Η μετανεωτερική νεοφιλελεύθερη ψευτοαριστερά.
Άλλωτε «τα θέλαμε όλα … τώρα τι έχουμε?» Πολλούς μικρούς κοινωνικούς πολέμους
Διάβασμα σε 2’ THS 12092018
Περιεχόμενα
· «Αχ εγώ ο καημενούλης, είμαι ό άτυχος »
· Ο Αυτο-εφευρετισμός μας κάπως διαφορετικά
· «Mansplaining»
«Αχ εγώ ο καημενούλης, είμαι (τόσο) άτυχος[1]»
Το βασικό θεμελίωμα του ναρκισσισμού σύμφωνα με τους Grunberger-Dessuant[2] είναι ότι ο αδύναμος φαίνεται να είναι πάντα ο καλός, ο συνήθως συμπαθής. Και πραγματικά, αυτό ακριβώς συμβαίνει και στους κύκλους των προνομιούχων των φτασμένων πλέον δημόσιων υπαλλήλων και μεσοαστών. Προσπαθούν συνέχεια και με ζήλο όπως βρουν μια πτυχή μιας παραμέλησής τους από τους άλλους – δηλαδή ή την κοινωνία ή από ένα μέρος από την κάστα τους- στη καθημερινότητα για να τη θέσουν στο προσκήνιο σαν μάσκα απέναντι σε άλλες πτυχές της καθημερινότητας κάτω από τις οποίες υπό κανονικές συνθήκες θα τους θεωρούσε κάποιος προνομιούχους. Δεν το θέλουν λοιπόν αυτό. H υποτιθέμενη ίδια έκκεντρη ηθική μετατόπιση στα προνομιακό άτομα προσπαθείται ναρκισσιστικά μέσω μίας Αυτό-φαντασίωσης να επαναπροσδιορίζεται συνέχεια σαν το θύμα και να βρίσκεται στο επίκεντρο πάλι.“Αυτοεφευρεθείτε διαφορετικά”
Ο ναρκισσισμός στη θεωρία δεν προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα αλλά το αποφεύγει. Παράδειγμα. Αυτοί που δεν έχουν το συγκεκριμένο πρόβλημα γίνονται η εικόνα της λύσης για αυτούς που έχουν το πρόβλημα,- π.χ. οι ομοφυλόφιλοι για τους ετερόφυλους, οι λεσβίες για τις ετερόφυλες γυναίκες, οι μετασεξουαλικοί για τους σεξουαλικούς, οι αόριστοι για τους συγκεκριμένους, οι εναλλακτικοί για τους δεδομένους κλπ. κλπ..
Παράδειγμα οι ετεροξεσουαλικοί . Π.χ., αντί οι ετεροφυλόφιλοι να μπορούσαν να περάσουν καλά και ευχάριστα κάτω από ελεύθερες σχέσεις, ονειρεύονται τη δημιουργία ταυτότητας φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού και με αυτό το τρόπο δηλώνουν απέναντι σε εκείνους που υποφέρουν από αυτές τις μη ελεύθερες και άδικες σχέσεις: «Όποιος λοιπόν σήμερα δεν μπορεί να αυτοπροσδιορίστεί παρά μόνο σαν λεσβία, ομοφυλόφιλος, trans- ή α-σεξουαλικός είναι δικό του το πρόβλημα.»
Παράδειγμα οι ετεροξεσουαλικοί . Π.χ., αντί οι ετεροφυλόφιλοι να μπορούσαν να περάσουν καλά και ευχάριστα κάτω από ελεύθερες σχέσεις, ονειρεύονται τη δημιουργία ταυτότητας φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού και με αυτό το τρόπο δηλώνουν απέναντι σε εκείνους που υποφέρουν από αυτές τις μη ελεύθερες και άδικες σχέσεις: «Όποιος λοιπόν σήμερα δεν μπορεί να αυτοπροσδιορίστεί παρά μόνο σαν λεσβία, ομοφυλόφιλος, trans- ή α-σεξουαλικός είναι δικό του το πρόβλημα.»
