Οι φευγάτοι της Elit και της διανόησης(ΙΙ): Ζουν σε άλλο κόσμο, σε ένα άλλο σώμα στην εποχή της αυθεντικότητας.
Διάβασμα σε 6’ THS16122018
Photo © Jochen Schievink DIE ZEIT
Περιεχόμενα
- Η ex ante θέση μας σχετικά με την ηθικότητα της πολιτικής κάθε μελήματός μας που δρα στη κοινωνία
- Πως οδήγησε ο νεοφιλελευθερισμός στην απολιτικοποίηση και πως την κοινωνική αδιαφορία την μετατρέψαμε απλά σε ένα οικοδόμημα (konstrukt) για να την "σώσουμε'?
- Η μεταστροφή ενεργών πολιτικοποιημένων πολιτών σε απλούς FANs
H ex ante θέση μας σχετικά με την ηθικότητα της πολιτικής κάθε μελήματός μας που θα δράσει κοινωνικά.
Και για να συνδεθούμε με το προηγούμενο μέρος επαναλαμβανουμε κάποια σημεία του κειμένου.Αλλά πέρα από όλα τα "elit Bashings"(προκαταλήψεις και κατηγορίες), ο Michael Hartmann δείχνει πόσο επικίνδυνο είναι για τη δημοκρατία, όταν
οι αποκαλούμενες "ελίτ" ομάδες γίνονται όλο και περισσότερο ένας σύλλογος με αποκλειστικά δικαιώματα, μια κλειστή κοινωνία.
Ο Hartmann περιγράφει τι συμβαίνει όταν οι κόσμοι των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, από την μία πλευρά, και οι απλοί πολίτες, από την άλλη απομακρύνονται. Μια μικρή ομάδα ζει εις βάρος της πλειοψηφίας, διαθέτοντας απλόχερα στον εαυτό της τους δικούς της κανόνες και "παράγοντας ένα φορολογικό και οικονομικό σκάνδαλο μετά το άλλο".
Οι συνέπειες σύμφωνα με τον Hartmann: Πολιτική δυσαρέσκεια και (άκρα)δεξιός λαϊκισμός. Αυτό που θεωρεί ότι πρέπει να συμβεί ο Hartmann: Οι ελίτ είναι μια επιχείρηση οικονομικής ιδιo-στρατολόγησης ατόμων που διαβρώνει τη δημοκρατία. Μόνο μέσω ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού ανοίγματος της πολιτικής ελίτ θα γίνει δυνατή η ανάκαμψη.
Ο δε Lagasnerie Geoffroy αναρωτιέται:
Μπορεί κάποιος να έχει μια καλή ζωή σε ένα κακό κόσμο[2]?
Πως μπορεί κάποιος σε ένα άδικο και άνισο και από εκμετάλλευση χαρακτηριζόμενο κόσμο να κάνει μια ηθική ζωή?
Αυτή την ερώτηση της ηθικής θα πρέπει να θέσουν και φυσικά πρώτοι οι διανοούμενοι και όχι μόνο. Όπως πρόσφατα ξαφνικά σε μια συζήτηση για το πως στηρίζει ένας Δήμος τους καλλιτέχνες, μου ανέφερε ένας νέος μουσικός, ότι δεν μπορεί να ασχοληθεί με το θέμα αυτό, γιατί αυτός είναι εδώ μόνο για να παράγει μουσική! Είναι μία βαθυστόχαστη ερώτηση ηθικής[3]. Είναι ένα ερώτημα που θα έπρεπε να το θέτουμε καθημερινά ή ακόμα καλύτερα, που δεν το θέτουμε, γατί δεν θέλουμε να δούμε με τα μάτια μας, την συνενοχή μας, την εγκατάλειψή μας, την ανικανότητα να προσαρμοζόμαστε.[4]
Και εδώ τίθεται το ζητούμενο: Πώς θα πρέπει να είναι δομημένο το σκέπτεσθαι, εάν συντελείται σε ένα κόσμο με βία, αδικία και καταπίεση? Εάν το ηθικό μέλημα λοιπόν θα πρέπει να ορισθεί από την αρχή της ενέργειας μας, της έναρξης.
