Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΡΥΠΝΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΡΥΠΝΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19 Ιουλ 2020

Μέρος ΙΙΙ/ΙΙΙ Πως μεταφέρεται η θεσμική και πολιτική ευθύνη της περιβαλλοντικής ρύπανσης στο άτομο. Ο ρόλος της εργασίας και της πολιτικής φαντασίας. Διάβασμα σε 4 '

Περιβαλλοντική προστασία ή κλιματική αλλαγή και η αλτρουιστική θεώρηση του προβλήματος:
Γιατί τελικά απέτυχε η εξίσωση του IPAT με τους παράγοντες ευημερία και τεχνολογία και τι προτείνει η IWAC, που λαμβάνει υπόψη την  εργασία και την πολιτική φαντασία. Ο εύκολος και ο δύσκολος δρόμος(Μέρος ΙΙΙ/ΙΙΙ)

Δυτική Σιβηρία Ιούλιος 2020, Ανοδος της θερμοκρασίς στους 34,5ο C
 Photograph: Denis Bushkovsky/TASS
 
Μια πιο προσεκτική ματιά στη εξίσωση  IPAT δείχνει ότι η εξίσωση κατανέμει αρκετά πλατιά όλη την ευθύνη για την περιβαλλοντική κρίση:

το μέγεθος του πληθυσμού, τα επίπεδα κατανάλωσης και τεχνολογίας είναι αυτά που ευθύνονται για την κρίση.

Επιπλέον, η ευθύνη για την περιβαλλοντική υποβάθμιση διαφοροποιείται μεταξύ του λεγόμενου ανεπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου:

εάν ο αναπτυσσόμενος κόσμος μπορούσε να αναλάβει τον έλεγχο του πληθυσμού του και ο ανεπτυγμένος κόσμος θα μπορούσε να περιορίσει την υπερκατανάλωση και ο καθένας από τους δύο θα μπορούσε να υιοθετήσει πράσινες τεχνολογίες, τότε όλοι θα ήταν καλά.

Στην πράξη, εντούτοις, το IPAT ενισχύει και ευνοεί τη λεγόμενη βιοφυσική κατανόηση, διαχείρισης οικοσυστημάτων, περιβαλλοντικών προβλημάτων βασιζόμενο στο «όλα συνδέονται με οτιδήποτε άλλο»,  και αποκρύπτει την άσκηση της εξουσίας, ενώ αποδυναμώνει συστηματικά τον πολιτειακό πολίτη.
Όταν όλα λοιπόν συνδέονται με οτιδήποτε άλλο, η γνώση πώς ή πότε ή ακόμη και γιατί να παρέμβει κάποιος γίνεται αρκετά δύσκολη.

Αυτή η «πολυπλοκότητα του συστήματος» φαίνεται να πνίγει κάθε πιθανότητα προγραμματισμένης, συντονισμένης και αποτελεσματικής παρέμβασης με σκοπό τη προστασία του πριβάλλοντος . Επιπλέον, δεν υπάρχει πολύς χώρος στη λογική της IPAT για ζητήματα εκπροσώπησης, θεσμών, πολιτικών εξουσιών ή συλλογικής δράσης.

Η Donella Meadows, συν-συγγραφέας του The Limits to Growth, η μελέτη του 1972 που εφίστησε την προσοχή του κόσμου στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές απειλές που προκαλούνται από την εκθετική ανάπτυξη και τον καταναλωτισμό, υποστήριζε μέχρι πριν από καιρό την εξισωτική παραβολή IPAT.

Όσο περισσότερο το έργο της ενσωμάτωνε την ανθρώπινη διάσταση, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων κυριαρχίας και διανομής, τόσο περισσότερο αμφισβητούσες όμως τη διατύπωση. Μετά από ένα συνέδριο του 1995 για την παγκόσμια περιβαλλοντική πολιτική, αποκάλυψε:
«Δεν κατάλαβα πόσο πολιτικά σωστά ήταν (το IPAT), μέχρι που πριν από λίγους μήνες, είδα μια ομάδα από πέντε γυναίκες να προκαλούν και να έχουν εξοργίσει ένα αμφιθέατρο γεμάτο περιβαλλοντολόγους, συμπεριλαμβανομένου και εμένα. Το IPAT, είπαν, είναι μια αιματηρή, παραπλανητική, εξουδετερωτική εξήγηση για τα δεινά του κόσμου. Δείχνει προς λάθος ευθύνες σε όλα τα λάθος μέρη. Αυτό οδηγεί σε μια φήμη για τις γυναίκες να είναι υπεύθυνες για την αύξηση του πληθυσμού χωρίς να ρωτάει κάποιος ποιος ασκεί τις πιέσεις σε αυτές τις γυναίκες να τις κάνουν να έχουν τόσα πολλά μωρά. Φορτίζει με ενοχές τους δυτικούς καταναλωτές, αγνοώντας παράλληλα τις δυνάμεις που προκαλούν την επιθυμία τους για ολοένα και μεγαλύτερη κατανάλωση. Αυτό συνεπάγεται ότι ο λαός της Ανατολής, που καταπιέστηκε από ολοκληρωτικούς ηγέτες για γενιές, τώρα πρέπει κάπως να καθαρίσει τα χάσματα αυτών των ηγετών.» [1]

Η Έκθεση Ανθρώπινης Ανάπτυξης 1998 είχε εξετάσει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όλοι οι άνθρωποι και οι χώρες - να κατασκευάσουν πρότυπα κατανάλωσης που είναι πιο φιλικά προς το περιβάλλον, πιο κοινωνικά δίκαια, που καλύπτουν βασικές ανάγκες για όλους και που προστατεύουν την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών.