Η θεωρία των φύλλων (gender) παραβλέπει μέσα από την εστίασή της σε σεξουαλικές ταυτότητες και σεξουαλικούς προσανατολισμούς, όπως ακριβώς θέλει και ο νεοφιλευθερισμός, ότι οι σεξουαλικές σχέσεις δεν φέρονται μόνο από μεμονωμένα άτομα. Πολύ περισσότερο αναπόφευκτα διασταυρώνονται στη σεξουαλικότητα και οικονομικοί και νομικοί παράμετροι, που φτάνουν μέχρι τις ολοκληρωμένες οργανωτικές μορφές της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του κράτους, όπως και ο Ενγκελς έγραψε στο «η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους»[Ένγκελς 1973[3]].
"Παραιτούμαστε της λείας για κάτι άλλο"
Μέσα από αυτή τη παραπλανητική εστίαση στη θεωρία των ταυτοτήτων και των φύλλων, αγνοήθηκε το πολιτικό πρόβλημα και αφέθη στους συντηρητικούς αντιπάλους και τους ακροδεξιούς. Πως? Με το να διαφωνούν υπερβολικά μέχρι εσχάτως με μια υποτιθέμενη «έτερο σεξουαλική μήτρα»(sex, gender, desire), πέρασε απαρατήρητο όχι μόνο ότι η κοινωνική ανεκτικότητα για ομοφυλοφιλικές σχέσεις στο ενδιάμεσο διάστημα της ιστορίας είχε αγγίξει ήδη απομακρυσμένους και περιθωριακούς κύκλους της κοινωνίας, αλλά προπάντων, ότι η απελευθέρωση του έρωτα μετά το 1968 με τις επ’ αυτού ανάλογες κοινωνικές συνδέσεις και ελευθερίες τότε, χάθηκαν, έτσι ώστε υπάρχει πλέον μόνο δυαδική μονογαμική σχέση, αν είναι δυνατόν μόνο για αναπαραγωγή, και σήμερα τόσο πολύ όσο ποτέ άλλωτε, και σίγουρα επισφραγίζεται πολλές φορές, ότι κάθε άλλος τρόπος ερωτικής σχέσης ή σχέσης αγάπης που εμμένει ακόμα στον έρωτα, είναι αδιανόητος και άρρητος.
Μέσα από αυτή τη παραπλανητική εστίαση στη θεωρία των ταυτοτήτων και των φύλλων, αγνοήθηκε το πολιτικό πρόβλημα και αφέθη στους συντηρητικούς αντιπάλους και τους ακροδεξιούς. Πως? Με το να διαφωνούν υπερβολικά μέχρι εσχάτως με μια υποτιθέμενη «έτερο σεξουαλική μήτρα»(sex, gender, desire), πέρασε απαρατήρητο όχι μόνο ότι η κοινωνική ανεκτικότητα για ομοφυλοφιλικές σχέσεις στο ενδιάμεσο διάστημα της ιστορίας είχε αγγίξει ήδη απομακρυσμένους και περιθωριακούς κύκλους της κοινωνίας, αλλά προπάντων, ότι η απελευθέρωση του έρωτα μετά το 1968 με τις επ’ αυτού ανάλογες κοινωνικές συνδέσεις και ελευθερίες τότε, χάθηκαν, έτσι ώστε υπάρχει πλέον μόνο δυαδική μονογαμική σχέση, αν είναι δυνατόν μόνο για αναπαραγωγή, και σήμερα τόσο πολύ όσο ποτέ άλλωτε, και σίγουρα επισφραγίζεται πολλές φορές, ότι κάθε άλλος τρόπος ερωτικής σχέσης ή σχέσης αγάπης που εμμένει ακόμα στον έρωτα, είναι αδιανόητος και άρρητος.
Παράδειγμα μπορώ να φέρω από τον κύκλο των γνωστών αναφορικά με γυναίκα που δεν ήταν δυνατόν να τεκνοποιήσει. Αυτό το επισημαίνει και ο Pfaller σε ένα παράδειγμα[4], ότι δηλαδή, σε μια παρέα ερωτηθείσα η γυναίκα εάν έχει παιδιά το πρώτο που έκανε ήταν μια γκριμάτσα με σηκωμένα τα φρύδια. Βρέθηκε φυσικά σε μια θέση που έπρεπε να ακούσει και άλλες παράξενες ερωτήσεις και να πρέπει να δικαιολογείται.
