Άλλοτε, «τα θέλαμε όλα … τώρα τι έχουμε[1]?» Μικρούς πολέμους παντού!
Διάβασμα σε 3,5 ‘ THS 23072018
Περιεχόμενα(*)
1. Η ηλιθιότητα θριαμβεύει!
2. Παίξε σωστά το ρόλο σου!
3. Ξεπέρασε τις αρχές σου!
Μια τέτοια οργάνωση φαντασίας των μελών μιας τέτοιας κοινωνίας οδηγεί και με έκπληξη στην επόμενη ερώτηση, γιατί πλέον οι γυναίκες συγκεκριμένα προνόμια που είχαν, ξαφνικά τα βλέπουν σαν μειονέκτημα και πολλές φορές από μια σεξιστική οπτική γωνία, και γιατί η ευτυχία του άλλου ξαφνικά μας φαίνεται σαν κλοπή, αρπαγή από τη δικιά μας.
Εάν αυτή η μετανεωτερική ικανότητα ξεκινάει από τις εξελικτικές εστίες μιας κοινωνίας – ναι και από τους κύκλους των διανοουμένων και αυτοπροσδιοριζόμενων αριστερών- τότε τι μπορούμε να πούμε για το υπόλοιπο κομμάτι της?
Κατά τα τέλη του 1990 σε πολλές κοινωνίες στο Δυτικό κόσμο προσπαθούσαν να διαχειριστούν ταυτοποιημένες ιδιαιτερότητές ανθρώπων δίκαια και με ισότητα. Τότε άρχισε να ανθεί και η οικονομίστικη λογική των πανεπιστημίων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ότι όλοι έπρεπε να δώσουν αναφορά για το τι κάνουν, πως και με ποιους το κάνουν και συνήθως ήταν ίδιες ομάδες «ειδών» ατόμων, οι οποίες και ωφελούνται είτε από τέτοιους ελεγκτικούς μηχανισμούς καταμέτρησης είτε μηχανισμούς ελέγχου ίσης μεταχείρισης φύλλων etc.
Είναι φανερό, αν μπορεί και θέλει να το παρατηρήσει κάποιος, ότι από τους αγώνες στη διάρκεια ιδιαίτερα των τελευταίων δεκαετιών για μια σοφότερη-καλύτερη αξιοπρέπεια, ποτέ μα ποτέ δεν ωφελούνταν ολόκληρη η ταυτοποιημένη κοινωνική ομάδα, αλλά συνήθως μόνο αυτοί που μιλούσαν στο όνομα της (συχνά δε, χωρίς να ανήκουν στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα).[2] Τι είναι αυτό? Πίεση προς αναγνώριση? Τι άλλο? Αλλά και εν πάση περιπτώσει και όλη η κοινωνική ομάδα αυτή να αναγνωριζόταν σαν ιδιαίτερη με τα εξειδικευμένα προβλήματά της, δεν βλέπουμε και τι θετικό έχει αυτό το πράγμα σήμερα. Γιατί λοιπόν ξαφνικά αγωνιζόντουσαν οι άνθρωποι για την αναγνώριση και όχι για την ισότητα π.χ.?
Και δεν είναι αυτό που θα πουν όλοι? «Μα πρώτα δεν έρχεται η αναγνώριση και μετά η ισότητα?» [3] Παραδόξως και ο Nietzsche απέναντι στον Hegel το είχε πει: «Η αναγνώριση είναι μόνο για τους σκλάβους».[4],[5]
Η ηλιθιότητα θριαμβεύει[6]
Ποια είναι η επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία χρόνια, τις τελευταίες 3 δεκαετίες? Η ικανότητα που έδειξε να φέρει μεγάλα μέρη του πληθυσμού να ασχοληθούν με το ερώτημα σχετικά με την ταυτότητα τους και μόνο.
Όσο καιρό συλλογίζονται για το «τί θέλουν οι ίδιοι να είναι» δεν φτάνουν στο σημείο να αναρωτηθούν «τι θέλουν να έχουν». Και φυσικά αυτό είναι απολύτως χρήσιμο για το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο και την διεθνή πολιτική προοπτική. Γιατί με αυτό το τρόπο αφαιρούν πράγματα από τους ανθρώπους, που στο μέλλον «δεν θα μπορέσουν να θέλουν να έχουν», όπως π.χ. δημοκρατική συναπόφαση , πρόσβαση στην εργασία και εισοδήματα, εκπαίδευση και παιδεία, υποδομές, κοινωνική ασφάλεια, κοινωνική φροντίδα ή ακόμα π.χ. αξιοπρέπεια, κομψότητα ευτυχία.
Αυτή η τρέλα, το πάθος του νεοφιλελευθερισμού που έχει γίνει ιδεολογία του[7], για απόκτηση μια συγκεκριμένης ταυτότητας κάθε κοινωνικής ομάδας δεν υπηρετεί μόνο στο να αποσπάσει την προσοχή από κάποια σημαντικά θέματα της καθημερινότητας όπως δικαιοσύνη ισότητα κλπ. Χαρακτηριστικό του είναι και η καταστροφή ή είναι ένα μέρος της καταστροφής και της ιδιοποίησης του δημόσιου χώρου. Σήμερα πλέον το ερώτημα για την ταυτότητα κάποιου εμφανίζεται εκεί που παλαιότερα υπήρχε η διάκριση μεταξύ δημόσιου ρόλου και ιδιώτη ατόμου, μεταξύ δημόσιου χώρου και ιδιωτικού χώρου.
