15 Δεκ 2017

zaungastnic:Νεοφιλελευθερισμός. Ο μόνος ‘κοινωνικός’ στόχος είναι η επιβίωση της αγοράς. Διάβασμα σε 18’

Μια ιδέα που καταβροχθίζει το κόσμο
Νεοφιλελευθερισμός Είναι η κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής μας - μια που λατρεύει τον θεό της αγοράς και μας παίρνει αυτό που μας ξεχωρίζει σαν  ανθρώπινους οργανισμούς-όντα

Από την Αγγλική Dr. rer. pol Νίκος Θεοδοσάκης*)                                                                                      

Διάβασμα σε 18  SVT 26122017

σε [ ]=παρατηρήσεις και επεξηγήσεις του  μεταφραστή και μόνο     

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο της ‘The Guardian’ περί νεοφιλελευθερισμού και  ενός των  πρωτόπλαστων της θεωρίας των ελευθέρων αγορών,  Friedrich HayekΑπό τον Adam Smith στον Keynes στον  Hayek, στον Friedman, στη σχολή του Σικάγου μέχρι τον Reagan την Thatcher, τους Clintons’ και τον άνθρωπάκο πολιτικό  με τις  χαμηλού επιπέδου ιδιοτροπίες.

Το καλοκαίρι του 2016, οι ερευνητές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ολοκλήρωσαν μια μακρά και πικρή συζήτηση για τον νεοφιλελευθερισμό. Παραδέχτηκαν ότι υπάρχει. Τρεις κορυφαίοι οικονομολόγοι του ΔΝΤ – ένας φορέας που δεν είναι ακριβώς γνωστό για προς τα αριστερά δίκαιες ‘αναλύσεις’ του - δημοσίευσε μια έκθεση στην οποία για πρώτη φορά τίθεται υπό αμφισβήτηση η χρησιμότητα του νεοφιλελευθερισμού. Συνέβαλαν έτσι να θαφτεί η ιδέα,  ότι ο όρος δεν είναι κάτι περισσότερο από ένας συκοφαντικός όρος στο πολιτικό αγώνα χωρίς την ισχύ μιας αναλυτικής δύναμης . Η έκθεση επέκρινε σαν άτολμη  την «νέο-φιλελεύθερη ατζέντα», η οποία παροτρύνει τις οικονομίες σε όλο τον κόσμο για την απελευθέρωση/απορρύθμιση (‘deregulation’), αναγκάζοντας  και απαιτώντας από τις εθνικές αγορές να ανοίξουν το εμπόριο των κεφαλαίων και της ζήτησης , με τέτοιο τρόπο ώστε οι ίδιες οι κυβερνήσεις μέσα από τη λιτότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις να συρρικνώνονται όλο και πιο πολύ. Οι συγγραφείς κατέδειξαν στατιστικά την διάδοση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών από το 1980 - και η συσχέτισή τους με την χαμηλή ανάπτυξη, τα σκαμπανεβάσματα των boom bust cycles και αν μη τι άλλο την αυξανόμενη οικονομική και κοινωνική ανισότητα.

Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια παλιά λέξη που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1930. Ωστόσο, ο όρος ανανεώνεται τώρα για να περιγράψει την τρέχουσα πολιτική - ή ακριβέστερα, το κομμάτι της σκέψης που εξακολουθεί να επιτρέπει τις σημερινές πολιτικές μας. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ο νεοφιλελευθερισμός προσέφερε έναν τρόπο να ονομάσει κάποιο μαύρο πρόβατο  και υπεύθυνο για τη συρρίκνωση πέρα από τα πολιτικά κόμματα: ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που είχε πωλήσει με υπερβολικό τρόπο την εξουσία του στην αγορά.

Για ορισμένους Αμερικανούς Δημοκρατικούς και υποστηρικτές του Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία, αυτή ήταν μια απροκάλυπτη παραπλανητική παραβίαση αρχών. Ο Μπιλ Κλίντον και ο Τόνι Μπλερ, όπως ειπώθηκε, είχαν εγκαταλείψει την παραδοσιακή δέσμευση της «αριστεράς», ειδικά για τους εργαζόμενους. Αντ 'αυτού, στράφηκαν σε μια παγκόσμια οικονομική ελίτ που εμπλουτίστηκε από την απορρύθμιση των κανόνων ως κατάστημα αυτοεξυπηρέτησης. Έτσι τέθηκαν  τα θεμέλια για μια καταστροφική αύξηση της ανισότητας.