Η άλλη πλευρά της γυναίκας που δεν συνάδει με τη λογική του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι αντί να ψάχνεται σε ταυτοποιήσεις άλλων δυνατοτήτων για την ίδια της την αβεβαιότητα και ανασφάλεια όσο αφορά το παιδί, θα μπορούσε ίσως να δινόταν ναι μεν στα σκληρά, αλλά συγκεκριμένα κοινωνικά δεδομένα της , ακόμα και εάν οι μη ανατρέψιμοι κοινωνικοί συσχετισμοί δεν θα άλλαζαν ούτε οι ίδιοι, ούτε κάτι, ούτε και σύντομα αν υπήρχε η περίπτωση, και οι οποίοι υπαγορεύουν τον 21 αιώνα τον «φαινότυπο» του έρωτα. Και εδώ εκπλησσόμαστε, ότι η φιλοσοφική προσέγγιση του R. Pfaller συναντά την αλήθεια στη καθημερινότητα, διότι υπήρξε πραγματική αναφορά στο παράδειγμα. Της εδώθει η ευκαιρία να δει γύρω της τι συμβαίνει, ναι μεν με τη σκληρότητα που συμβαίνει, αλλά και την ομορφιά μιας απλής ζωής χωρίς παιδιά, προσδίδοντας έμφαση στην αγάπη και τον έρωτα. Το αρνήθηκε φυσικά γιατί αυτό είναι δύσκολο, να κολυμπήσει αντίστροφα στο ρεύμα. Και αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε “παραίτηση λείας” πρός όφελος άλλων τομέων.
Από μια μοντέρνα διασκέδαση γίνεται ξαφνικά μια μεταμοντερνίστικη ψυχρή σοβαρότητα. Παλαιότερα η ψευδαίσθηση του όμορφου του ευγενικού ήταν ευπρόσδεκτη. Σε μια καλώς εννοούμενη ψευδαίσθηση αντιστοιχεί τώρα πλέον και κάποιο εξαπατημένο άτομο. Αυτό το θεωρεί ο νεοφιλελευθερισμός.
„Mansplaining“[5]
Γιατί οι γυναίκες συγκεκριμένα προνόμια και πλεονεκτήματα που είχαν παλαιότερα, αλλά ακόμη και σαν όπλα που είχαν απέναντι στους άνδρες, ξαφνικά τα περιγράφουν και τα βιώνουν σαν μειονεκτήματα και φραγμούς για την εξέλιξη των γυναικών και αρχίζουν να τα αρνούνται και να τα εξορκίζουν σχεδόν?
Την ερώτηση μπορούμε να την συντάξουμε και διαφορετικά. Γιατί έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο που π.χ. όταν ένας άνδρας προσπαθεί να εξηγεί κάτι σε μια γυναίκα να το θεωρεί η γυναίκα προσβλητικό, επειδή θέλει η γυναίκα να το βλέπει αυτό σαν κάτι που το ξέρει ο άνδρας παραπάνω από την γυναίκα? Γιατί όμως αυτή τη ταυτοποίηση να γίνεται πλέον μέσα από Lobbies γνωστών προσωπικοτήτων, προνομιούχων κατά τα άλλα, που να θεωρούν ξαφνικά τους εαυτούς τους θύματα, 30 – 40 χρόνια μετά? Μεταχειραφετημένη self-victimazation.
Γιατί οι γυναίκες συγκεκριμένα προνόμια και πλεονεκτήματα που είχαν παλαιότερα, αλλά ακόμη και σαν όπλα που είχαν απέναντι στους άνδρες, ξαφνικά τα περιγράφουν και τα βιώνουν σαν μειονεκτήματα και φραγμούς για την εξέλιξη των γυναικών και αρχίζουν να τα αρνούνται και να τα εξορκίζουν σχεδόν?
Την ερώτηση μπορούμε να την συντάξουμε και διαφορετικά. Γιατί έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο που π.χ. όταν ένας άνδρας προσπαθεί να εξηγεί κάτι σε μια γυναίκα να το θεωρεί η γυναίκα προσβλητικό, επειδή θέλει η γυναίκα να το βλέπει αυτό σαν κάτι που το ξέρει ο άνδρας παραπάνω από την γυναίκα? Γιατί όμως αυτή τη ταυτοποίηση να γίνεται πλέον μέσα από Lobbies γνωστών προσωπικοτήτων, προνομιούχων κατά τα άλλα, που να θεωρούν ξαφνικά τους εαυτούς τους θύματα, 30 – 40 χρόνια μετά? Μεταχειραφετημένη self-victimazation.