Πολιτικά, θα πρέπει η κουλτούρα και ο πολιτισμός μάλλον να έρθουν αντιμέτωποι με την κοινωνία σε ένα στάδιο ex ante (εν των προτέρων) και όχι ex post (εκ των υστέρων).
Διαφαίνεται ότι πλέον θα πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση το σημερινό παραδοσιακό πολιτικό, διανοουμενίστικο και ακαδημαϊκό πλαίσιο της ζωής. Και όχι μόνο αυτό. Η νέα διαμόρφωση για τους χώρους συζήτησης, της συνειδητοποίησης του "πλησίον" και της "απόστασης" πρέπει να απεγκλωβιστεί από σύμβολα σαν μέσα αντιπαράθεσης, όπως μέχρι σήμερα ακόμα γίνεται, ιδιαίτερα από την εξουδετερωμένη αριστερά.
Πως οδήγησε ο νεοφιλελευθερισμός σε μια ακαθόριστη απολιτικοποίηση και πως την κοινωνική αδιαφορία την βάλαμε σε διάφορα οικοδομήματα για να "σωθούμε"
“There is no such thing as society. There are only individual men and women” «Κάτι τέτοιο σαν ‘κοινωνία’ δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο άτομα, άνδρες και γυναίκες» [Margaret Thatcher].
Ενώ προηγουμένως υπήρχε μια συλλογική αυτοπεποίθηση για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης, η οποία αντανακλώνταν στις οργανώσεις τους και τη κουλτούρα τους, σήμερα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό, πεταμένοι ας το πούμε, στις ατομικές τους καταστάσεις και συνθήκες. Επομένως, ήταν εξαιρετικά σημαντικό για την Θάτσερ να συντρίψει αυτές τις συλλογικές λογικές και στρατεύσεις. Η βίαιη καταστολή της απεργίας των ανθρακωρύχων το 1984/85 αποτέλεσε το καθοριστικό σημείο καμπής της συγκεκριμένης εξέλιξης. Επειδή οι ανθρακωρύχοι αντιπροσώπευαν τις συλλογικές παραδόσεις και την αυτοπεποίθηση αυτών, όπως καμία άλλη ομάδα της βρετανικής εργατικής τάξης.
Σε αυτή την πρόταση συνίσταται ο ιδεολογικός πυρήνας του νεοφιλελευθερισμού. Σε ένα ριζοσπαστικό ατομικισμό.
Τα άτομα -το μαθαίνουν αυτό οι άνθρωποι σε όλο το κόσμο-, πρέπει να φέρουν τον εαυτό τους, στην παγκοσμιοποιημένη αγορά του ανταγωνισμού, να πουλήσουν το τομάρι τους. Γι’ αυτό πρέπει και οφείλουν να είναι
α) διαθέσιμοι για αποδοτικότητα, αλλά και
β) ικανοί για αποτελεσματικότητα, με παιδεία, επαγγελματικά καταρτισμένοι, έστω και με bachelor at least, με ικανότητες προσαρμογής, όπως επίσης
γ) υγιείς, ελαστικοί στους στόχους τους, σίγουρα δυναμικοί, με επιχειρηματικό πνεύμα, κοντολογίς:
Να είναι για όλα πανέτοιμοι. «Ο νεοφιλελευθερισμός χρειάζεται μια συλλογικότητα από «ΕΓΩ» ανωνύμων εταιρειών [ένα συνονθύλευμα "ενικών"-μονάδων], για να μπορέσει τη θρησκεία του, δηλαδή την αγορά να την εξασφαλίσει απέναντι στις δημόσιες κρατικές παρεμβάσεις».[5]
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική μπορούσε τώρα πλέον να επιβληθεί ανεμπόδιστα. Δεν κατέστρεψαν μόνο τις συλλογικές συμβάσεις και σχέσεις και ακύρωσαν συλλογικές ταυτότητες, επαναπροσδιορίστηκαν οι ταξικές δομές και οι ταξικές συγκρούσεις σε ένα άλλο επίπεδο, στο επίπεδο των μεμονωμένων ατομικών αποφάσεων. Ο καθένας μπορεί να το καταφέρει και όποιος δεν μπόρεσε, είναι δικιά του η ευθύνη/το λάθος: Αυτό ήταν το νέο δόγμα και που κυριαρχεί μέχρι και σήμερα.