Όταν όμως η κατανάλωση διαβρώνει τις ανανεώσιμες πηγές, μολύνει το τοπικό και παγκόσμιο περιβάλλον, παραγκωνίζει τις επιθυμητές ανάγκες για ιδιαίτερη επίδειξη  στη κοινωνία  και μειώνει τις ήδη νόμιμες ανάγκες της καθημερινότητας στη σύγχρονη κοινωνία, υπάρχει δικαιολογημένη αιτία ανησυχίας. Αυτό από την πλευρά του Δυτικού κόσμου.

Από την άλλη πλευρά όλα είναι αλληλένδετα και οι ασκητικοί  υποστηρικτές των αυστηρών περιορισμών κατανάλωσης αντιμετωπίζουν και το δίλημμα, ότι για περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο των φτωχών ανθρώπων του κόσμου η αυξημένη κατανάλωση είναι ζωτικής σημασίας και ένα πραγματικό δικαίωμα - ένα δικαίωμα και θέληση  για απελευθέρωση από τη τελείως ανέχεια. 
 
Και υπάρχει το ηθικό ζήτημα της επιλογής: πώς μπορούν να γίνουν επιλογές για την κατανάλωση για λογαριασμό άλλων και να μην θεωρούνται περιορισμοί στην ελευθερία επιλογής τους.

 
Η εργασία, η πολιτική και η μη αυτονομία της τεχνολογικής εξέλιξης

Η ολέθρια  για την εξέλιξη του παγκόσμιου καταναλωτισμού θεώρηση ήταν η εξής η οποία και ήρθε και αυτή από τον ΟΗΕ:
«Είναι καλύτερα να επανεξετάσουμε τα πρότυπα κατανάλωσης που θέλουμε, - δηλαδή, το μείγμα των προϊόντων που παράγονται με περιβαλλοντικά καταστρεπτικούς όρους σε σύγκριση με εκείνους που κατασκευάζονται με περιβαλλοντικά «βιώσιμους» τρόπους - παρά να φτάσουμε σε απόλυτα επίπεδα κατανάλωσης. Για όσους προβληματίζονται όσο αφορά  την κατανάλωση, ο καλύτερος συνδυασμός πολιτικών είναι εκείνος που επεκτείνει την οικονομική παραγωγή των φτωχών και τη διατηρούν για τους πλούσιους, μειώνοντας παράλληλα τις συνολικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις μέσω της διάδοσης περιβαλλοντικά βιώσιμων τεχνολογιών. Κάποιος λύνει το πρόβλημα κατανάλωσης, με άλλα λόγια, ζητώντας από πλούσιους καταναλωτές και φτωχούς να απαιτήσουν οικολογικές τεχνολογίες.»

Οι υποστηρικτές της οπτικής γωνίας, "η κατανάλωση ευθύνεται για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος", πρέπει να καλλιεργούν και να δημιουργούν εναλλακτικές λύσεις έναντι του IPAT και των συμβατικών μοντέλων ανάπτυξης,  που να εστιάζουν αντί να αποσπούν την προσοχή, από πολιτικά φορτισμένα στοιχεία των εμπορικών σχέσεων. Τύποι σαν το IPAT είναι εύχρηστοι, καθώς εστιάζουν την προσοχή μας σε βασικά στοιχεία ενός προβλήματος.

Στα πλαίσια αυτά ο Μανιάτης προτείνει μια παραλλαγή: «IWAC», που είναι: (Ι) περιβαλλοντικός αντίκτυπος = (W)ποιότητα εργασίας X (Α) ουσιαστικές εναλλακτικές κατανάλωσης (C)πολιτική φαντασία στη δημόσια σφαίρα.

Εάν οι ιδέες έχουν δύναμη, και αν τα ακρωνύμια μπορούν να αμπαλάρουν τις ιδέες, τότε εναλλακτικές διατυπώσεις όπως το IWAC θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμες για την ανατροπή του περιβαλλοντικά-κεκλιμένου από τον ύπνο της εξατομίκευσής τους.

Για παράδειγμα, ας πάρουμε τον όρο «εργασία». Το IPAT αγνοεί συστηματικά την εργασία ενώ το IWAC τnν αγκαλιάζει.  Μια «ριζοσπαστική συζήτηση» για την εργασία - ερωτήσεις σχετικά με την ασφάλεια στη θέση εργασίας, την ικανοποίηση των εργαζομένων, τη μείωση του προσωπικού, τις υπερωρίες και την εταιρική ευθύνη – επιστρέφει στη δημόσια συζήτηση . 

Ο όρος IWAC αξιοποιεί αυτήν την ανησυχία, συνδέοντάς την με μεγαλύτερες ανησυχίες σχετικά με την περιβαλλοντική υποβάθμιση, υποδηλώνοντας, ότι οι καταναλωτικές παρορμήσεις συνδέονται με την κανονικότητα της εργασίας και, γενικότερα, με τον βαθμό της αδυναμίας των εργαζομένων στο χώρο της εργασίας.

Όσο πιο ανίσχυρος αισθάνεται στην εργασία του το άτομο, τόσο περισσότερο έχει την τάση να ασκεί τη δύναμη του ως καταναλωτής.

