Ο επόμενος σεισμός*) και ο απαλός φασισμός
Ο Νεοφιλελευθερισμός βρίσκεται προς το τέλος του. Το ερώτημα που τίθεται είναι, εάν θα φύγει σιωπηλά ή θορυβώδης. Δυο σενάρια θα μπορούσαν να υπάρξουν.
Διάβασμα σε 3,5’ THS 21102018
Foto: Clive Brunskill/Allsport/Getty Images
Όσο πιο συχνά εμφανίζονται τα «σοκ», τόσο πιο ανούσιο είναι να σκεφτόμαστε για τυχόν μακροπρόθεσμες εξελίξεις. Στη συνέχεια φυσικά να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις αιτίες τους – το τι «συνδέουν τα «σοκ» και κατ’ επέκταση ποια είναι η παραμετροποίηση τους.
Σκεφτείτε την Ευρώπη πριν από 50 χρόνια: Υπήρχε πλήρης απασχόληση, το δημόσιο χρέος είχε μειωθεί για 20 χρόνια, ενώ επεκτάθηκε το κράτος πρόνοιας. Μια ενωμένη Ευρώπη ήταν μια πραγματική ουτοπία τότε. Σήμερα 18 εκατομμύρια άνθρωποι είναι άνεργοι(στατιστικά), πραγματικά άνω των 50 εκατομμυρίων, 100 εκατομμύρια πρέπει να είναι ευχαριστημένοι με «άτυπες» θέσεις εργασίας [και bulshit jobs-], το δημόσιο χρέος είναι υψηλό, «εμείς» όμως δεν μπορούμε να έχουμε πλέον την πολυτέλεια ενός κοινωνικού κράτους πρόνοιας. Ο εθνικισμός επιταχύνει την Ευρωπαϊκή αποσύνθεση.
Πώς ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό; Και μάλιστα, όταν ταυτόχρονα αυξήθηκε το ΑΕΠ 2,5 φορές! Χωρίς συγκεκριμένες απαντήσεις σε αυτό το θέμα, δεν χρειάζεται καθόλου να σκεφτούμε πως θα συνεχιστεί η κατάσταση στην Ευρώπη.
Ας ανακεφαλαιώσουμε πολύ σύντομα το μεγάλο δρόμο προς τη κρίση. Υπό την αυξανόμενη επιρροή των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων, όπως τον Milton Friedman, στις ΗΠΑ, το 1971 άφησαν και κατέρρευσε το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, το δολάριο έχασε σε δύο φάσεις από δυο φορές 25% της αξίας του. Στη συνέχεια, ο ΟΠΕΚ απάντησε με δύο «πετρελαϊκές κρίσεις» (1973 και 1979), η οποίες έφεραν δύο παγκόσμιες προπάντων οικονομικές υφέσεις. Την ταυτόχρονη άνοδο της ανεργίας και του πληθωρισμού "εκμεταλλεύτηκαν" οι νεοφιλελεύθεροι για να αντικρούσουν τον Κεϋνσιανισμό. Οι εκπρόσωποί του (και όχι ο ίδιος ο Κεϋνς, για παράδειγμα) υποστήριξαν ότι θα μπορούσε ένας υψηλότερος πληθωρισμός να υπάρξει και αντ’ αυτού μια μείωση της ανεργίας. Ωστόσο, η θεωρία αυτή ήταν δυνατή μόνο σε μια κλειστή οικονομία, παρόλο που η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται στην «πετρελαϊκή κρίση» και ότι τελικά οι ίδιοι οι νεοφιλελεύθεροι είχαν συμβάλει στη κρίση με την απαίτησή τους για ελεύθερες συναλλαγματικές αγορές.
Νομιμοποίηση απελευθέρωση
Από τότε, η παλαιά θεωρία της ισορροπίας κυριαρχεί ξανά. Υποθέτει ότι οι άνθρωποι είναι μόνο άτομα, μόνο εγωιστικά, μόνο ορθολογικά και μόνο ανταγωνιστικά, των οποίων τον εγωισμό, μετατρέπει ένα «αόρατο χέρι το χέρι της αγοράς» προς ένα ιδανικό αποτέλεσμα για το άτομο. Αυτή η θεωρία νομιμοποιεί την απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας και κατ’ επέκταση αυτού του «κοινού Ευρωπαϊκού» οικοδομήματος.