Μια δεύτερη πραγματική παράμετρος είναι ότι πριν το 2008 είχε ήδη αυξηθεί η δυσπιστία απέναντι στους μισθούς, την επιμέρους φοροδιαφυγή και σκάνδαλα της οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Αμέσως μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση αντιστρέφεται η διάθεση σε όλα τα μέτωπα. Για πολλούς ανθρώπους με την κρίση, η βασική υπόσχεση της κυρίαρχης ελίτ και η αιτιολόγηση για τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της, το ότι, τελικά ο καθένας θα επωφεληθεί από ριζική απελευθέρωση των αγορών διαψεύστηκαν ή τουλάχιστον τέθηκαν υπό έντονη αμφισβήτηση.
«Ως εκ τούτου σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχει κατακρημνισθεί η φήμη και η εκτίμηση απέναντι στην ελίτ μαζικά και σε ορισμένα σημεία παράχθηκε ακόμη και οργή εναντίον της[6].» Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε παραδείγματα Ελληνικής πραγματικότητας.
Ο «νέος άνθρωπος»: ο Homunculus [7]της αγοράς στην ελεγχόμενη δημόσια σφαίρα
Ο κομφορμιστικός-οικονομίστικος και ιδιωτεύων-λειτουργοποιημένος παραμορφωμένος Homunculus της αγοράς, αντιστοιχεί στην ανθρώπινη εικόνα των νεοφιλελεύθερων σήμερα.Θέλουν να δημιουργήσουν τον «νέο άνθρωπο»: Αυτός θα μπορεί να «ξεδιπλωθεί» μόνο σε ένα σύνολο συγκεκριμένων πλαισίων καπιταλιστικής-νεοφιλελεύθερης τάξης, αλλά πάνω απ' όλα, θα πρέπει να μη μπορεί να αναγνωρίζει το σύνολο αυτών των πλαισίων του σε οργανωμένου σε στυλ μαντριού περιορισμού του, της άγνοιας και του ψυχικού εγκλωβισμού του, και βεβαίως να μη μπορεί να διαφύγει. Μια παρατήρηση γύρω μας στη καθημερινότητα, ιδιωτική και επαγγελματική αρκεί για να μας πείσει.
Δυσαρεστημένοι οι περισσότεροι με την πολιτική προσωπικών δεδομένων πολλών κοινωνικών μέσων αλλα κανείς δεν παραιτείται απο την εθισμένη πλέον χρήση τους.
Οι κυρίαρχοι φορείς προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας πείσουν, ότι ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να χρησιμοποιεί το μυαλό του, μπορεί να είναι και παρανοϊκός στις κοινωνικά πεπεισμένες και τεκμηρειωμένες απαιτήσεις του. Πρέπει να υπακούει, να εργάζεται, να μην θέτει ερωτήσεις και να επιδίδεται στην «τάξη της ελεύθερης αγοράς» και στις «αλήθειες» της[8].