Το "W" στο IWAC παρέχει έναν εννοιολογικό χώρο για να θέσουμε δύσκολες ερωτήσεις σχετικά με την κατανάλωση και την επιρροή.
Και τέλος υπάρχει το ζήτημα της δημόσιας φαντασίας και της συλλογικής δημιουργικότητας, που αντιπροσωπεύεται από το "C" στο IWAC. Η «φαντασία» δεν είναι μια λέξη που τη βλέπει κανείς συχνά σε αναφορές για την περιβαλλοντική πολιτική. Την συναντάμε συνήθως ανάμεσα σε όρους όπως η αγάπη, η φροντίδα, η καλοσύνη και κάνει να σηκώνονται τα φρύδια όταν εισάγεται στον πολιτικό λόγο και στην ανάλυση πολιτικής.[2]

Ομοίως, το «Α» στο IWAC, «εναλλακτικές», επεκτείνει το «Τ» της IPAT σε νέες κατευθύνσεις, υποδηλώνοντας ότι η αποτυχία του κοινού να αγκαλιάσει βιώσιμες τεχνολογίες έχει να κάνει περισσότερο με θεσμικές δομές που περιορίζουν την επιθετική ανάπτυξη και την ευρεία διάδοση βιώσιμων τεχνολογιών παρά με μια λανθασμένη επιλογή του καταναλωτή.
Η αγορά, για παράδειγμα, μας παρουσιάζει κόκκινα αυτοκίνητα και μπλε αυτοκίνητα, και καλεί τους καταναλωτές για μια επιλογή. Η αειφορία όμως σε καλεί να επιλέξεις μεταξύ αυτοκινήτου – άσχετα αν είναι ηλεκτρικό ή όχι- και μαζικών μέσω μεταφοράς, και που θα μπορούσαν π.χ. τα μέτρα στήριξης αυτή τη περίοδο που διανύουμε π.χ. αντί να πάνε υπέρ της αυτοκινητοβιομηχανίας να προσανατολισθούν στην ανάπτυξη νέων συστημάτων δημόσιας μαζική μεταφοράς και όχι ΙΧ. [3]
Με τον όρο «εναλλακτικές», η δημόσια συζήτηση  μπορεί να επικεντρωθεί στο αν,

οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν πραγματικές ή απλώς  επιλογές καλλωπιστικού-επιδεικτικού ενδιαφέροντος-Life styling;
Είναι η απουσία μίας επιλογής το επακόλουθο αυτόνομων και μακρινών -από τον καταναλωτή-  μηχανισμών της αγοράς;
Λειτουργεί μια αυτοτελής άσκηση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και μόνο;
Και πώς θα μπορούσε να ξεκινούσε κανείς;

Εξετάζοντας αυτά τα άβολα ερωτήματα,  το IWAC εστιάζει την προσοχή του στους ισχυρισμούς, ότι η κατεύθυνση και ο ρυθμός της τεχνολογικής ανάπτυξης κάθε άλλο παρά αυτόνομοι είναι, σχεδόν πάντα  είναι πολιτικές.
Αμφισβητώντας τη λογικής του IPAT και καταργώντας την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση (η οποία ενισχύεται από αυτό) ότι η τεχνολογική επιλογή είναι «ουδέτερη» και «αυτόνομη» θα μπορούσε να ανοίξει τις πόρτες για μια ολοκληρωμένη και δυναμική συζήτηση σχετικά με τη φύση και το σχεδιασμό της τεχνολογικής επιλογής. Το πρόβλημα είναι να εκλείψει από το discourse  το πέπλο της ουδετερότητας .

Η Susan Grifin, περιβαλλοντολόγος φιλόσοφος, υποστηρίζει το ίδιο σημείο από ένα διαφορετικό πλεονέκτημα για πειθαρχία όταν γράφει ότι:
«Όπως τα καλλιτεχνικά και τα  λογοτεχνικά κινήματα, έτσι και τα κοινωνικά κινήματα καθοδηγούνται από την φαντασία. Κάθε σημαντικό κοινωνικό κίνημα επαναπροσδιορίζει τον κόσμο της φαντασίας. Αυτό που ήταν ασαφές ή άγνωστο έρχεται στο προσκήνιο, αποκαλύπτονται ψέματα, αναταράσσεται η μνήμη, σχεδιάζονται νέες οριοθετήσεις πάνω από τους παλιούς χάρτες: από αυτόν το νέο τρόπο να βλέπουμε το παρόν, αναδύεται η ελπίδα για το μέλλον. Ας αρχίσουμε να φανταζόμαστε τους κόσμους που θα θέλαμε να κατοικήσουμε, τις μακρινές ζωές που θέλουμε να μοιραστούμε και τις πολλές δυνατότητες που έχουμε στα χέρια μας.»[4]

Fazit
Το IWAC είναι περισσότερο επεξηγηματικό εργαλείο παρά ένα μελλοντικής προοπτικής και δράσης. Μας δείχνει ότι οι παρελθοντικές και σημερινές επικρατούσες αντιλήψεις της «περιβαλλοντικής κρίσης» μας οδήγησαν και μας οδηγούν σε μια εξατομίκευση της ευθύνης,

που νομιμοποιούν την υπάρχουσα δυναμική της νεοφιλελεύθερης πλέον κατανάλωσης(get what you want) και της παραγωγής.

Η παγκοσμιοποίηση (μεταφορά σε παγκόσμιο επίπεδο) των περιβαλλοντικών προβλημάτων - που κυριαρχείται σήμερα πλέον από συναινετικές διαγνώσεις φυσικών επιστημών για τις παγκόσμιες περιβαλλοντικές απειλές, που αγνοούν σημαντικά και κρίσιμα δεδομένα εξουσίας και θεσμών - επιταχύνει αυτήν την εξατομίκευση, η οποία έχει βαθιές ρίζες στην αμερικανική πολιτική κουλτούρα που εισήχθει και στην Ευρώπη τα χρόνια του ‘80.
Στο βαθμό που η κοινή γλώσσα και τα εύχρηστα εννοιολογικά πλαίσια έχουν δύναμη, καθώς διαμορφώνουν την άποψή μας για τον κόσμο και επισημαίνουν ορισμένα μέτρα πολιτικής ως κατάλληλα και άλλα ως παραπλανητικά και άχρηστα με αρνητικές επιδράσεις,

το IWAC αποτελεί παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο μπορεί να προχωρήσει η διάδοση μια εναλλακτική κατανόηση του γιατί έχουμε περιβαλλοντικά προβλήματα και τι πρέπει να κάνουμε γι' αυτά.