Ένα ζευγάρι γυαλιά με τα οποία μπορεί να δει κάποιος τον κόσμο

Τα τελευταία χρόνια, - όπου έγινε η συζήτηση με όλο και πιο βρώμικα μέσα – ο  όρος νεοφιλελευθερισμός έχει γίνει ένα ρητορικό όπλο, ένας τρόπος, για κάθε αριστερό πέραν του κέντρου να διασύρουν αυτούς που κινούνται λίγο μόλις προς τα δεξιά τους. Τους εχθρούς τους. Δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι το πολιτικό κέντρο  σαν στάση, αντιλαμβάνεται τον όρο «νεοφιλελεύθερο» ως μια ασήμαντη προσβολή. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός θα πρέπει να είναι περισσότερο από μια βολική - έστω και δικαιολογημένη - από την Αριστερά γελιοποίηση του πολιτικού αντιπάλου. Με κάποιο τρόπο, είναι επίσης ένα θέαμα, ένας τρόπος να δούμε τον κόσμο. Το ίδιο κάνει η «quasi Adam Smith» αριστερά και με τους καρά δεξιούς και ακροδεξιούς.

Κοιτάζοντας μέσα από τους φακούς του, μπορείτε να δείτε πιο καθαρά πώς ο τόσο σεβαστός από τη Θάτσερ και  τον Ρέιγκαν πολιτικός στοχαστής έχει  συμβάλει να γίνει η ιδανική κοινωνία μια αγορά- και όχι μια  «πόλις» - όπως στην Αρχαία Ελλάδα για  κοινά θέματα ή ένα είδος οικογένειας. Βλέπεις  μια εικόνα των ανθρώπων παρομοιάζοντας τους ως λογιστικά βιβλία πρώτη κατηγορίας - και όχι ως ιδιοκτήτες αναφαίρετων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Στόχος, βέβαια, ήταν

·         η εξάρθρωση του κράτους πρόνοιας,

·         η άρση κάθε υποχρέωσης πλήρους απασχόλησης,

·         η μείωση των φόρων και

·         η αποκεντρωμένη απελευθέρωση των ρυθμίσεων.

Αλλά ο «νεοφιλελευθερισμός» είναι κάτι περισσότερο από μια κλασική λίστα  δεξιών επιθυμιών. Ήταν και είναι ένα εργαλείο για την αναδιάταξη της κοινωνικής πραγματικότητας και την επανεξέταση της ιδιότητας μας  -του status μας- σαν άτομα.

Μια άλλη άποψη δείχνει ότι η ελεύθερη αγορά - ακριβώς όπως και το κράτος πρόνοιας - είναι μια ανθρώπινη εφεύρεση. Δείχνει πόσο πολύ σήμερα καλούμαστε να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας ως άτομα που είναι υπεύθυνα αυτά και μόνο για τη δική τους ευτυχία. Πόσο φυσικό μας το έκαναν για να το πιστέψουμε που μας  έβαλαν σε ένα τρυπάκι ,  να είμαστε πάντα  ανταγωνιστικοί και να προσαρμοζόμαστε στις καταστάσεις που φτιάχνουν.  Επίσης αναγνωρίζουμε τον μέγιστο  βαθμό στον οποίο μια λογική που παλαιότερα  εμφανιζόταν σαν μια  απλοποιημένη αναπαράσταση των αγορών πάνω σε ένα μαυροπίνακα με τον ανταγωνισμό, την  τέλεια πληροφόρηση, και την ορθολογική συμπεριφορά, τώρα εφαρμόζεται στο σύνολο μιας  κοινωνίας - μέχρι που κυριαρχεί και τη ζωή μας.

"Πάντα να πουλάς τον εαυτό σου σωστά"

Αυτό έχει  γίνει το σύνθημα της αυτοπραγμάτωσης.