Η μοναδική του λειτουργία σε αυτό το κόσμο είναι να γίνει ο ίδιος ο φορέας της ίδιας της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, όπως το σύστημα. Θα πρέπει να έχει, να δημιουργεί ελάχιστο κόστος - και όσον αφορά την οικονομική συμμετοχή του, να καταναλώνει το δυνατόν περισσότερο και στην περίπτωση της αποτυχίας του στην αγορά που «προκάλεσε ο ίδιος» - σαν «κοινωνικό παράσιτο» - να εγκαταλείψει τη ζωή το συντομότερο δυνατόν.
Ένα σύστημα πωλήσεων και marketing Amway νεοφιλελεύθερων ιδεών.
Παράλληλα με την έρπουσα εξέλιξη, στα ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, του ατόμου σε καθαρά «ιδιώτη», προχωρά και η αυτοκαθιστούμενη νηπιοπρέπεια, λόγω της άγνοιας και της απόκρυψης των γεγονότων[9]. Ανεπίδεκτοι μαθήσεως που λέει ο λαός, είναι ιδιαίτερα και συχνά οι «καλύτεροι» σε ακαδημαϊκό επίπεδο διανοούμενοι που αντλούν τον πολιτικό τους ορίζοντα από αναφορές και κείμενα-άρθρα σε συγκεκριμένες εφημερίδες και συγκεκριμένα περιοδικά ακόμα και συγκεκριμένα ξένα φύλλα ημερήσιου τύπου, που τελικά συμφωνούν και μόνο με τη γνώμη τους. Η ζωή τους περιορίζεται εδώ κυρίως στο προγραμματισμό της σταδιοδρομίας/καριέρας, των διακοπών και στο life style. Η πολιτική άγνοια και η παραδοχή του mainstream είναι ο κανόνας.
Όμως παρ’ όλα αυτά έχουν πληθώρα ενέργεια για να διδάξουν διαπαιδαγωγώντας τους συμπολίτες τους , φυσικά πάντα με αλαζονεία και το δάχτυλο υψωμένο.
Και το πως όλοι αυτοί, οι τότε διανοούμενοι (εκφραζόμενοι κομματικά π.χ. και μέσα από το ΚΚΕεσ. όπως και ο συντάξας μέχρι το 1981) ξαφνικά βρέθηκαν να συμπολιτεύονται με την οικονομική και πολιτική ελίτ έχει την αιτία του στο ότι, η εκπαίδευση έγινε το κεντρικό μέσο για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων. Είναι αλήθεια ότι κατανοήθηκε, ότι η κοινωνική προέλευση επηρεάζει αποφασιστικά τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες που δίδονται. Ωστόσο, αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί με αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των υπευθύνων. Αυτό που αγνοείται παρά την κάποια πιθανή πρόοδο είναι το γεγονός ότι μια βασική προϋπόθεση για την προσέγγιση ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών είναι και η εξίσωση των υλικών συνθηκών της ζωής.
Η φτώχεια μπορεί και οδηγεί ακόμα και στο καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα σε χειρότερα και υποβαθμισμένα πτυχία. Το #unten, και αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα, εφιστεί την προσοχή στο γεγονός ότι βασικά εδώ έχουμε να κάνουμε με ταξικές δομές και όχι με ατομικιστικές αποτυχίες. Αυτή είναι η αρχή για «να αμφισβητήσουμε σοβαρά τις επικρατούσες έννοιες του τι είναι νόμιμο και τι δεν είναι».[10]
«Να έχεις τη δική σου γνώμη αλλά όχι τη δική σου πραγματικότητα»
Παράλληλα η γένεση και δημιουργία όλων και περισσότερων ελίτ μεγαλώνει την απαξίωση του πληθυσμού απέναντι τους, γιατί αυτοί οι άνθρωποι «στερούνται κάθε κατανόησης το τι προκαλούν οι ενέργειές τους στην κοινωνία. Η άγνοια (και η αδιαφορία) τους είναι απίστευτη» [Peter Steinbruck, Γερμανός πολιτικός, ο ίδιος ανήκων στη πολιτική ελίτ της χώρας]. Οι ελίτ στην πλειοψηφία τους βρίσκονται τόσο μακρυά από τη μάζα, το λαό γενικότερα, που έχουν όλο και περισσότερο, δυσκολία να προσδιορίσουν τα προβλήματα αυτών εκεί κάτω και να κατανοήσουν τις συνέπειες των ενεργειών και αποφάσεών τους για τη μάζα. Μετα τις εκλογες του 2023 Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ: "Δεν γνωρίζαμε τι γινόταν απο κάτω στον λαό."