Έχουμε λοιπόν δύο δρόμους.


Ο εύκολος δρόμος οδηγεί σε ένα μέλλον όπου η «κατανάλωση» με τις περιβαλλοντικά ανεπιθύμητες μορφές της - «υπερκατανάλωσης», «εμπορευματοποίησης» και του  «καταναλωτισμού» - βρήκε απλά  μια θέση στις περιβαλλοντικές συζητήσεις.  Οι περιβαλλοντικές ομάδες θα εργαστούν σκληρά για να «εκπαιδεύσουν» τον πολίτη σχετικά με την ανάγκη  του "αγοράζω πράσινα" και λιγότερης κατανάλωσης, και από τύχη ή σκόπιμα θα παραμείνει η έντονη ασυμμετρία ευθύνης και εξουσίας για περιβαλλοντικά προβλήματα σκοτεινή. Η ειρωνεία είναι ότι η κατανάλωση θα μπορέσει θα συνεχίσει να αυξάνεται καθώς η εξατομίκευση της περιβαλλοντικής κρίσης ενθαρρύνει την ανοδική αύξηση της κατανάλωσης, αρκεί αυτή η κατανάλωση να είναι «πράσινη». Αυτή είναι η πορεία της λογικής business as usual.


Ο άλλος δρόμος, ένας βραχώδης δρόμος, στρέφεται προς ένα μέλλον όπου οι πολίτες που ενδιαφέρονται για το περιβάλλον καταλαβαίνουν, λόγω της έντονης συζήτησης και της εμπεριστατωμένης ανταλλαγής απόψεων, το «πρόβλημα κατανάλωση». Θα έβλεπαν ότι οι μεμονωμένες επιλογές κατανάλωσής τους είναι περιβαλλοντικά σημαντικές, αλλά ότι ο έλεγχός σε αυτές τις επιλογές τους, περιορίζεται, διαμορφώνεται και πλαισιώνεται από θεσμικά όργανα και πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να αναδιαμορφωθούν μόνο μέσω συλλογικής δράσης των πολιτών, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά των μεμονωμένων καταναλωτών. Παράδειγμα για μια τέτοια πρωτοβουλία, είναι σε γειτονιές να συμφωνήσουν οι πολίτες να πηγαίνουν στα ΣΜ με τα δικά τους σκεύη συσκευασίας και να αφήνουν τι συσκευασίες(υγρών και ξηρών προϊόντων) του παραγωγού στο ΣΜ.

Αυτός ο μελλοντικός κόσμος δεν θα είναι εύκολα να τον φτάσουμε. Το να φτάσουμε εκεί σημαίνει ότι θέλουμε να αμφισβητήσουμε την κυρίαρχη άποψη που προσανατολίζεται στην  προοπτική για παραγωγή, τεχνολογία, και αποτελεσματικότητα που έχει επιρροή στους σύγχρονους ορισμούς της προόδου - και απαιτεί τη σύνδεση της διερεύνησης της κατανάλωσης με πολιτικά φορτισμένα ζητήματα που προκαλούν την πολιτική φαντασία. Περπατώντας σε αυτό το μονοπάτι σημαίνει να είμαστε προσεκτικοί στις υποκείμενες δυνάμεις που θέλουν να περιορίσουν την κατανόησή μας για το εφικτό.
 
Για πολλούς, δυστυχώς, ο περιβαλλοντισμός του «φυτέψτε ένα δέντρο, σώστε τον κόσμο» φαίνεται να είναι καθαρά απολιτικός και βολικός, και έτσι  θεωρούν ότι είναι ώριμος για επιτυχία. Μια τέτοια προσέγγιση είναι κάτι, στο βαθμό που λειτουργεί, για να περιορίσει τη φαντασία μας για το τι είναι δυνατό και για τι αξίζει να προσπαθήσουμε. Ήρθε η ώρα για όσους ελπίζουν σε μια ανανεωμένη και πλούσια συζήτηση για το «πρόβλημα κατανάλωσης» να αντιμετωπίσουν αυτήν τη μείωση της συλλογικής φαντασίας και η οποία οδηγεί στην αυξανόμενη εξατομίκευση της ευθύνης, να ασχοληθούν προσεκτικά με τρόπους αναστροφής της  παλίρροιας.


[1] Meadows, Donella. 1995. Who Causes Environmental Pollution? International Society of Ecological Economics Newsletter July: 1, 8.
[2]Wapner, Paul. 1996. Toward a Meaningful Ecological Politics. Tikkum 11 (3): 21–22.
[3] Roodman, David. 1996. Paying the Piper: Subsidies, Politics, and the Environment.
Worldwatch Paper 133. Washington D.C.: The Worldwatch Institute.
[4] Grifªn, Susan. 1996. To Love the Marigold: The Politics of Imagination. Whole Earth Re- view 89: 61–67

18 Ιουλ 2020

Μέρος ΙΙ/ΙΙΙ Πως μεταφέρεται η θεσμική και πολιτική ευθύνη της περιβαλλοντικής ρύπανσης στο άτομο. Όσο πάει και γινόμαστε πιο στενόμυαλοι, Διάβασμα σε 2,5'