Ελεύθερη αγορά - μια αναίμακτη ενσάρκωση της αποτελεσματικότητας

Ο «νεοφιλελευθερισμός» δεν είναι απλά ένας όρος για τις πολιτικές που προσανατολίζονται στην αγορά ή ένας κρυφοσυμβιβασμός  με τον οικονομικό καπιταλισμό που προφανώς πλέον και αποδέχονται τα  φθαρμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ο όρος αναφέρεται στην υπόθεση που εισήλθε σιωπηλά στη ζωή μας και καθορίζει τι κάνουμε και πιστεύουμε:

ότι δηλαδή ο ανταγωνισμός είναι η μόνη θεμιτή οργανωτική αρχή της ανθρώπινης δράσης.

Ούτε ένα δευτερόλεπτο μετά που  το ΔΝΤ πιστοποίησε τον νεοφιλελευθερισμό ως πραγματικότητα και εξέθεσε την υποκρισία της αγοράς, βγήκαν στο προσκήνιο οι λαϊκιστές και οι εξουσιαστές. Στις ΗΠΑ η Χίλαρι Κλίντον, το νεοφιλελεύθερο αρχέτυπο, έχασε τις εκλογές - εναντίον ενός ανθρώπου που γνώριζε αρκετά για να προσποιηθεί ότι μισούσε το ελεύθερο εμπόριο [βλέπε ανακοίνωση του για την TTIP]. Δεν μας ταιριάζουν  πλέον τα γυαλιά του νεοφιλελευθερισμού ? Μπορεί με κάποιο τρόπο να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι δεν πάει καλά στην πολιτική? Ενάντια στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, αποκαθίσταται ο εθνικισμός - και μάλιστα με τον πιο ακραίο τρόπο. Τι σχέση έχει ο επιθετικός επαρχιωτισμός της Brexit Britain και της Trump America με τον νεοφιλελεύθερο ορθολογισμό; Ποια σχέση θα μπορούσε να υπάρξει μεταξύ του προέδρου – ενός ελεύθερου τρελού  - και της αναίμακτης ενσάρκωσης της αποδοτικότητας- γνωστότερο ως ελεύθερη αγορά;

Δεν είναι μόνο ότι η ελεύθερη αγορά παράγει μόνο μια χούφτα νικητών και, αντιστρόφως, μια στρατιά ηττημένων - και εκείνοι οι ηττημένοι έχουν στραφεί σε εκδίκηση  για το  Brexit και τον  Trump. Από την αρχή υπήρξε επίσης μια προγραμματισμένη σχέση μεταξύ του ουτοπικού ιδεώδους της ελεύθερης αγοράς και του δυστοπικού παρόντος στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα. Μεταξύ της αγοράς ως μοναδικού θεσμού ανάδειξης αξιών και ελευθερίας και της τρέχουσας κατακρίμνησης προς την  post-truth’ κοινωνία και τον ‘illiberalism’.

Η ευκαιρία να εφευρεθεί ένας νέος κόσμος

Προκειμένου να προχωρήσουμε προς τα εμπρός τη στάσιμη συζήτηση για τον νεοφιλελευθερισμό, πρέπει να αρχίσουμε να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη την έκταση των σωρευτικών επιδράσεων του σε όλους μας, ανεξάρτητα από την πολιτική μας στάση. Και αυτό απαιτεί μια επιστροφή στις ρίζες του που δεν έχουν καμία σχέση με τον Bill ή τη Hillary Clinton.

Υπήρχε μια φορά μια ομάδα ανθρώπων που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους νεοφιλελεύθερους. Το έκαναν με υπερηφάνεια και το κίνητρό τους δεν ήταν τίποτε άλλο από μια πλήρη επανάσταση της σκέψης. Ο σημαντικότερος από αυτούς, ο Friedrich Hayek, δεν θα περίμενε να λάβει θέση σχετικά με το πολιτικό φάσμα, να αναζητήσει δικαιολογίες για τους υπερ-πλούσιους ή να διαφοροποιεί κατά το δοκούν δεδομένα της μικροοικονομίας.

Πίστευε ότι θα λύσει το πρόβλημα της νεωτερικότητας:

Το πρόβλημα της αντικειμενικής γνώσης.