Ενώ τα πραγματικά θύματα της ταυτοποιημένης σεξιστικής παρενόχλησης λεκτικής και σωματικής να μη έχουν τη δυνατότητα να βγουν στη δημόσια σφαίρα με ανακοινώσεις και καταγγελίες?
Δεν είναι λίγες οι στιγμές που βρίσκονται μαζί ένας άνδρας και μια γυναίκα και συζητούν και ο άνδρας προσπαθεί να εξηγήσει κάτι στη γυναίκα άσχετα αν η γυναίκα, ναι μεν το γνωρίζει το θέμα αλλά τον αφήνει να συνεχίζει στη φαντασία του ότι προσφέρει κάτι στη γυναίκα ή στην κυρία[6], ή δεν έχει το θάρρος να του πει ότι το γνωρίζει. Αυτό το πολιτισμικό φαινόμενο πως προσδιορίζεται ιστορικά.[7]
Γιατί ένα τέτοιο φαινόμενο παλιότερα δεν θα ενοχλούσε και σήμερα ιδιαίτερα στους κύκλους των πανεπιστημιακών, καλλιτεχνών και διανοουμένων έχει γίνει ενοχλητικό? Και γιατί μόνο σε αυτούς τους κύκλους? Προσπάθησαν παλιότερα οι άνδρες να εξηγήσουν λιγότερα από ότι κάνουν αυτό σήμερα, ή ασχολιόντουσαν οι γυναίκες λόγω λιγότερης χειραφέτησης τότε, με πολύ πιο σημαντικά παραπτώματα και κοινωνικές παραβατικότητες των ανδρών στις καθημερινές σχέσεις τους με τους άνδρες? Και τώρα μετά που έχουν ξεπεραστεί τα χειρότερα ασχολούνται με αυτό ας το πούμε το χρόνια τωρα κρυμμένο „κακό“?
Είχαν παλαιότερα ίσως μεγαλύτερη άγνοια από πολλά πράγματα και κατ’ επέκταση ήταν χαρούμενες εάν υπήρχε κάποιος που να τους εξηγούσε κάποια πράγματα, ενώ σήμερα λόγω των αυξημένων ποσοστών τελειόφοιτων τόσο δευτεροβάθμιας όσο και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, έχουν καταφέρει να έχουν μια ισότιμη θέση που πολλές φορές μπορεί να είναι και υψηλότερη από αυτή των ανδρών?
Από προσωπικές εμπειρίες και βιώματα όμως μπορούμε να αναφερθούμε και σε ένα άλλο εύλογο λόγο ίσως. Η ανδρογενής εξήγηση δεν χρειάζεται να έχει σχέση με διαφορά στην ποιότητα και το μέγεθος της γνώσης. Θα το θέσουμε τελείως από μια αφελή πλευρά. Οι άνδρες θέλουν να διασκεδάσουν να απασχολήσουν τις γυναίκες ή να τις κάνουν να ενδιαφερθούν γι’ αυτούς, δηλαδή να κάνουν μέσω της συζήτησης το άτομο τους ενδιαφέρον για τις γυναίκες. Δεν είναι έγκλημα αυτό. Γιατί στις περισσότερες κάτω της μεσαίας τάξης κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες συνεχίζει να υπάρχει αυτό ακόμα ? Μπορεί να αντιμετωπιστείς με εμπάθεια και κακία τις περισσότερες φορές, αντί η γυναίκα να προσπαθήσει να του δείξει του άνδρα ένα άλλο δρόμο για τα αντιμετώπιση των ενδιαφερόντων του. Απλά η γυναίκα τον σπρώχνει στην περιφέρεια του πατριάρχη χωρίς να του δειχνει προς τα που θα ηθελε να γίνει ένας διάλογος.