Ένα παράδειγμα: Τέλος του 2017 το Διοικητικό Συμβούλιο της Siemens αποφάσισε, να καταργήσει περίπου 3500 θέσεις εργασίας στη Γερμανία σε τρεις εγκαταστάσεις σε Thuringia και Sachsen ή να κλείσει το εργοστάσιο στο Görlitz. Εκεί το ακροδεξιό με νεοεθνικιστικές τάσεις κόμμα AfD στην Ομοσπονδιακές εκλογές κέρδισε έδρα.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τους δημόσιους υπαλλήλους αλλά και ειδικότερα τους δασκάλους και καθηγητές στην Ελλάδα, από πρωτοβάθμια μέχρι και τριτοβάθμια. Ναι, είναι εν πολλοίς η ελίτ, διότι ανάλογα με την πολιτισμική ανάπτυξη σου, συντίθενται και οι ελιτίστικες κοινωνικές ομάδες σου. Δεν έχουν- εκτός μερικών παραταξιακά οργανωμένων εξαιρέσεων- καμία σχέση με τη πραγματικότητα, δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει στην υπόλοιπη κοινωνία εκτός του γίγνεσθαι στο σχολείο και των αναρτήσεων στα social Media. Και δεν τους ενδιαφέρει να μάθουν (εδώ στο κεφάλαιο 2) εκτός μερικών εξαιρέσεων, καθώς θεωρούν ότι εάν μάθουν θα τους αφαιρεθεί κάποιο προνόμιο από τη σημερινή -γι’ αυτούς έστω και σε αυτό το βαθμό καταξιωμένη- διαβίωση. Αλλα και το "ροζ συννεφάκι¨" παίζει εδω καθοριστιό ρόλο της στοχευμένης παθητικότητας.
Πως παρουσιάζεται η πολιτική από τη σκοπιά ενός πλουραλιστικού υποκειμένου, από τη σκοπιά ενός « λιγότερου-Εγώ». Η Isolde Charim θεωρεί ότι ένα πλουραλιστικό υποκείμενο από την μια μεριά έχει ένα κατηγορηματικό πολιτικό ενδιαφέρον από την άλλη αυτό το ενδιαφέρον αρθρώνεται κοινωνικά πλέον τελείως διαφορετικά.[11] Πολλά από τα υποκείμενα θέλουν/επιθυμούν τη στράτευση, διψούν για συμμετοχή. Αλλά σήμερα είναι τελείως διαφορετικά η κατανόηση της συμμετοχής από ότι πριν από 40-50 χρόνια. Εδώ αποστασιοποιείται τόσο η πολιτική όσο και η διανοητική ελίτ. Θεωρούν τις κινητοποιήσεις με λίγους συμμετέχοντες γραφικές παραστάσεις και φυσικά δεν αφήνουν τους εαυτούς τους να συμμετέχουν. Είναι όμως η σκλήρή πραγμτικότητα που την ζούμε και εμείς στην Ελλάδα.
Από το 1800 έως και τα χρόνια του ’60 η συμμετοχή βασιζόταν σε μία συσπείρωση και κινητοποίηση του κοινού της μάζας. Την ίδια την ταυτότητα μας την άφηνε το κίνημα εκτός. Τη στιγμή της επανάστασης ήθελαν να είναι μέρος της μάζας που κάνει την επανάσταση.
