιώνεται μετά από τις πολλές πρόσφατες επιθέσεις στο κράτος
πρόνοιας - περικοπές στη δημόσια υγεία και την εκπαίδευση, αύξηση των τελών για
τις δημόσιες υπηρεσίες, κατάρρευση των υποδομών, διαρκής περαιτέρω αύξηση της
ηλικίας συνταξιοδότησης, ευελιξία της αγοράς εργασίας etc etc. Αυτές είναι
επιθέσεις στην μεσαία τάξη, η οποία είναι ο μεγαλύτερος δικαιούχος των κοινωνικών
παροχών του κράτους πρόνοιας.
Fazit: Το ζήτημα των
προσφύγων δεν είναι η αιτία, αλλά το σύμβολο της νέα συγκρουσιακής τάξης του 21
αιώνα λόγω των υπερεθνικών ανισοτήτων
και συγκρούσεων στα πλαίσια της [διαμόρφωσης] της κοινωνικής πρόνοιας .