Το να αφηγείσαι κάτι νέο και να προσπαθείς να εξηγείς δεν έχει σχέση οπωσδήποτε με την ίδια την αξία της πληροφορίας ή της καινοτομίας. Όπως γινόταν και παλαιότερα οι άνδρες απασχολούσαν/διασκέδαζαν τις γυναίκες γιατί είτε είχε κάτι ευγενικό στη σκέψη τους ή ήθελαν να αποφύγουν μια βαρετή ή άβολη σιωπή απέναντι στη γυναίκα ή ακόμα και να αδράξουν την ευκαιρία να έχουν μια κοινωνικότερη σχέση με τη γυναίκα.[8]
Παραδοσιακά βέβαια ήταν ο ρόλος του άνδρα να ξεκινήσει μια συνομιλία. Με αυτό τον τρόπο οι γυναίκες απέφευγαν το ρίσκο να μπουν ή να ξεκινήσουν μια συζήτηση για το όποιο θέμα οι ίδιες ίσως δεν γνώριζαν τίποτα. Οπότε δεν υπήρχε κίνδυνος να γελοιοποιηθούν ή να ντροπιαστούν.
Επι πλέον κάποιοι μπορεί να θυμούνται που ακόμα και γυναίκες επαγγελματικά χειραφετημένες αναφερόταν που και που σε συζητήσεις μεταξύ σοβαρού και αστείου στο: «ο άνδρας πρέπει να έχει παρελθόν και η γυναίκα μέλλον». Συνήθως ηλικιακά μεγαλύτεροι άνδρες ενδιαφερόντουσαν για νεότερες γυναίκες. Και αν βρισκόντουσαν σε καμία εκδήλωση διασκέδασης, πάρτυ, φαγητό ή χορό έπρεπε να συμπεριφέρονται σε γυναίκες ίδιας τους ηλικίας σαν να ήταν νεότερες.
Σίγουρα υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, όπου ένας τυπικός ανδρικός χαρακτήρας που ζητά μια επικοινωνία με νεότερες γυναίκες μπορεί να είναι ιδιαίτερα αλαζονικού και ίσως και προσβλητικού είδους ανθρώπου, αλλά αυτό σίγουρα δεν προέρχεται κατά κύριο λόγο από τις ασθενείς πλευρές του χαρακτήρα του αλλά από ένα κοινωνικό πρότυπο/μοντέλο συμπεριφοράς της τότε εποχής. Η αγανάκτηση για το ανδρογενές θράσος, που θέλει να εξηγεί σε γυναίκες, κινδυνεύει να κοστίσει[9] πλέον στη πραγματικότητα κάτι που ήταν πλεονεκτικό και προνομιούχο για τις γυναίκες παλαιότερα.
Από μόνοι μας πλέον «ξεκατινιαζόμαστε», μέσα από ρούχα ή τα τατουάζ, αντί – και δεν το τοποθετούμε εδώ σαν επιθυμία- όπως σε ολοκληρωτικά καθεστώτα να είναι απαγορευμένα όλα αυτά από τους έχοντες την εξουσία και έτσι να καθίσταται τελείως άχρηστα για χρήση για υψηλότερες πολιτισμικές ταυτότητες - όπως ακριβώς και με τον τρόπο και την ταχύτητα που αποκαλύπτουμε την προσωπική μας οικειότητα(intim sphere) στο Facebook χωρίς να διερευνάται από κάποια μυστική υπηρεσία. Αυτό το ονόμασε ο R. Pfaller "Beuteverzicht“[10](παραίτηση από κάποια λεία(δικαίωμα)). Και το εξηγεί με το ακόλουθο παράδειγμα: «Παραδόξως, τα μέλη των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών τάξεων, στα οποία έχουν στερήσει τα τελευταία χρόνια δημόσια αγαθά και υπηρεσίες αλλά και δημόσιο χώρο λόγω των ιδιωτικοποιήσεων, συχνά αποποιούνται από μόνοι τους την απαίτησή τους, το δικαίωμα τους για τέτοια πράγματα. Στην περίπτωση των μισθών για παράδειγμα, ζητούν "περισσότερο καθαρό αντί για το ακαθάριστο και έτσι αποφεύγουν την αλληλεγγύη της κοινωνίας στη περίπτωση ασθένειας και της κοινωνικής νοσοκομειακής ασφάλειας .[11] Αντί να παίξουν έναν πολιτισμικό ρόλο σε παραστάσεις με την συμπεριφορά τους και έτσι να ανοίξουν την πρόσβαση στην κοινωνία, προτιμούν να είναι ‘αυθεντικοί’ και να αποκλείονται οι ίδιοι από κάποια πράγματα. Αντί να ενηλικιώνονται και να μην είναι ευαίσθητοι στις μικρές προκλήσεις της δημόσιας ζωής, διαμαρτύρονται για σχεδόν όλα όπως τα μικρά παιδιά - και δεν συνειδητοποιούν ότι χάνουν το status τους σαν ώριμοι «πολιτειακοί πολίτες».[12]
Βέβαια σε πολλές κοινωνίες όπου δεν υπάρχουν αποδέκτες των εκφραζόμενων παρατηρήσεων των πολιτών καταντάει αυτή η γκρίνια κουραστική, για τους μη παίζοντας το ρόλο τους σωστά στην ΤΑ π.χ.