Mετά τα χρόνια του ’60 ξεκινάει ένας δεύτερος ατομικισμός που αρνείται πλέον τις προκαθορισμένες μορφές διαβίωσης και έκφρασης από φορείς, συνδικάτα κλπ. και αντιστρέφει το δόγμα της κοινωνική κοινής διερεύνησης ενός δρόμου ύπαρξης σε ένα δρόμο διερεύνησης „αυθεντικών μορφών διαβίωσης και έκφρασης“.[12] Ήταν ένα κίνημα του Ρομαντισμού τέλος του 18 ου αιώνα („Expressivismus“)στους κύκλους της διανοουμενίστικης και καλλιτεχνικής ελίτ.
Σήμερα έχει απλωθεί στη μάζα.[13] Γι’ αυτό και ο συγγραφέας Taylor Ch., ονόμασε την εποχή αυτή «Η εποχή της αυθεντικότητας». Η ζωή ξαφνικά έγινε ένα „προσωπικό-ατομικό Project“[14]. Έφτιαξαν μία «Εγώ» -ΑΕ. Έτσι λοιπόν εμφανίστηκαν τα διάφορα κινήματα ταυτότητας και κινήματα μειονοτήτων etc. Η σημαντική διαφορά και το χαρακτηριστικό τους είναι, ότι εδώ τα άτομα δεν έχουν σκοπό να αλλάξουν κάτι ή τον ίδιο τον εαυτό τους αλλά να επιβεβαιώσουν αυτό που είναι οι ίδιοι. Αυτό το βλέπουμε και στο ότι, στις διαμαρτυρίες για γενικότερα κοινωνικά προβλήματα και όχι ειδικότερα, δεν λαμβάνουν μέρος αυτοί που την προηγούμεν μέρα π.χ. διαμρτυρήθηκαν για την αναγνωρίση τους ως μια μειονότητα. Και επι πλέον οι κοινωνικές ομάδες ή εκκλησία οι φορείς να ταιριάζουν σε μένα και όχι αντίστροφα! Έχουμε λοιπόν ένα πλουραλισμό των μορφών διαβίωσης.[15]
Σήμερα πλέον έχουμε τον πλουραλισμό του πληθυσμού[16]. Ενώ ο δεύτερος ατομικισμός σκόπευε στην ένταξη των μειονοτήτων σε ένα εθνικό κανόνα, ο πλουραλισμός του πληθυσμού «αποσκοπεί στη προώθηση της διάβρωσης της εθνικότητας». Είναι ένα δικό του είδος ατομικισμού: Ο πλουραλιστικός ατομικισμός. Και οι δύο ατομικισμοί δηλαδή ο δεύτερος και ο τρίτος εργάζονται για την ας πούμε λίγο ή πολύ διάβρωση μιας εθνικής μορφής, όμως και οι δύο πάνω σε διαφορετικές στρατηγικές και με διαφορετικό τρόπο. Ο δεύτερος π.χ. με τις γυναίκες ή με τους ομοφυλόφιλους, προσπάθησε να εντάξει άλλες ταυτότητες στην μέχρι τότε εθνική κανονικότητα (κανόνα). Ήταν μια πολιτική κίνηση.
Ο τρίτος ατομικισμός δεν έχει να κάνει με πολιτική κίνηση. Είναι μία παράπλευρη εξέλιξη της κοινωνίας η οποία «ξεγύμνωσε τη Δημοκρατία» με το που την απεγκλώβισε από μια εθνική δέσμευση. Ένα σημερινό παράδειγμα είναι το κίνημα „Occupy“, που εκεί συμμετέχεις διαφορετικά από ότι μέχρι σήμερα σε άλλα κινήματα. Από τη μια το έβρισκαν ενδιαφέρον το κίνημα από την άλλη αναρωτιόντουσαν όλοι, εάν είναι αποδοτικό. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: Η συμμετοχή είναι να παίρνεις μέρος, να αποφασίζεις να συναποφασίζεις, τι ακριβώς? Είναι μια πραγματική συμμετοχή στις αποφάσεις, πραγματική συμμετοχή στο λόγο[17]. Εδώ πλέον φεύγει η συμμετοχή από μια αντικειμενική γωνία και προσκολλάται σε μια πραγματική συμμετοχική πρόσβαση, σε ένα υποκειμενικό momentum της συμμετοχής. Δηλαδή η συμμετοχή δεν συμμερίζεται μόνο την πραγματικότητα, αλλά έχει και την δική της πραγματικότητα που είναι μέσα στο υποκείμενο. Για τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο.