Περιβαλλοντική προστασία ή κλιματική αλλαγή και η ατομικιστική θεώρηση του προβλήματος της ρύπανσης: 
Όσο πάει και γινόμαστε πιο στενόμυαλοι (Μέρος ΙΙ/ΙΙΙ)
 
Ενώ παρατηρούμε μία άνοδο των παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων, συγχρόνως  βλέπουμε και την οικοδόμηση μιας ατομικιστικής σχεδόν ναρκισσιστικής πολιτικής γύρω από αυτά.
Η αποπολιτικοποίηση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη σε διάφορα μέτωπα της κοινωνικής ζωής και δείχνει μια μικρή ένδειξη μείωσης σε επίπεδο ατόμου.
Πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αυτές οι δυνάμεις;
Πώς μπορεί να ξεπεραστεί η πολιτική της εξατομίκευσης;
Πώς θα μπορούσε να διευρυνθεί η περιβαλλοντική φαντασία μας, να καταλάβουμε πως λειτουργεί το περιβάλλον και να μη μένουμε στα συμπτώματα των ενεργειών μας;
Ποια είναι η αλήθεια του  πρίσματος θεώρησης για τη περιβαλλοντική υποβάθμιση που λέγεται Factors of the Human Impact on the Environment (IPAT ). [environmental Impact= Population x Affluence x Technology].
(IPAT )[environmental Impact= Population x Affluence x Technology].
Η εξίσωση της επίδρασης των ανθρωπογενών παραγόντων στο περιβάλλον= Πληθυσμός  x Ευμάρεια x Τεχνολογία, κάτι ανάλογο με την εξίσωση Κaya.
Εάν παρατηρήσουμε το πως προβάλλονται όλοι οι θεσμοί και οι υπηρεσίες σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό  και παγκόσμιο επίπεδο αναφορικά με το περιβάλλον στη δημόσια σφαίρα, θα δούμε ότι συνήθως έχουν συγκεκριμένα μέτρα και δράσεις, για να κάνουν- όπως πιστεύουν εκείνοι, ελκυστικότερη την αναδρομή στη περιβαλλοντική συνείδηση του ατόμου.
Τι λένε λοιπόν συνήθως, και αναφερόμαστε  σαν παράδειγμα στα εξής?
1.                       Ανακυκλώστε  τις εφημερίδες, το  γυαλί, το πλαστικό  και το αλουμίνιο.
2.                     Εξοικονομήστε ενέργεια και χρησιμοποιήστε ενεργειακό φωτισμό, μη καταναλώνετε πολύ νερό παρόλο που το ιδιωτικοποιούν.
3.                     Διατηρείτε τα ελαστικά του αυτοκινήτου σας σε καλή κατάσταση  για να βελτιώσετε αποδοτικότητα χιλιόμετρα ανά λτρ. καυσίμου και  να  επεκτείνετε τη διάρκεια ζωής των ελαστικών
4.                     Φυτέψτε ένα δένδρο.
5.                      Οργανώστε  στη γειτονιά σας ένα  πρόγραμμα  ανακύκλωσης χριστουγεννιάτικων δέντρων.
6.                     Κάντε ένα Pocket park εσείς οι καταναλωτές.  
7.                      Βρείτε  μια εναλλακτική λύση  στα  χημικά φυτοφάρμακα για το γρασσίδι σας.
8.                     Αγοράστε μόνο τόνο  με  το εμπορικό σήμα της ένδειξης "ασφαλή για τα δελφίνια".
9.                     Οργανώστε μια κοινοτική ομάδα για να καθαρίσετε ένα  τοπικό  ρέμα,  δρόμους, πάρκα ή  παραλία, και
10.                γίνετε  μέλος  σε μια περιβαλλοντική οργάνωση.

Σε τέτοιες φρασεολογίες και δράσεις δεν υπάρχει μέσα το κοινό όραμα  για να σώσεις τον πλανήτη Γη. 
Τώρα τελευταία βλέπεις σε άρθρα και τάχα μου – όπως τις ονομάζουν αυτοί,  μόνο πολιτικές, να αναφέρονται  στο να αποφεύγουμε να αγοράζουμε συγκεκριμένα προϊόντα.

Από ποιους παράγοντες βι-άζεται η φαντασία μας για μια συλλογική προστασία του περιβάλλοντος ?
Σε ένα πείραμα στα πλαίσια ενός μαθήματος σε ένα Πανεπιστήμιο στην Αμερική [Montague, Peter. 1996. Review: More Straight Talk. Rachel’s Environmental and Health Weekly. December 19, number 525. Available at http://www.rachel.org] ρωτήθηκαν 45 φοιτητές αντίστοιχου μαθήματος αναφορικά με το περιβάλλον, για τις λύσεις που προτείνουν για το θέμα ενέργεια, νερό γεωργία κλπ. Οι τέσσερεις πιο κοινές λύσεις που έδωσαν οι φοιτητές  για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης ήταν:
Πρώτον να μετακινείσαι με ποδήλατο, τρίτο στη κατάταξη ήταν η ανακύκλωση, δεύτερο στη κατάταξη ήταν «φύτεψε ένα δένδρο» και η top δράση πάλι, « φύτεψε ένα δένδρο». Σαν top δράση δεν έδωσαν κάτι άλλο, δεν είχαν κάτι διαφορετικό στη φαντασία τους.
Τελευταία ακούγεται η πρόταση, ότι η παιδεία από νεαρή ηλικία θα πρέπει να παίξει ένα σοβαρό ρόλο για την αλλαγή της συνείδησης όσο αφορά το περιβάλλον και τον τρόπο με τον οποίο το εκμεταλλευόμαστε, γιατί είναι αργά πλέον να αλλάξεις στους «ενήλικες» τις λεγόμενες συνήθειές τους. Εδώ δεν γνωρίζουμε αν η επιστήμη θα μας επιβεβαιώσει ότι έχουμε το χρόνο να περιμένουμε μερικές γενιές για να αλλάξει η παιδεία την ευαισθησία της κοινής περιβαλλοντικής συνείδησης, η καλύτερα να φτιάξει μια νέα συνείδηση, την

συλλογική περιβαλλοντική συνείδηση.