Σίγουρα υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, όπου ένας τυπικός ανδρικός χαρακτήρας που ζητά μια επικοινωνία με νεότερες γυναίκες μπορεί να είναι ιδιαίτερα αλαζονικού και ίσως και προσβλητικού είδους ανθρώπου, αλλά αυτό σίγουρα δεν προέρχεται κατά κύριο λόγο από τις ασθενείς πλευρές του χαρακτήρα του αλλά από ένα κοινωνικό πρότυπο/μοντέλο συμπεριφοράς της τότε εποχής. Η αγανάκτηση για το ανδρογενές θράσος, που θέλει να εξηγεί σε γυναίκες, κινδυνεύει να κοστίσει[9] πλέον στη πραγματικότητα κάτι που ήταν πλεονεκτικό και προνομιούχο για τις γυναίκες παλαιότερα.
Από μόνοι μας πλέον «ξεκατινιαζόμαστε», μέσα από ρούχα ή τα τατουάζ, αντί – και δεν το τοποθετούμε εδώ σαν επιθυμία- όπως σε ολοκληρωτικά καθεστώτα να είναι απαγορευμένα όλα αυτά από τους έχοντες την εξουσία και έτσι να καθίσταται τελείως άχρηστα για χρήση για υψηλότερες πολιτισμικές ταυτότητες - όπως ακριβώς και με τον τρόπο και την ταχύτητα που αποκαλύπτουμε την προσωπική μας οικειότητα(intim sphere) στο Facebook χωρίς να διερευνάται από κάποια μυστική υπηρεσία. Αυτό το ονόμασε ο R. Pfaller "Beuteverzicht“[10](παραίτηση από κάποια λεία(δικαίωμα)). Και το εξηγεί με το ακόλουθο παράδειγμα: «Παραδόξως, τα μέλη των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών τάξεων, στα οποία έχουν στερήσει τα τελευταία χρόνια δημόσια αγαθά και υπηρεσίες αλλά και δημόσιο χώρο λόγω των ιδιωτικοποιήσεων, συχνά αποποιούνται από μόνοι τους την απαίτησή τους, το δικαίωμα τους για τέτοια πράγματα. Στην περίπτωση των μισθών για παράδειγμα, ζητούν "περισσότερο καθαρό αντί για το ακαθάριστο και έτσι αποφεύγουν την αλληλεγγύη της κοινωνίας στη περίπτωση ασθένειας και της κοινωνικής νοσοκομειακής ασφάλειας .[11] Αντί να παίξουν έναν πολιτισμικό ρόλο σε παραστάσεις με την συμπεριφορά τους και έτσι να ανοίξουν την πρόσβαση στην κοινωνία, προτιμούν να είναι ‘αυθεντικοί’ και να αποκλείονται οι ίδιοι από κάποια πράγματα. Αντί να ενηλικιώνονται και να μην είναι ευαίσθητοι στις μικρές προκλήσεις της δημόσιας ζωής, διαμαρτύρονται για σχεδόν όλα όπως τα μικρά παιδιά - και δεν συνειδητοποιούν ότι χάνουν το status τους σαν ώριμοι «πολιτειακοί πολίτες».[12]
Βέβαια σε πολλές κοινωνίες όπου δεν υπάρχουν αποδέκτες των εκφραζόμενων παρατηρήσεων των πολιτών καταντάει αυτή η γκρίνια κουραστική, για τους μη παίζοντας το ρόλο τους σωστά στην ΤΑ π.χ.