Η ηλιθιότητα θριαμβεύει[6]
Ποια είναι η επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία χρόνια, τις τελευταίες 3 δεκαετίες? Η ικανότητα που έδειξε να φέρει μεγάλα μέρη του πληθυσμού να ασχοληθούν με το ερώτημα σχετικά με την ταυτότητα τους και μόνο.
Όσο καιρό συλλογίζονται για το «τί θέλουν οι ίδιοι να είναι» δεν φτάνουν στο σημείο να αναρωτηθούν «τι θέλουν να έχουν». Και φυσικά αυτό είναι απολύτως χρήσιμο για το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο και την διεθνή πολιτική προοπτική. Γιατί με αυτό το τρόπο αφαιρούν πράγματα από τους ανθρώπους, που στο μέλλον «δεν θα μπορέσουν να θέλουν να έχουν», όπως π.χ. δημοκρατική συναπόφαση , πρόσβαση στην εργασία και εισοδήματα, εκπαίδευση και παιδεία, υποδομές, κοινωνική ασφάλεια, κοινωνική φροντίδα ή ακόμα π.χ. αξιοπρέπεια, κομψότητα ευτυχία.
Αυτή η τρέλα, το πάθος του νεοφιλελευθερισμού που έχει γίνει ιδεολογία του[7], για απόκτηση μια συγκεκριμένης ταυτότητας κάθε κοινωνικής ομάδας δεν υπηρετεί μόνο στο να αποσπάσει την προσοχή από κάποια σημαντικά θέματα της καθημερινότητας όπως δικαιοσύνη ισότητα κλπ. Χαρακτηριστικό του είναι και η καταστροφή ή είναι ένα μέρος της καταστροφής και της ιδιοποίησης του δημόσιου χώρου. Σήμερα πλέον το ερώτημα για την ταυτότητα κάποιου εμφανίζεται εκεί που παλαιότερα υπήρχε η διάκριση μεταξύ δημόσιου ρόλου και ιδιώτη ατόμου, μεταξύ δημόσιου χώρου και ιδιωτικού χώρου.
Πολύ σημαντικό. Ο Ricard Sennet[8] κατέδειξε, ότι ο δημόσιος χώρος, στη μορφή που υπήρχε στη δυτική κοινωνία από την Αναγέννηση, ήταν ένας θεατρικός/δραματικός χώρος: στο χώρο αυτό είχε ο καθένας να παίξει ένα ρόλο, και αυτό το παιγνίδι είχε μια συγκεκριμένη λειτουργική ιδιότητα, να αποφεύγεται στους άλλους να συναντώνται με άτομα ιδιώτες. Αυτή ήταν η χαρακτηριστική αρετή του δημόσιου χώρου, η διακριτικότητα: «Διακριτικότητα σημαίνει, να συμπεριφέρεσαι στους άλλους, σαν να είναι οι άλλοι ξένοι, και μέσω της απόστασης να προσπαθείς να ξεκινήσεις μια κοινωνική σχέση».[9]
Στη μετανεωτερική ιδεολογία η λεγόμενη „επιτελεστική στροφή“[10] συνίστανται στο ότι, -όπως στην οικογένεια των ηθοποιών γενικώτερα- καθαιρείται ο διαχωρισμός μεταξύ προσώπου και ρόλου. Εδώ θέλει το κάθε ένα άτομο να παίξει τον εαυτό του. Και κάθε άτομο αισθάνεται ελεύθερο όταν μπορεί να είναι τελείως ο εαυτός του. Συγκεκριμένα: «όλοι ενθαρρύνονται να παίξουν τον εαυτό τους και μόνο.» Ο Sennet χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ιδιότητα από την ψυχαναλυτική πλευρά «Ναρκισσισμό». Το παράδειγμα της ιδιωτικής τηλεόρασης το δείχνει άλλωστε: Σήμερα πλέον μπορεί ο καθένας να μπει στη τηλεόραση, οι γυμνοί , οι άσχετοι, οι ασήμαντοι, οι μεθυσμένοι etc.. Το κυριότερο όμως είναι ότι η τιμή που πληρώνουν είναι ότι βγάζουν κάθε παραξενιά τους στο φακό, για αυτό και λένε πολλοί σήμερα «έβγαλε τα άπλυτα του στα κοινωνικά μέσα» και έτσι αισθάνεται δυνατός γιατί έκανε αυτό που νομίζει ότι ήθελε να κάνει και από διπλά όλοι οι γνωστοί, χειροκροτούν και λένε bravo κορίτσι μου bravo αγόρι μου ξαλάφρωσες. Εδώ πλέον η σημασία του δημόσιου ρόλου και ιδιώτη ατόμου συμπίπτει.[11]
Αυτός ο περιορισμός και η ομογενοποίηση[12] του άλλου σε έναν απλό Ιδιώτη είναι αυτό που έχει παρεξηγηθεί στον μεταμοντερνισμό σαν «Tolerance“ -σαν ανεκτικότητα. Σύμφωνα με τον Pfaller, αυτό εξυπηρετεί την άρνηση της λειτουργίας του «δημόσιου», των παραστάσεων και των θεατρικών συμπεριφορών, στο βωμό να επιτευχθεί μια κατάσταση της απόλυτης αυτοπροσήλωσης. Η εμφάνιση του υποκειμένου εννοείται εδώ ως καταναγκασμός, σύμφωνα με την πηγή του Pfaller: ο Althusser ήδη κατανοούσε την επερώτηση όσο αφορά, την επίκληση των ατόμων ως υποκειμένων ως θεμελιώδη ιδεολογική λειτουργία. [13]
Και εδώ συγκλίνει κατά παράδοξο σύμφωνα με τα καθημερινά μας, αλλά φιλοσοφικά ορθό τρόπο ο ρατσισμός με τον νεοφιλελεύθερο ναρκισσισμό.