Occupy εδώ δίνει την αίσθηση στο υποκείμενο σαν μεμονωμένο άτομο ότι συμμετέχει, χωρίς την εργαλειοποίηση και καναλοποίηση μέσω φορέων ομάδων και θεσμών[18]. Ο κάθε ένας πρέπει, μπορεί και οφείλει μόνο σαν τέτοιος να συμμετέχει. Και δεν είναι τυχαίο ότι στο συγκεκριμένο κίνημα δεν υπήρχε κατάλογος απαιτήσεων. Το σλόγκαν ήταν : «είμαστε το 99%». Δεν ήθελαν προγράμματα και δεν είχαν σημεία διεκδίκησης. Σαν να ήταν κουρασμένοι πια από προγράμματα και προγραμματικές δηλώσεις κλπ.
Το επόμενο βήμα είναι να υπογράφουμε με πλήρη αγανάκτηση „petitions“ και μόλις κάνουμε το κλικ, απλά επιβεβαιώνεται η ταυτότητά μας. Κατεβαίνουμε στους δρόμους υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα μειονοτήτων ή άλλα ζητήματα, π.χ. CETA, TTIP, TiSA, στα πλαίσια πρωτοβουλιών. Όλα εξυπηρετούν την «προσομοίωση» μιας μεταδημοκρατικής ψευδαίσθησης, ότι τάχαμου ζούμε εντός μιας δημοκρατικής κανονικότητας[19].
Και αυτό πρέπει να κατανοήσουμε για να ανατρέψουμε μια βαλτωμένη, άνιση και άδικη πολιτική κατάσταση στη κοινωνία. Ό τι όλα αυτά είναι μέρος μιας μεταπολιτικής σκηνοθεσίας, ένα μέρος μια παράδοξης προσομοίωσης, πάνω στη οποία συμπτύσσεται-μειώνεται η Δημοκρατία πλέον:[20] Πρακτικές μιας «συλλογικής αυτοψευδαίσθησης»,[21] που επιτρέπουν από τη μία πλευρά να γίνει βιωματικό το «δημοκρατικό αυτονόητο» και από την άλλη να μπορούν να διατηρήσουν μια πολιτική του αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης και της ανισότητας[22]. Τα «κίτρινα γιλέκα» το 12.2018 απαίτησαν άμεση δημοκρατία, θεωρώντας ότι με το τρόπο αυτό συμμετέχουν ή λαμβάνουν μέρος στο λόγο και στις αποφάσεις.
Το επόμενο σχετικό άρθρο θα αναφέρεται επιγραμματικά στο:
· μετασχηματισμό του λόγου για το κοινό,
· αν ο Άξιος = και αμοιβαία εμπιστοσύνη ?
· ότι η διαφθορά θα τυραννάει εσαεί,
· με το παράδειγμα της κλιματικής αλλαγής να μας δίνει να κατανοούμε πολλά πράγματα.
· Μήπως θα πρέπει να αναπτύξουμε μια αντίστροφη λαϊκίστικη στρατηγική για καταπολέμηση του νεοφιλελευθερισμού.
o Τα fake News δεν τα εφεύρε ο Trump
o Δημοκρατία δεν είναι «satisfaction machine“
Υποσημειώσεις-Βιβλιογραφία