Ακόμα και σήμερα οι δάσκαλοι στο σχολείο, -η πλειονότητα- μεταδίδουν γνώσεις εξατομικευμένης εγρήγορσης για τη προστασία του περιβάλλοντος, δηλαδή, αγόραζε οικολογικά, ανακύκλωνε κλπ.
Όμως αυτό που επιδιώκει η πολιτική και η κοινωνία, προπάντων η κοινωνία, δεν μπορεί να είναι μόνο «ανακύκλωσε και είσαι μέρος της προστασίας του περιβάλλοντος» και οκ, φτάνει έκανες το καθήκον σου. Το βλέπουμε παντού σε όλες τις πόλεις αυτό με την ανακύκλωση.
Παρόλο που υπάρχει από παντού κριτική για το τρόπο που προωθείται η ατομικιστική ευθύνη για τη προστασία του περιβάλλοντος, συνεχίζεται η τακτική αυτή, γιατί δεν υπάρχει κοινοτική στρατηγική.
Και ας προσέξουμε το ύφος της γραφής στο παρακάτω κείμενο «Αν αγοράσεις καινούργιο αυτοκίνητο», το οποίο και είναι αμερικάνικο και εμείς απλά το μεταφράσαμε, χωρίς να κάνουμε το κόπο να δούμε τις ιδιαιτερότητες εδώ σε αυτή τη χώρα  που ζούμε και να προσαρμόσουμε και το ύφος για τον Έλληνα, για μπορέσει να κατανοήσει βαθύτερα, αφού ούτως ή άλλως είναι και δύσκολο σαν ενήλικας να αποπέμψει τις λεγόμενες κακές συνήθειες που βλάπτουν το περιβάλλον.


Στην προσπάθειά μας να γεφυρώσουμε το χάσμα μεταξύ της ηθικής μας και των καθημερινών πρακτικών μας στη διαβίωση,

μένουμε απασχολημένοι,  με αυτό  με το οποίο είμαστε πιο εξοικειωμένοι και που είναι πιο βολικό για μας, καταναλώνοντας σύμφωνα με τα δικά μας «πρακτικοποημένα  ιδανικά» το δρόμο μας (ελπίζουμε) για μια καλύτερη Ελλάδα (!), για ένα καλύτερο πλανήτη.
Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει και στις σχέσεις μας τις συζυγικές της οικογένειας κλπ. Ακριβώς το ίδιο. Η φύση, το κλίμα, και τα δύο τα θεωρούμε δεδομένα όπως τον/τη σύντροφο στις συζυγικές και στις οικογενειακές σχέσεις μας, και έτσι έρχεται η αυτοκαταστροφή.
Όταν έρχονται αντιμέτωποι με περιβαλλοντικές ζημίες και καταστροφές, πολλοί ομολογούν ότι ενδιαφέρονται βαθιά για τη χώρα και το πλανήτη. Αλλα φαίνονται μόνο ικανοί να κατανοήσουν τον εαυτό τους ως καταναλωτικά όντα, που οφείλουν  να αγοράσουν "περιβαλλοντικά καθαρά" προϊόντα (και στη συνέχεια να τα ανακυκλώνουν), και όχι ως πολίτες που θα μπορούσαν να συναντηθούν και να αναπτύξουν πολιτική δύναμη και πνεύμα  για να αλλάξουν θεσμικές ρυθμίσεις που οδηγούν σε έναν διαδεδομένο καταναλωτισμό.
Η αμείλικτη ικανότητα του καπιταλιστικού συστήματος, να πουλάει πίσω από τις πλάτες του πολίτη τις διαφωνίες και διαφορές προς όφελος ενός καταναλωτισμού, είναι αυτό  που κάνει τον πολίτη να αισθάνεται πρώτα σαν καταναλωτής και μετα σαν πολίτης, εάν και εφ’  όσον το καταφέρει, να το παρατηρήσει στον εαυτό του. Γιατί χώρο δεν αφήνει ο καταναλωτισμός για να παρατηρήσεις πολιτικά, αν δεν ενδιαφερθείς εσύ ο ίδιος, δηλαδή δε σου δίνει το ερέθισμα.
Ο αυξανόμενος κοινωνικός κατακερματισμός και διάλυση της  στην κινητικότητα της καθημερινής ζωής υπονομεύει την αίσθηση της γειτονιάς και της κοινότητας, του κοινού που μας απομακρύνουν από μικρές αστικές αρένες στις οποίες θα μπορούσαμε να ασκήσουμε και να αναδιατάξουμε τις ικανότητές μας ως πολιτειακοί πολίτες, αφού αισθανθούμε ελκυστικά προς μια τέτοια πρωτοβουλία.  Κατά τα άλλα κάνουμε την πολιτική μας υποχρέωση στο εκλογικό κέντρο, και μετά επιστρέφουμε στην "κανονικότητα".
Τώρα και τρείς δεκαετίες απασχολεί την επιστημονική κοινότητα το θέμα της εξατομίκευσης της ευθύνης για την περιβαλλοντική καταστροφή:
«Είναι ανακριβές και άδικο να αναγκάζουμε τους ανθρώπους να πρέπει να πιστεύουν ότι είναι προσωπικά υπεύθυνοι για τις σημερινές οικολογικές καταστροφές επειδή κατανάλωσαν και καταναλώνουν πάρα πολύ ή πολλαπλασιάζονται πολύ γρήγορα. Αυτή η ιδιωτικοποίηση της περιβαλλοντικής κρίσης, όπως New Age cults που επικεντρώνονται σε προσωπικά προβλήματα και όχι σε κοινωνικές ρήξεις, έχει υποβαθμίσει πολλά περιβαλλοντικά κινήματα σε πλήρη αναποτελεσματικότητα και απειλεί να μειώσει την αξιοπιστία τους απέναντι στη δημόσια σφαίρα»[1]