Στη μετανεωτερική ιδεολογία η λεγόμενη „επιτελεστική στροφή“[10] συνίστανται στο ότι, -όπως στην οικογένεια των ηθοποιών γενικώτερα- καθαιρείται ο διαχωρισμός μεταξύ προσώπου και ρόλου. Εδώ θέλει το κάθε ένα άτομο να παίξει τον εαυτό του. Και κάθε άτομο αισθάνεται ελεύθερο όταν μπορεί να είναι τελείως ο εαυτός του. Συγκεκριμένα: «όλοι ενθαρρύνονται να παίξουν τον εαυτό τους και μόνο.» Ο Sennet χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ιδιότητα από την ψυχαναλυτική πλευρά «Ναρκισσισμό». Το παράδειγμα της ιδιωτικής τηλεόρασης το δείχνει άλλωστε: Σήμερα πλέον μπορεί ο καθένας να μπει στη τηλεόραση, οι γυμνοί , οι άσχετοι, οι ασήμαντοι, οι μεθυσμένοι etc.. Το κυριότερο όμως είναι ότι η τιμή που πληρώνουν είναι ότι βγάζουν κάθε παραξενιά τους στο φακό, για αυτό και λένε πολλοί σήμερα «έβγαλε τα άπλυτα του στα κοινωνικά μέσα» και έτσι αισθάνεται δυνατός γιατί έκανε αυτό που νομίζει ότι ήθελε να κάνει και από διπλά όλοι οι γνωστοί, χειροκροτούν και λένε bravo κορίτσι μου bravo αγόρι μου ξαλάφρωσες. Εδώ πλέον η σημασία του δημόσιου ρόλου και ιδιώτη ατόμου συμπίπτει.[11]
Αυτός ο περιορισμός και η ομογενοποίηση[12] του άλλου σε έναν απλό Ιδιώτη είναι αυτό που έχει παρεξηγηθεί στον μεταμοντερνισμό σαν «Tolerance“ -σαν ανεκτικότητα. Σύμφωνα με τον Pfaller, αυτό εξυπηρετεί την άρνηση της λειτουργίας του «δημόσιου», των παραστάσεων και των θεατρικών συμπεριφορών, στο βωμό να επιτευχθεί μια κατάσταση της απόλυτης αυτοπροσήλωσης. Η εμφάνιση του υποκειμένου εννοείται εδώ ως καταναγκασμός, σύμφωνα με την πηγή του Pfaller: ο Althusser ήδη κατανοούσε την επερώτηση όσο αφορά, την επίκληση των ατόμων ως υποκειμένων ως θεμελιώδη ιδεολογική λειτουργία. [13]
Και εδώ συγκλίνει κατά παράδοξο σύμφωνα με τα καθημερινά μας, αλλά φιλοσοφικά ορθό τρόπο ο ρατσισμός με τον νεοφιλελεύθερο ναρκισσισμό.
Ο μεταμοντερνιστικός ρατσισμός συνίστανται στο να περιορίζει τους άλλους στη γυμνή τους ταυτότητα και επομένως να μη περιμένει απολύτως τίποτα από το άτομο, να το ομογενοποιεί σε «Ιδιώτη», σε ένα πολιτισμικά ξένο Κοζάκο, σε ένα ατελείωτο ηλίθιο Rupper, ή σε ένα πορνογραφικό λούμπεν, σε ένα θρησκευτικά, εθνικά και σεξουαλικά ευαίσθητο άτομο, όπως και σε ένα «Micro aggressiv“ πληγωμένο άτομο etc.
Τελικά στη μετανεωτερική εποχή, η ανεκτικότητα φτάνει στο σημείο να δίνει το απεριόριστο δικαίωμα στον κάθε ένα να είναι ένας τέλειος «Ιδιώτης»(Idiot). Εδώ θα αντισταθούμε και θα προσεγγίσουμε κάπως διαφορετικά αυτό που είχε πει η Hanna Arendt «κανένας δεν έχει το δικαίωμα να υπακούει». «Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να είναι ένας τελείως ηλίθιος»
«Παίξε σωστά το ρόλο σου»
Κάποια στιγμή είχαμε γράψει στο Ο μεταμοντερνισμός της ψευτοαριστεράς και σε τι αποσκοπεί με τη βοήθεια του νεοφιλελευθερισμού :
«Έχουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μέσα σε μια παράσταση τραγωδίας, τουλάχιστον όσο αφορά τη χώρα στην οποία ζούμε, ένα κομμάτι Ελληνικού δράματος. Όμως δεν γνωρίζουμε εάν είμαστε οι ηθοποιοί ή οι επισκέπτες της παράστασης. Όμως πάλι, η παράσταση διαρκεί πολύ γιατί πάμε και ξαναπάμε και ξαναπάμε στο ίδιο «έργον», χρόνια τώρα. Δεν μπορεί να είμαστε μόνο επισκέπτες.»