Η αύξηση των τιμών λόγω των προϊόντων της υποτίμησης του δολαρίου και του σοκ του πετρελαίου, ελέγχεται με υψηλή πολιτική επιτοκίων, από το 1980, το επιτόκιο στην Ευρώπη ήταν για 35 χρόνια πάνω από το ρυθμό ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, τα παράγωγα χρηματοοικονομικών προϊόντων που δημιουργήθηκαν πρόσφατα διευκόλυναν τη ταχεία σπέκουλα πάνω στις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, των τιμών πρώτων υλών, τα επιτόκια και οι τιμές των μετοχών αυξήθηκαν.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η εταιρείες μετατόπισαν το κίνητρο του κέρδους τους από την πραγματική οικονομία στις χρηματοοικονομικές επενδύσεις. Η οικονομική ανάπτυξη έπεσε, η ανεργία αυξήθηκε όπως επίσης και το δημόσιο χρέος. Έτσι, συνταγογραφήθηκαν απλές θεραπείες στη δεκαετία του 1990: η λιτότητα και η μείωση της του επιδόματος ανεργίας όπως και των πραγματικών μισθών φρενάρουν τη ζήτηση και κατ’ επέκταση τη παραγωγή, την ίδια στιγμή ιδιαίτερα οι χρηματοπιστωτικές αγορές αυξανόταν όλο και περισσότερο.
Σύμφωνα με τις «προ δονήσεις» του χρηματιστηριακού κραχ του 2000, τρεις «ανοδικές αγορές» (μετοχές, ακίνητα, πρώτες ύλες) δημιούργησαν ένα τεράστιο δυναμικό του οποίου η συντριβή ξέσπασε το 2008 σε τρεις „bear market“. Η ταυτόχρονη υποτίμηση σε αυτούς τους τρεις κύριους τύπους περιουσιακών στοιχείων ήταν η συστημική αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. [Οι κ.κ. όμως δεν το είδαν έτσι, καθώς θεωρητικά δεν το είχαν προβλέψει ποτέ.]
Η ενοποίηση των πολλών φάσεων στον μακρύ δρόμο προς την κρίση συνίσταται στη κυριαρχία μιας «τάξης χρηματοοικονομικού καπιταλιστικού παιχνιδιού», που επιστημονικά νομιμοποιείται από τη νεοκλασική-νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία. Αυτό προκύπτει σαφώς από τη σύγκριση με τη περίοδο της ευημερίας των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Εκείνη την εποχή η πολιτική ακολουθεί τις συστάσεις του Keynes: να περιοριστεί ριζικά το πεδίο εφαρμογής για την κερδοσκοπία από τους «παραγωγούς χρήματος», να γίνει η λεγόμενη «ευθανασία των εισοδηματιών».
Οι συνέπειες των αχαλίνωτων χρηματοπιστωτικών αγορών - το χρηματιστηριακό κραχ του 1929 στις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις της δεκαετίας του 1930 - ήταν ακόμα ζωντανές, στις μνήμες όλων. Με σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, σταθερές τιμές των βασικών προϊόντων, τα επιτόκια κάτω από το ρυθμό ανάπτυξης και «αδρανείς» χρηματιστηριακές αγορές, το κίνητρο του κέρδους θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί μόνο στην πραγματική οικονομία: οι εταιρείες επικεντρώνονται στη διαμόρφωση του πραγματικού κεφαλαίου και κατά συνέπεια των θέσεων εργασίας. Επομένως, το «οικονομικό θαύμα» δεν ήταν περίεργο, αλλά συνέπεια των συνθηκών παροχής κινήτρων.