Όπως τα χρόνια του ’80 έτσι και σήμερα βάζουμε στις πλάτες των εργοστασίων παραγωγής αυτοκινήτων την ευθύνη για καθαρότερο  αέρα στις πόλεις που αναπνέουμε. Δηλαδή φτιάξτε soft ware για τις εκπομπές καυσαερίων για να μας κοροϊδέψτε(βλέπε σκάνδαλο με VW, MERCEDES BMW 2019).
Πραγματικά όμως πληρώνει και η ΕΕ με 50 δις ευρώ την ανάπτυξη της τεχνολογίας που στο τέλος θα καρπωθούν οι επιχειρήσεις, αλλα με ποιο αποτέλεσμα? Με περισσότερα αλλα ηλεκτρικά αυτοκίνητα στις πόλεις. Τότε θα έρθουν άλλα δεινά, για τα οποία σήμερα δεν έχουμε χώρο να τα σκεφτούμε.
Ο τεχνοκρατικός, επιστημονικός και ακόμη και οικονομικός χαρακτήρας του φιλελεύθερου περιβαλλοντισμού  πιστεύει σε μια κοινωνία που μετρά ουσιαστικά την ποιότητα ζωής
στην οικονομική ανάπτυξη,
στον έλεγχο της φύσης και
στην μεγιστοποίηση της απόλυτης αποτελεσματικότητας σε ό,τι κάνουμε.