Έτσι λοιπόν, η λογική σε μια στιγμή να είμαστε κάτι άλλο από ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε, απαιτεί και σημαίνει ότι παίζουμε ένα ρόλο[14]. Το πρώτο που απαιτεί ένα τέτοιο παιγνίδι είναι ότι πρέπει να προσπαθεί κάποιος να παίζει καλά. Όποιος δεν βοηθάει να πραγματοποιηθεί στο δια ταύτα όραμα του παιγνιδιού - του οποίου δηλαδή η πρόληψη λέει ότι το σημαντικότερο από όλα είναι ότι πρέπει να κερδηθεί το παιγνίδι- τότε κάνει αυτός χαλάστρα στο όλο ζήτημα. Συνεπάγεται ότι σε κάθε παιγνίδι προετοιμάζεται ο κάθε παίκτης και πρέπει να είναι μπαζμένος στις απαιτήσεις του παιγνιδιού.
Ένας ρόλος ανθρώπινου φύλου π.χ. ανδρός ή γυναικός δεν φτάνει να καθοριστεί μόνο από ευνοϊκές βιολογικές προϋποθέσεις ή από μια λεπτομερή κατασκευή σώματος. Θα πρέπει μάλλον να χειρίζεται και με πολύ τέχνη το ρόλο του στο παιγνίδι. Αυτό το πράγμα ο μεταμοντερνιστικός ναρκισσισμός το θεωρεί σαν ετερονομία και σαν μη αναγκαίο και πριν να εξασκηθεί κάποιος σε ένα δύσκολο ρόλο, φτιάχνει καλύτερα ένα νέο. Αντί να παίξουν λοιπόν το ρόλο καλά ξεκινούν ένα άλλο ρόλο. Αυτός είναι και ένας λόγος που πολλοί από τους μεταμοντερνιστικούς ναρκισσιστές συνεχώς και καταναγκαστικά πλέον ασχολούνται με την ανακατασκευή και αναδημιουργία των ρόλων τους και γι’ αυτό δεν φτάνουν και ποτέ στην αντικειμενική φιλήδονο ευτυχία τους. Και είναι αυτό που είχε αναφέρει και ο Freud: «"Έρχεται πάντα σε μια αίσθηση θριάμβου όταν κάτι μέσα μου στο εγώ συμπίπτει με το ιδεώδες στο εγώ μου".
Εάν όμως το ιδεώδες του λόγω της γι’ αυτό αρρωστημένης απόστασης απέναντι στο εγώ του απωθείται, τότε δημιουργεί ένα τυραννικό Υπέρ-Εγώ, έναν κακόβουλο θρίαμβο. Αυτό το επιβεβαιώνει και ο Sennet που λέει, ότι ο Ναρκισσισμός κατέχει μια διπλή ιδιότητα: α) ενισχύει σχεδόν ένα διαλογισμό για τις ανάγκες του εαυτού μας και β) συγχρόνως μπλοκάρει την εκπλήρωση τους.[15] Αυτός είναι και ο λόγος γιατί τελικά δεν καταφέρνουν να εκπροσωπήσουν καμία αυθεντική- ξεχωριστή ταυτότητα. Τέτοιες ειδυλλιακές ολοκληρωμένες και χαρακτηριστικές ταυτότητες υπάρχουν μόνο φαινομενικά και μάλιστα όσο - μέσω καταπίεσης και περιθωριοποίησης – εμποδίζεται να υλοποιηθούν. Τότε μεταμορφώνεται ό άλλος σε «κλέφτη της απόλαυσης»[16].
Ο ναρκισσιστής δεν αντέχει τα υλικά πράγματα, τους νόμους και τις κανονικότητες. Για αυτό το λόγο ταιριάζουν περιεχόμενα στου ναρκισσιστές που δεν έχουν θετικό αντίκτυπο ή που υπαγορεύουν-απαιτούν θετικούς κανόνες και προϋποθέσεις των ικανοτήτων. Θα αναφέρουμε μόνο τη λέξη talk show, πρωινάδικα etc. Εκεί αμέσως εξομολογούνται για τους εαυτούς τους και αφήνουν να κοιτάξουν οι τηλεθεατές μέσα σε ότι έχει σχέση με την αδιευκρίνιστη σεξουαλική τους προτίμηση, την μετροσεξουαλικότητά[17] τους, στο «Low Desire» σύνδρομό τους ή στην μετασεξουαλικότητά[18] τους.
«Ξεπέρασε τις αρχές σου!»