Μια τέτοια «πραγματική καπιταλιστική συμφωνία παιχνιδιού» ιδρύθηκε τρεις δεκαετίες αργότερα - γύρω στο 1980 - στην Κίνα από τις μεταρρυθμίσεις του Deng, σύμφωνα με το σύνθημα «καπιταλιστές όλων των χωρών ελάτε σε μας - αλλά μόνο στην πραγματική οικονομία!».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η πλήρης απασχόληση επιτεύχθηκε ήδη από το 1960, η οικονομία ήταν τόσο σταθερή ώστε ταυτόχρονα ήταν δυνατό να επεκταθεί το κράτος πρόνοιας και να μειωθεί ο λόγος του δημόσιου χρέους. Αυτές οι επιτυχίες ενίσχυαν μια χειραφετημένη στάση: οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να υποταχθούν στις "ανώνυμες δυνάμεις της αγοράς" (Hayek), αλλά μπορούσαν να συνδιαμορφώσουν πολιτικά τις οικονομικές διαδικασίες.
Άνοδος της Σοσιαλδημοκρατίας
Γιατί όμως παραιτήθηκαν από αυτό το μοντέλο επιτυχίας; Για να το καταλάβουμε, πρέπει να επιστρέψουμε στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Μετά την λαμπρή επιτυχία της «Γενικής Θεωρίας» (1936) του Κεϋνς, σιωπούσε ο επιστημονικός αντίπαλός του, ο Hayek, αλλά δεν παραιτήθηκε. Το 1944 έγραψε στο βιβλίο του «ο δρόμος προς τη δουλεία» η κατήχηση της νεοφιλελεύθερης «αντι-μεταρύθμισης»: με το κράτος πρόνοιας και την πολιτική πλήρης απασχόλησης απειλείται η ελευθερία. Το 1947 ίδρυσε τη Mont Pelerin Κοινωνία (MPS), που συνδέεται με «πρωτότυπους στοχαστές» (μεταξύ των οποίων οκτώ βραβευμένοι με Νόμπελ) με προπαγανδιστές στις δεξαμενές σκέψης και των μέσων μαζικής ενημέρωσης ( «εμπόρους μεταχειρισμένων ιδεών» - Original έκφραση Hayek) και με χρηματοδότες [φυσικά]. Για είκοσι χρόνια, η MPS προετοίμαζε την "Αντί-Μεταρρύθμιση" με την παραγωγή και τη διάδοση των θεωριών της.
Σχήμα 1: Πτώση των τιμών των ακινήτων, των τιμών των μετοχών και των τιμών των βασικών προϊόντων και της μεγάλης κρίσης. Πηγή: Yahoo Finance, Case-Shiller, Standard & Poors
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν ή ώρα τους: Μετά την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης συνδικάτα, σοσιαλδημοκράτες και διανοούμενοι είχαν πάει στην επίθεση. Το αριστερό πνεύμα της εποχής (το Zeitgeist), οι συγκρούσεις για την ανακατανομή, η αύξηση του πληθωρισμού και η άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας κατέστησαν εύκολο για τους νεοφιλελεύθερους να επιβάλουν εκ νέου τη θεωρία της ισορροπίας. Νομιμοποίησαν την ενδυνάμωση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ενώ το "πρότυπο ευημερίας" κατέρρευσε λόγω της επιτυχίας του, ο νεοφιλελευθερισμός θα αποτύχει λόγω της αποτυχίας του.
Διότι οι σημαντικότερες κρίσεις θα επιδεινωθούν δραματικά σε μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση, και πάλι που θα προκληθούν από ταυτόχρονες „bear markets“, κυρίως μετοχών και ακινήτων (Σχήμα 1), και επιπλέον των ομολόγων (κρατικών). Οι τρείς έχουν ανοδικές τάσεις τα τελευταία χρόνια, έχτισαν και πάλι ένα τεράστιο «δυναμικό υποτίμησης». Δεν θα υπάρξει έλλειψη για αφορμές για χρηματοοικονομικές κρίσεις όπως φαίνεται, από εμπορικούς πολέμους μέχρι την κλιμάκωση της σύγκρουσης γύρω από το Ηνωμένο Βασίλειο και το Brexit, τη Τουρκία, τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή.
Στη συνέχεια, η πολιτική μπορεί να αντιδράσει με δύο τρόπους: είτε να παραμένει προσηλωμένη στο νεοφιλελεύθερό της «χάρτη πλοήγησης» των αποφασισμένων και το τι προβλέπεται - όπως το 2010 - «μια από τα ίδια» δηλαδή, ή επιστρέφει μετά από 50 χρόνια αντιμεταρρύθμισης πίσω στην παράδοση της χειραφέτησης και (επομένως) στην αυτο-ενδυνάμωση και (συν-) διαμόρφωση της κοινωνίας.