Προσπαθώντας να δείξει, ότι η προστασία του περιβάλλοντος δεν χρειάζεται να θέσει σε κίνδυνο αυτά τα παραπάνω ανώτατα όρια της «ποιότητας ζωής», ο μετενεωτερικός νέο-φιλελεύθερος περιβαλλοντολισμός αποτυγχάνει να εγείρει ερωτήματα για τα βαθύτερα ζητήματα που εμπλέκουν πιο ουσιαστικά τη δυναμική της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, κάτι που προφανώς και δεν το έχει πρώτη προτεραιότητα[2].
Παρόλο που το περιβάλλον στους κυριότερους άξονές του, μας δείχνει  τώρα και δεκαετίες τι έχει συμβεί και το main streaming του περιβαλλοντισμού τα τελευταία χρόνια  μπορεί να προωθήσει πολλαπλές και διαφορετικές και ανεξάρτητες ερμηνείες σχετικά με το πού βρισκόμαστε και πού κατευθυνόμαστε, η υποκειμενική ευθύνη δυστυχώς παραμένει ένα δεδομένο.
Αλλά αυτή η ικανότητα σήμερα, σαφώς έχει μειωθεί. Αν και η υποστήριξη στη δημόσια σφαίρα για τα πράγματα του περιβάλλοντος δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη από ότι σήμερα, είναι έτσι επειδή η κοινότητα κατανοεί όλο και περισσότερο τον περιβαλλοντολισμό σαν κάτι που απευθύνεται σε ένα ατομικιστικό, ορθολογικό άτομο  βρισκόμενο καθαρά σε μια απολιτική διαδικασία που μπορεί να προσφέρει ένα μέλλον και που μπορεί να λειτουργεί χωρίς να υψώνει και πολύ τη φωνή του.
Ναι μεν «είμαστε το 99%» αλλα μόνο το 1% βλέπει κάποιος στους δρόμους να διαμαρτύρεται και να διεκδικεί. Ως μεμονωμένοι καταναλωτές και ανακυκλωτές έχουμε στη διάθεσή μας άφθονα και εύκολα μέσα για να "κάνουμε το κολάι μας, όπως το ξέρουμε" συνήθως.
Οι καταναλωτές που φορούν T-shirts "σώσε τη γη", για παράδειγμα, μιλούν με πάθος κατά των αυξήσεων ή μειώσεων των τιμών της βενζίνης αλλα και για την αγορά SUV. Καταναλωτές οδηγοί SUV οδηγούν σε όλη την πόλη για να βρουν το βιολογικό τους μαρούλι που έχει καλλιεργηθεί υπό σκιά καθώς οι υπεριώδεις ακτίνες είναι τόσο έντονες που τα φυτά δεν αντέχουν. Και οι λεγόμενοι επιμελείς ανακυκλωτές δαπανούν πολύ περισσότερη ενέργεια ορυκτών καυσίμων για το ζεστό νερό που δαπανάται για να καθαρίσουν σχολαστικά ένα δοχείο,  από ό, τι η ενέργεια που εξοικονομεί από την ανακύκλωσή του.
Σήμερα, η λεγόμενη πράσινη κατανάλωση, η ανακύκλωση και η κοινωνική αλλαγή ala Cousin βρίσκονται στο επίκεντρο της οικολογικής πολιτικής. Τόσο τότε στα χρόνια του ’70/’80 όσο και τώρα, μια τέτοια εξατομίκευση είναι ανησυχητική, διότι όπως παρατηρεί και ο Winner:
  «Οι ανεπάρκειες τέτοιων ιδεών είναι προφανείς. Οι κατάλληλοι τεχνολόγοι ήταν απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τότε (και σήμερα) ξεκάθαρα τα πραγματικά γεγονότα της οργανωμένης κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας. Γοητευμένοι από τα όνειρα μιας αυθόρμητης, λαϊκής «grass roots revolution», απέφυγαν κάθε βαθιά αναζήτηση ανάλυσης της εξουσίας και των θεσμών που θα μπορούσαν να ελέγχουν την κατεύθυνση της τεχνολογικής και οικονομικής ανάπτυξης. Σε αυτή την ευτυχή αυτοικανοποίηση δεν μπήκαν στον κόπο να επινοήσουν στρατηγικές που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν να κατανοήσουν και να ξεπεράσουν προφανείς πηγές αντίστασης. Τον ίδιο χαρακτηρισμό που ο Μαρξ και ο Ένγκελς έδωσαν στους ουτοπιστές του 19ου αιώνα ισχύει εξίσου και για τους αντίστοιχους τεχνολόγους της δεκαετίας του 1970-80: ήταν υπέροχοι οραματιστές, σχεδόν αφελείς όσο αφορά τις δυνάμεις που ήθελαν να αντιμετωπίσουν.»[3]
Ας παρατηρήσουμε ιστορικά την εξελικτική πορεία των πρασίνων στη Γερμανία, τη Γαλλία και γενικότερα στην Ευρώπη. Όταν καταλάβαν ποιο σύστημα έχουν να αντιμετωπίσουν, παρέδωσαν τα όπλα και προχωρούν χωρίς καμία πολιτική ιδεολογία, συνεχίζοντας την εξατομίκευση σε κάθε τομέα ευθύνης.
Αγοράστε ένα «…»  και μέρος των εσόδων θα διατεθεί για να σωθεί το τροπικό δάσος…
Κατά ένα ειρωνικό τρόπο, αυτοί που ασχολούνται με το θέμα για να επισημάνουν τάχα μου τα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα, με την ελπίδα ότι ένα ευαισθητοποιημένο κοινό θα οργανώσει και θα ξεκινήσει μια συλλογική, πολιτική δράση, βοήθησαν και υποκίνησαν αυτή τη διαδικασία εξατομίκευσης της περιβαλλοντικής ευθύνης.
Έδωσαν έμφαση σε μια θεμελιώδη κοινωνική αριθμητική: αυξημένη ανησυχία για τυχόν κοινωνικά ανησυχούντες. Το ξέσπασμα σε μια περίοδο διάβρωσης της δημόσιας εμπιστοσύνης σε πολιτικούς θεσμούς και πολιτικούς και τις ικανότητες των πολιτών να επηρεάσουν την αλλαγή, θα ωθήσει τις μάζες των ανθρώπων να ενεργήσουν, σε τομείς της καθημερινής ζωής τους , τους οποίους διαχειρίζονται με  μεγαλύτερη ενέργεια και στους οποίους αισθάνονται πιο ικανοί, στην κατανάλωση.
Από που ήρθε η «βοήθεια  αυτή» για να φτάσει στο σημείο αυτό η δημόσια σφαίρα?
Η μεταφορά στο άτομο και ιδιώτη, της ευθύνης για περιβαλλοντικά προβλήματα και κρίσεις, μετατοπίζει την ευθύνη από τις κρατικές ελίτ και τα ισχυρά  καρτέλ παραγωγών στους πιο άμορφους ένοχους όπως  είναι «η ανθρώπινη φύση» ή γενικά «όλοι εμείς». Κρατικές ελίτ και top επιχειρήσεις στις οποίες βασίζεται ο μηχανισμός, για την προώθηση της λεγόμενης οικονομικής ανάπτυξης, επωφελούνται  πολύ από τη διασπορά της ευθύνης  στα άτομα και στο να «γυρίζει» η κατανάλωση.
Ένα παράδειγμα αυτής της δυναμικής, αν και δεν είναι καθόλου ριζωμένη στην παγκόσμια οικολογία, βρίσκεται σε μια ανάγνωση της ιστορίας των προσπαθειών  τόσο στις ΗΠΑ 1970 όσο και στην ΕΕ τη δεκαετία του 1980 για την εφαρμογή ενός εθνικού συστήματος διαλογής και επαναχρησιμοποίησης δοχείων ποτών και τροφίμων. Η βιομηχανία επαναχρησιμοποίησης τελικά απέτυχε και προχώρησε σθεναρά στην ανακύκλωση - όχι στην επαναχρησιμοποίηση – ως την πιο πρακτική εναλλακτική λύση.
Τονίστηκε ότι η ανακύκλωση, σαν πράξη απόρριψης από το άτομο σαν τέτοιο απέναντι στη περιβαλλοντική καταστροφή, αλλά όχι από την πρωταρχική παραγωγική διαδικασία της συσκευασίας, της επεξεργασίας και διανομής από τον παραγωγό, αποτελεί πρωταρχική ευθύνη για τα άτομα και τις τοπικές αρχές.
Στο τέλος αποφάσισε τι θα συμβεί και πέτυχε πάλι η «παραγωγική εξουσία», δηλαδή η βιομηχανία εμφιάλωσης να διατηρήσει τη «λύση» της ως την πιο πρακτική και ρεαλιστική(δηλαδή  ανακύκλωση), και το κράτος συνέχισε πάνω σε αυτό το μονοπάτι.


[1]  Bookchin, Murray.1989. Death of a Small Planet. The Progressive August: 19–23.
[2] Wapner, Paul. 1996. Toward a Meaningful Ecological Politics. Tikkum 11 (3): 21–22
[3] Winner Langdon., 1986. The Whale and the Reactor. Chicago: The University of Chicago Press. p. 79-80


Ετικέτες