Τα προηγούμενα ήταν η μια διάσταση του παιγνιδιού. Η δεύτερη διάσταση του παιγνιδιού, που θεωρείται ανεπίτρεπτο και αφόρητο στην μεταμοντερνίστικη ιδεολογία συνιστάται, στο ότι το παιγνίδι του δημόσιου ρόλου συνδέεται πάντα με μια συγκεκριμένη προϋπόθεση. Σε παροτρύνει μέχρι και σε πιέζει να υπερβείς τα όρια της προσωπικής σου ηθικής και ντροπής. Από τη μία έχουμε τα άτομα της leger (χύμα) Μετα-68 γενιάς, που είχαν διαπαιδαγωγηθεί αντί-αυταρχικά, ήταν απελευθερωμένοι σεξουαλικά , και που ναι μεν μιλούν στο ενικό ο ένας στον άλλο και χωρίς απόσταση, στη ντίσκο όμως χορεύουν σχεδόν πάντα μόνοι τους στη πίστα
Τελικά στη μετανεωτερική εποχή, η ανεκτικότητα φτάνει στο σημείο να δίνει το απεριόριστο δικαίωμα στον κάθε ένα να είναι ένας τέλειος «Ιδιώτης»(Idiot). Εδώ θα αντισταθούμε και θα προσεγγίσουμε κάπως διαφορετικά αυτό που είχε πει η Hanna Arendt «κανένας δεν έχει το δικαίωμα να υπακούει». «Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να είναι ένας τελείως ηλίθιος»
«Παίξε σωστά το ρόλο σου»
Κάποια στιγμή είχαμε γράψει στο Ο μεταμοντερνισμός της ψευτοαριστεράς και σε τι αποσκοπεί με τη βοήθεια του νεοφιλελευθερισμού :
«Έχουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μέσα σε μια παράσταση τραγωδίας, τουλάχιστον όσο αφορά τη χώρα στην οποία ζούμε, ένα κομμάτι Ελληνικού δράματος. Όμως δεν γνωρίζουμε εάν είμαστε οι ηθοποιοί ή οι επισκέπτες της παράστασης. Όμως πάλι, η παράσταση διαρκεί πολύ γιατί πάμε και ξαναπάμε και ξαναπάμε στο ίδιο «έργον», χρόνια τώρα. Δεν μπορεί να είμαστε μόνο επισκέπτες.»
Έτσι λοιπόν, η λογική σε μια στιγμή να είμαστε κάτι άλλο από ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε, απαιτεί και σημαίνει ότι παίζουμε ένα ρόλο[14]. Το πρώτο που απαιτεί ένα τέτοιο παιγνίδι είναι ότι πρέπει να προσπαθεί κάποιος να παίζει καλά. Όποιος δεν βοηθάει να πραγματοποιηθεί στο δια ταύτα όραμα του παιγνιδιού - του οποίου δηλαδή η πρόληψη λέει ότι το σημαντικότερο από όλα είναι ότι πρέπει να κερδηθεί το παιγνίδι- τότε κάνει αυτός χαλάστρα στο όλο ζήτημα. Συνεπάγεται ότι σε κάθε παιγνίδι προετοιμάζεται ο κάθε παίκτης και πρέπει να είναι μπαζμένος στις απαιτήσεις του παιγνιδιού.
Ένας ρόλος ανθρώπινου φύλου π.χ. ανδρός ή γυναικός δεν φτάνει να καθοριστεί μόνο από ευνοϊκές βιολογικές προϋποθέσεις ή από μια λεπτομερή κατασκευή σώματος. Θα πρέπει μάλλον να χειρίζεται και με πολύ τέχνη το ρόλο του στο παιγνίδι. Αυτό το πράγμα ο μεταμοντερνιστικός ναρκισσισμός το θεωρεί σαν ετερονομία και σαν μη αναγκαίο και πριν να εξασκηθεί κάποιος σε ένα δύσκολο ρόλο, φτιάχνει καλύτερα ένα νέο. Αντί να παίξουν λοιπόν το ρόλο καλά ξεκινούν ένα άλλο ρόλο. Αυτός είναι και ένας λόγος που πολλοί από τους μεταμοντερνιστικούς ναρκισσιστές συνεχώς και καταναγκαστικά πλέον ασχολούνται με την ανακατασκευή και αναδημιουργία των ρόλων τους και γι’ αυτό δεν φτάνουν και ποτέ στην αντικειμενική φιλήδονο ευτυχία τους. Και είναι αυτό που είχε αναφέρει και ο Freud: «"Έρχεται πάντα σε μια αίσθηση θριάμβου όταν κάτι μέσα μου στο εγώ συμπίπτει με το ιδεώδες στο εγώ μου".
Εάν όμως το ιδεώδες του λόγω της γι’ αυτό αρρωστημένης απόστασης απέναντι στο εγώ του απωθείται, τότε δημιουργεί ένα τυραννικό Υπέρ-Εγώ, έναν κακόβουλο θρίαμβο. Αυτό το επιβεβαιώνει και ο Sennet που λέει, ότι ο Ναρκισσισμός κατέχει μια διπλή ιδιότητα: α) ενισχύει σχεδόν ένα διαλογισμό για τις ανάγκες του εαυτού μας και β) συγχρόνως μπλοκάρει την εκπλήρωση τους.[15] Αυτός είναι και ο λόγος γιατί τελικά δεν καταφέρνουν να εκπροσωπήσουν καμία αυθεντική- ξεχωριστή ταυτότητα. Τέτοιες ειδυλλιακές ολοκληρωμένες και χαρακτηριστικές ταυτότητες υπάρχουν μόνο φαινομενικά και μάλιστα όσο - μέσω καταπίεσης και περιθωριοποίησης – εμποδίζεται να υλοποιηθούν. Τότε μεταμορφώνεται ό άλλος σε «κλέφτη της απόλαυσης»[16].