Δεξιοί λαοπλάνοι υπόσχονται "κοινωνική ζεστασιά"
Το απαισιόδοξο σενάριο: η ανεργία, η φτώχεια και η ανισότητα θα ανέλθουν στα ύψη. Η υποτίμηση του συνταξιοδοτικού κεφαλαίου ενισχύεται και από την μείωση των συντάξεων του κράτους πρόνοιας. Γενικά, η κατεδάφιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου αυξάνει τη πικρία για το «κοινωνικό πάγωμα» της νεοφιλελεύθερης ΕΕ. Ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός εξαπλώνονται. Οι δεξιοί λαϊκιστές υπόσχονται "κοινωνική ζεστασιά", αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε μια (αντίστοιχη) κοινότητα εθνικής πολιτικής. Για αυτούς, το ευρώ είναι το μέσο που αποδυνάμωσε ή κατέστρεψε τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Μόνο με την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα θα μπορούσε να σταματήσει αυτή η διαδικασία.
Μια διάλυση της νομισματικής ένωσης θα οδηγήσει την Ευρώπη σε οικονομικό πόλεμο: Μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια «οικονομικής αλχημείας» το σύνολο του ενεργητικού των τραπεζών είναι τρεις έως πέντε φορές του ΑΕΠ της ΕΕ. Υπάρχουν επίσης μετοχές και ομόλογα, τα οποία κατέχονται άμεσα από τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τις εταιρείες και τους ιδιώτες. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του «οίκου των χαρτιών» αναφέρεται σε ευρώ, κυρίως χρέη ή υποχρεώσεις μεταξύ χωρών της ευρωζώνης.
Εάν η νομισματική ένωση διαλυθεί, θα πρέπει το κάθε «χαρτί» (Οικονομικός τίτλος) να «επαναξιολογηθεί» από το ευρώ σε κάθε ένα από τα 19 νέα/παλιά εθνικά νομίσματα. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα 342 διμερείς σχέσεις πιστωτών και οφειλετών, καθένα με διαφορετικούς τύπους χρηματοπιστωτικών μέσων (από τραπεζικές καταθέσεις σε παράγωγα). Επομένως, δεν θα είναι δυνατή μια κανονική διευθέτηση του ευρώ. Όπως στη φύση, έτσι υπάρχουν μη αναστρέψιμες διαδικασίες στην κοινωνία: Μπορείτε να ρίξετε 19 υγρά σε μια κανάτα, δεν μπορέσετε μετά να τα ξεχωρίσετε, μόνο αν έχουν διαφορετικό ειδικό βάρος. Εδώ όμως έχουν κοινό, το ευρώ.
…τεράστιες "δυνάμεις θυμού"
Επιπλέον, μια αποτυχία του ευρώ θα απελευθέρωνε τεράστιες " δυνάμεις θυμού" που θα στοχεύουν κυρίως στη Γερμανία. Επειδή στις χώρες της κρίσης που υπαγορεύεται η πολιτικής της λιτότητας από την «Γερμανική ΕΕ», η λιτότητα έχει προκαλέσει καταστροφές. Να αποφορτιστεί πλήρως δεν μπορεί πλέον μια τόσο συσσωρευμένη οργή (ακόμα), επειδή θέλουν οι περισσότεροι να παραμείνουν στη νομισματική ένωση και, συνεπώς όλα εξαρτώνται από την καλή θέληση της Γερμανίας.
Αυτό θα άλλαζε ριζικά εάν η νομισματική ένωση διαλυόταν και όλα τα μέτρα λιτότητας θα αποδεικνυόταν μάταια. Πάνω στη πικρία τους, οι χώρες σε κρίση θα κηρύξουν μορατόριουμ του εξωτερικού χρέους τους απέναντι σε άλλες χώρες της ευρωζώνης και θα επιδιώξουν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσω υποτιμήσεων. Το οικονομικό χάος και ο οικονομικός πόλεμος θα ενίσχυαν τον εθνικισμό - οι αλυσιδωτές αντιδράσεις θα ήταν ανεξέλεγκτες.