Ο ναρκισσιστής δεν αντέχει τα υλικά πράγματα, τους νόμους και τις κανονικότητες. Για αυτό το λόγο ταιριάζουν περιεχόμενα στου ναρκισσιστές που δεν έχουν θετικό αντίκτυπο ή που υπαγορεύουν-απαιτούν θετικούς κανόνες και προϋποθέσεις των ικανοτήτων. Θα αναφέρουμε μόνο τη λέξη talk show, πρωινάδικα etc. Εκεί αμέσως εξομολογούνται για τους εαυτούς τους και αφήνουν να κοιτάξουν οι τηλεθεατές μέσα σε ότι έχει σχέση με την αδιευκρίνιστη σεξουαλική τους προτίμηση, την μετροσεξουαλικότητά[17] τους, στο «Low Desire» σύνδρομό τους ή στην μετασεξουαλικότητά[18] τους.
«Ξεπέρασε τις αρχές σου!»
Τα προηγούμενα ήταν η μια διάσταση του παιγνιδιού. Η δεύτερη διάσταση του παιγνιδιού, που θεωρείται ανεπίτρεπτο και αφόρητο στην μεταμοντερνίστικη ιδεολογία συνιστάται, στο ότι το παιγνίδι του δημόσιου ρόλου συνδέεται πάντα με μια συγκεκριμένη προϋπόθεση. Σε παροτρύνει μέχρι και σε πιέζει να υπερβείς τα όρια της προσωπικής σου ηθικής και ντροπής. Από τη μία έχουμε τα άτομα της leger (χύμα) Μετα-68 γενιάς, που είχαν διαπαιδαγωγηθεί αντί-αυταρχικά, ήταν απελευθερωμένοι σεξουαλικά , και που ναι μεν μιλούν στο ενικό ο ένας στον άλλο και χωρίς απόσταση, στη ντίσκο όμως χορεύουν σχεδόν πάντα μόνοι τους στη πίστα
(είτε είναι γυναίκες είτε άνδρες), ενώ κάποιοι άλλοι ιδιαίτερα δεμένοι με κανόνες ευγένειας και ίσως και συντηρητικοί μπορούν -ίσως και γι’ αυτό το λόγο- παίρνοντας μια ξένη γυναίκα(συνήθως) αγκαλιά να χορέψουν σε ένα δημόσιο πάρτυ μαζί.
Οι κανόνες του πολιτισμού δεν πρέπει και δεν είναι οι απαγορεύσεις. Όχι μόνο δεν απαγορεύουν τίποτα στα άτομα, αλλά τους προσφέρουν αυτό που τα ίδια τα άτομα από μόνα τους δεν θα επέτρεπαν στον εαυτό τους. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τη προσφορά που μας δίδει ο κάθε πολιτισμός, σαν προϋπόθεση διευκόλυνσης προς την απόλαυση και δυνατότητες απόλαυσης, «γιατί οι ίδιοι έχουμε τις αναστολές»[19],[20].
Οι κανόνες του πολιτισμού δεν πρέπει και δεν είναι οι απαγορεύσεις. Όχι μόνο δεν απαγορεύουν τίποτα στα άτομα, αλλά τους προσφέρουν αυτό που τα ίδια τα άτομα από μόνα τους δεν θα επέτρεπαν στον εαυτό τους. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τη προσφορά που μας δίδει ο κάθε πολιτισμός, σαν προϋπόθεση διευκόλυνσης προς την απόλαυση και δυνατότητες απόλαυσης, «γιατί οι ίδιοι έχουμε τις αναστολές»[19],[20].
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ σστο ΜΕΡΟΣ VI
1. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει σκηνοθετήσει τον κόσμο σαν μια σαπουνόπερα.
2. Το νεοφιλελεύθερο σύστημα αυτοσκηνοθετείται σαν ένα τέτοιο για το οποίο δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις.
3. Κατάργηση του δημόσιου χώρου μέσω του νεοφιλευθερισμού.
Τελικά καταλήξαμε σε κάτι που αφορά εμάς και όχι το νεοφιλελευθερισμό .‘τα είχαμε όλα και τώρα τι έχουμε’.
[2] Κορα, Στέφαν., Ema in den Wechseljahren. Ein vorläufiger Abgesang auf die Frauenbewegung. In: Wir wollen alles… was haben wir nun? Eine Zwischenbilanz der Frauenbewegung, hg. V. Ursula Nuber, Zürich:Kreuz Verlag:24-32. Εδώ σ. 26.
[3] Ρ. Πφάλερ , 2018 σ. 160
[4] Žižek, Slavoj., Gewalt.- Sechs abseitige Reflexionen, Hamburg. Laika, S.127.
[5] Φραζερ, Νανσι., Honneth, Axel., Umverteilung oder Annerkennung? Eine politisch-philosophische Kontroverse, Frankfurt am Main: Suhrkamp, 2003.
[6] Σεννετ, Ριχαρντ., Verfall und Ende des öffentlichen Lebens. Die Tyrannei der Intimität. (1974) 12 Aufl. FaM Fischer 2001.
[7] Ρ.Πφάλερ, (2018) σ. 172
[8] Σέννετ, Ριχαρντ., Verfall und Ende des öffentlichen Lebens. Die Tyrannei der Intimität. (1974) 12 Aufl. FaM Fischer 2001. σ. 336
[9] Σέννετ, Ριχαρντ., Verfall und Ende des öffentlichen Lebens. Die Tyrannei der Intimität. (1974) 12 Aufl. FaM Fischer 2001. σ. 336
[10]„Performative turn“ MARTSCHUKAT, JÜRGEN. PATZOLD, STEFFEN., Hsg. GESCHICHTSWISSENSCHAFT UND »PERFORMATIVE TURN« Ritual, Inszenierung und Performanz vom Mittelalter bis zur Neuzeit, 2003
[11] Όπως και η διάκριση στο όρο που προέρχεται από τη Γαλλική Επανάσταση bourgeois και citoyen. Αστός και πολίτης. Δηλαδή(idiot) Ιδιώτης στην Αρχαία Ελληνική, δηλαδή αυτός που ασχολείται μόνο με τα δικά του πράγματα.
[12] Πρόκειται για την «τάση των μεταμοντέρνων κοινωνιών να ομαδοποιούν τα άτομα τους σε ομοιογενείς ταυτoποιημένες ομάδες [...] ομοφρόνων στοιχείων ». Robert Pfaller: Ästhetik der Interpassivität. Hamburg 2008. S. 295.
[13] Essay Jakob Heller, ANTIZIPATIONEN DER ABWESENHEIT.EINE GENERATIONENSKIZZE MEHR. Elephant, Heft 3, Dezember 2009 Herausgeber: Simone Schröder & Andreas Martin Widmann Layout: Simone Schröder Redaktion: Boppstr. 2, 55118 Mainz E-Mail: elephant-magazin@web.de www.elephant.blogger.de
[14] Βλέπε στη συνέχεια Πφάλερ (2018) σ. 174-176
[15] Σεννετ, Ριχαρντ., Verfall und Ende des öffentlichen Lebens. Die Tyrannei der Intimität. (1974) 12 Aufl. FaM Fischer 2001, σ. 22
[16] Σεννετ, Ριχαρντ., Verfall und Ende des öffentlichen Lebens. Die Tyrannei der Intimität. (1974) 12 Aufl. FaM Fischer 2001, σ. 22
[17] Ο όρος μετροσεξουαλικότητα, ο οποίος αποτελείται από "μητροπολιτικός" και "ετερόφυλος", υποδηλώνει μόνο ένα σεξουαλικό προσανατολισμό και όχι σεξουαλική προτίμηση, αλλά και ένα υπερβολικό τρόπο ζωής ετερόφυλων ανδρών που δεν δίνουν αξία στην κατηγοριοποίηση να θεωρούνται ένα ιδιαίτερο αρσενικό μοντέλο. Ο όρος metrosexual (engl.) Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1994 από τον βρετανό δημοσιογράφο Mark Simpson.
[18] Ο μετασεξουαλικός άνθρωπος δεν είναι συλλέκτης της πρόκλησης του γυμνού, είτε της επιθυμίας της αποακεραιοποίησης μέσα στην οργιαστικότητα, είτε της επιθυμίας για μια οργανική σχέση – αυτά είναι χαρακτηριστικά της προσεξουαλικότητας. Η μετασεξουαλικότητα αποτελεί ένα οριστικό τέρμα κάθε τάσης για ανάμνηση προσεξουαλικής πρόκλησης. Στη μετασεξουαλικότητα η επιθυμία έχει τερματιστεί, γιατί υπάρχει μια βίωση εντατικής μακαριότητας, υπέρβασης της μηχανικότητας της συνείδησης, όχι σαν νωθρότητα και χαλάρωση, που και πάλι ανάγεται σε προηγούμενες καταστάσεις.
[19] Freud. S., Drei Abhnadlungen zur Sexualltheorie, In:Ders. Studienasugbae Bd. V, FaM, Fischer 1989, s,37-146, εδώ σ. 78
[20] Πόσες φορές δεν έχουμε πει πολλοί από μας “θα ήθελα να κάνω και αυτό που δεν μπορώ να το κάνω εδώ.” Ερχόμενος από μια άλλη χώρα, το πρώτο που νοστάλγησα ήταν η ανωνυμία που υπήρχε εκεί και δεν κοίταζαν πως θα συμπεριφερθώ σαν άτομο με μια συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα όπως θα γινόταν αν έκανα τα ίδια πράγματα στη πόλη που γεννήθηκα ακόμα και σήμερα.
(*) Βλέπε, R. Pfaller, [2018], [2012].
[1] Προσπαθήσαμε να αποφασίσουμε από τρείς τίτλους:1. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει σκηνοθετήσει τον κόσμο σαν μια σαπουνόπερα.
2. Το νεοφιλελεύθερο σύστημα αυτοσκηνοθετείται σαν ένα τέτοιο για το οποίο δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις.
3. Κατάργηση του δημόσιου χώρου μέσω του νεοφιλευθερισμού.
Τελικά καταλήξαμε σε κάτι που αφορά εμάς και όχι το νεοφιλελευθερισμό .‘τα είχαμε όλα και τώρα τι έχουμε’.
[2] Κορα, Στέφαν., Ema in den Wechseljahren. Ein vorläufiger Abgesang auf die Frauenbewegung. In: Wir wollen alles… was haben wir nun? Eine Zwischenbilanz der Frauenbewegung, hg. V. Ursula Nuber, Zürich:Kreuz Verlag:24-32. Εδώ σ. 26.