Ο μεγάλος χαμένος της κατάρρευσης της νομισματικής ένωσης θα ήταν ο (πρώην) κερδοσκόπος, η Γερμανία: Ένα μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών διαθεσίμων της θα χαθούν, καθώς και η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της (σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1970 οι υποτιμήσεις των νομισμάτων της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, κλπ, δε θα αύξαναν το πληθωρισμό σε αισθητά επίπεδα). Η Bundesbank θα μπορούσε να μετριάσει αυτό το φαινόμενο μόνο με την αγορά τεράστιων ποσών κρατικών ομολόγων που εκδόθηκαν από τις χώρες υποτίμησης(της κρίσης).
Ο "απαλός φασισμός"
Με ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και οικονομικό πόλεμο μέσα στην Ευρώπη, η διαδικασία της κρίσης θα επιταχυνθεί, ποιοτικά παρόμοια με τη δεκαετία του 1930, σε έκταση και ταχύτητα, διαφορετικά όμως: Οι ομοιότητες συνίστανται στα επακόλουθα μέτρα λιτότητας, στις περικοπές των επιδομάτων ανεργίας και των πραγματικών μισθών, σε περικοπές πρόνοιας, στην άνοδο των δεξιών λαικιστών, στη καθοδήγηση των συναισθημάτων του θυμού, της πικρίας και του φόβο για το μέλλον εναντίον «αποδιοπομπαίων τράγων» και στην αύξηση του εθνικισμού. Οι διαφορές είναι ότι ο ρυθμός της κρίσης και η έκταση της κρίσης είναι πολύ χαμηλότεροι σήμερα απ 'ότι ήταν τότε.
Σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο, οι (οικονομικές και πολιτικές) ελίτ και οι υποστηρικτές τους στα ΜΜΕ θα συνειδητοποιήσουν, ότι ο νεοφιλελευθερισμός παρά το γεγονός ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν χρήσιμος για τα ενδιαφέροντά τους, προετοιμάζει το έδαφος για ένα πιο ριζοσπαστικό εθνικισμό και τον λαϊκισμό, ή ακόμα και για ένα "Απαλό φασισμό". Αυτός ο αναχρονισμός θα διαταράξει σημαντικά την παγκοσμιοποιημένη επιχειρηματική δραστηριότητα.
Έτσι, υπάρχει μια πιθανότητα ότι η - καλά μελετημένη - ιδιοτέλεια των ελίτ ανοίγει το δρόμο για μια αποχώρηση από την «οικονομική αλχημεία», και για μια - αρκετή - ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και του κράτους πρόνοιας, αν μη τι άλλο ως βάση για στενότερη ολοκλήρωση της Ευρώπης. Διότι ο κίνδυνος μιας "απειλητικής" αύξησης της δύναμης των συνδικάτων ή των αριστερών κομμάτων - όπως στη δεκαετία του 1960 - δεν υπάρχει.
Είτε λοιπόν επιστρέψουμε στο σενάριο μιας «δεξιάς λαϊκίστικης επανεθνικοποίησης της Ευρώπης» ή στην επιστροφή στις δυνάμεις του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου: Ο νεοφιλελευθερισμός σε δύο περιπτώσεις θα έχει τελειώσει - τουλάχιστον για μερικές δεκαετίες.
*)Ο Stephan Schulmeister είναι Αυστριακός οικονομολόγος. Από το 1972 έως το 2012 διεξήγαγε έρευνα στο WIFO στη Βιέννη. Στο βιβλίο του 2018 «Ο δρόμος προς την ευημερία», χρησιμοποιεί το παράδειγμα της μεταπολεμικής περιόδου για να αναλύσει την ευημερία και την κρίση ως ακολουθία πραγματικών και οικονομικών καπιταλιστικών «παιχνιδιών» και δείχνει ότι αυτό το μοντέλο μπορεί και εξηγεί επίσης χρονικά νωρίτερους «μακρύς κύκλους» στη καπιταλιστική ανάπτυξη.