[3] Ρ. Πφάλερ , 2018 σ. 160
[4] Žižek, Slavoj., Gewalt.- Sechs abseitige Reflexionen, Hamburg. Laika, S.127.
[5] Φραζερ, Νανσι., Honneth, Axel., Umverteilung oder Annerkennung? Eine politisch-philosophische Kontroverse, Frankfurt am Main: Suhrkamp, 2003.
[6] Σεννετ, Ριχαρντ., Verfall und Ende des öffentlichen Lebens. Die Tyrannei der Intimität. (1974) 12 Aufl. FaM Fischer 2001.
[7] Ρ.Πφάλερ, (2018) σ. 172
[8] Σέννετ, Ριχαρντ., Verfall und Ende des öffentlichen Lebens. Die Tyrannei der Intimität. (1974) 12 Aufl. FaM Fischer 2001. σ. 336
[9] Σέννετ, Ριχαρντ., Verfall und Ende des öffentlichen Lebens. Die Tyrannei der Intimität. (1974) 12 Aufl. FaM Fischer 2001. σ. 336
[10]„Performative turn“ MARTSCHUKAT, JÜRGEN. PATZOLD, STEFFEN., Hsg. GESCHICHTSWISSENSCHAFT UND »PERFORMATIVE TURN« Ritual, Inszenierung und Performanz vom Mittelalter bis zur Neuzeit, 2003
[11] Όπως και η διάκριση στο όρο που προέρχεται από τη Γαλλική Επανάσταση bourgeois και citoyen. Αστός και πολίτης. Δηλαδή(idiot) Ιδιώτης στην Αρχαία Ελληνική, δηλαδή αυτός που ασχολείται μόνο με τα δικά του πράγματα.
[12] Πρόκειται για την «τάση των μεταμοντέρνων κοινωνιών να ομαδοποιούν τα άτομα τους σε ομοιογενείς ταυτoποιημένες ομάδες [...] ομοφρόνων στοιχείων ». Robert Pfaller: Ästhetik der Interpassivität. Hamburg 2008. S. 295.
[13] Essay Jakob Heller, ANTIZIPATIONEN DER ABWESENHEIT.EINE GENERATIONENSKIZZE MEHR. Elephant, Heft 3, Dezember 2009 Herausgeber: Simone Schröder & Andreas Martin Widmann Layout: Simone Schröder Redaktion: Boppstr. 2, 55118 Mainz E-Mail: elephant-magazin@web.de www.elephant.blogger.de
[14] Βλέπε στη συνέχεια Πφάλερ (2018) σ. 174-176
[15] Σεννετ, Ριχαρντ., Verfall und Ende des öffentlichen Lebens. Die Tyrannei der Intimität. (1974) 12 Aufl. FaM Fischer 2001, σ. 22
[16] Σεννετ, Ριχαρντ., Verfall und Ende des öffentlichen Lebens. Die Tyrannei der Intimität. (1974) 12 Aufl. FaM Fischer 2001, σ. 22
[17] Ο όρος μετροσεξουαλικότητα, ο οποίος αποτελείται από "μητροπολιτικός" και "ετερόφυλος", υποδηλώνει μόνο ένα σεξουαλικό προσανατολισμό και όχι σεξουαλική προτίμηση, αλλά και ένα υπερβολικό τρόπο ζωής ετερόφυλων ανδρών που δεν δίνουν αξία στην κατηγοριοποίηση να θεωρούνται ένα ιδιαίτερο αρσενικό μοντέλο. Ο όρος metrosexual (engl.) Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1994 από τον βρετανό δημοσιογράφο Mark Simpson.
[18] Ο μετασεξουαλικός άνθρωπος δεν είναι συλλέκτης της πρόκλησης του γυμνού, είτε της επιθυμίας της αποακεραιοποίησης μέσα στην οργιαστικότητα, είτε της επιθυμίας για μια οργανική σχέση – αυτά είναι χαρακτηριστικά της προσεξουαλικότητας. Η μετασεξουαλικότητα αποτελεί ένα οριστικό τέρμα κάθε τάσης για ανάμνηση προσεξουαλικής πρόκλησης. Στη μετασεξουαλικότητα η επιθυμία έχει τερματιστεί, γιατί υπάρχει μια βίωση εντατικής μακαριότητας, υπέρβασης της μηχανικότητας της συνείδησης, όχι σαν νωθρότητα και χαλάρωση, που και πάλι ανάγεται σε προηγούμενες καταστάσεις.
[19] Freud. S., Drei Abhnadlungen zur Sexualltheorie, In:Ders. Studienasugbae Bd. V, FaM, Fischer 1989, s,37-146, εδώ σ. 78
[20] Πόσες φορές δεν έχουμε πει πολλοί από μας “θα ήθελα να κάνω και αυτό που δεν μπορώ να το κάνω εδώ.” Ερχόμενος από μια άλλη χώρα, το πρώτο που νοστάλγησα ήταν η ανωνυμία που υπήρχε εκεί και δεν κοίταζαν πως θα συμπεριφερθώ σαν άτομο με μια συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα όπως θα γινόταν αν έκανα τα ίδια πράγματα στη πόλη που γεννήθηκα ακόμα και σήμερα.