Για τον Hayek, η αγορά δεν πραγμάτωνε μόνο το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, αλλά αποκάλυπτε και την αλήθεια. Πώς θα μπορούσε ο στόχος του Hayek να μετατραπεί στο αντίθετό του – δηλαδή με την δυνατότητα  μιας  συνειδησιακής μετατροπής, ότι   - χάρη στη λατρεία μας για την ελεύθερη αγορά – η αλήθεια θα μπορούσε να εξωθηθεί τελείως από τη δημόσια ζωή;

Όταν ο Friedrich Hayek πρότεινε την ιδέα το 1936, ήξερε ότι είχε καταλήξει σε κάτι νέο με την πεποίθηση του ότι ήταν μια  "επιφώτιση" του.

«Πώς μπορεί ο συνδυασμός γνώσεων που υπάρχουν σε διαφορετικά μυαλά», έγραψε, «να οδηγήσει σε αποτελέσματα που, εάν εσκεμμένα τα προκαλούσε κάποιος, θα απαιτούσαν ένα τέτοιο υψηλότερο επίπεδο γνώσης που κανείς δεν μπορεί να διέθετε;»

Δεν πρόκειται για ένα τεχνικό ζήτημα των επιτοκίων ή των κρίσεων αποπληθωρισμού, ούτε για μια αντιδραστική πολεμική εναντίον του κολεκτιβισμού ή του κράτους πρόνοιας, αλλά για τη δυνατότητα δημιουργίας ενός νέου κόσμου. Ο Hayek συνειδητοποίησε ότι η αγορά μπορεί να νοηθεί ως ένα νέο είδος συνειδητότητας.

Ο  νεοφιλελευθερισμός είναι ο Αδάμ Σμιθ αλλά χωρίς φόβους.

Το «Αόρατο χέρι» του Adam Smith μας είχε ήδη ανοίξει τη σύγχρονη αντίληψη της αγοράς - ως αυτόνομη σφαίρα της ανθρώπινης δράσης και ως εκ τούτου, ενδεχομένως ως ένα αντικείμενο που μπορεί να το διεισδύσει κάποιος επιστημονικά. Αλλά ο Smith ήταν ένας ηθικός του δέκατου όγδοου αιώνα μέχρι το τέλος της ζωής του. Θεωρούσε ότι η αγορά ήταν δικαιολογημένη μόνο υπό το πρίσμα της ατομικής αρετής, και η ανησυχία του ήταν ότι μια κοινωνία που δεν θα κυβερνιόταν παρά μόνο μέσα από ένα πλήρες πλαίσιο συμφερόντων δεν είναι καθόλου η κοινωνία στην οποία πίστευε αυτός. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο Αδάμ Σμιθ χωρίς φόβους.

Το ότι ο  Hayek θεωρείται ο πρόγονος του νεοφιλελευθερισμού - μια σχολή σκέψης που μειώνει τα πάντα για την οικονομία – παρ’ όλο του γεγονότος ότι ήταν ένας τέτοιος μέτριος οικονομολόγος, είναι κάπως παράδοξο. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος δεν ήταν  τίποτε περισσότερο από ένας νέος  ασήμαντος τεχνοκράτης της Βιέννης, όταν ανέλαβε τη θέση του στο London School of Economics με τον John Maynard Keynes στο Cambridge και να προσπαθεί να βάλει το ανερχόμενο αστέρι του  Keynes λίγο στη σκιά.

Friedrich Hayek teaching at the London School of Economics in 1948.

Friedrich Hayek teaching at the London School of Economics in 1948. Photograph: Paul Popper/Popperfoto/Getty

Το σχέδιο δεν του βγήκε, διότι ο Hayek δεν μπόρεσε να φτάσει τον Keynes. Η Γενική Θεωρία του Keynes «General Theory of Employment, Interest and Money», που δημοσιεύθηκε το 1936, χαιρετίστηκε ως ένα αριστούργημα και κυριάρχησε  στην δημόσια συζήτηση, ιδίως μεταξύ των νέων, των σπουδαστών  Άγγλων οικονομολόγων,  που έβλεπαν στον λαμπρό, τολμηρό και κοινωνικά καλά συνδεδεμένο Keynes  και ένα ιδανικό ομορφιάς. Στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί εξέχοντες υποστηρικτές της θεωρίας της ελεύθερης αγοράς  εντάχθηκαν  στη θεωρία του Keynes  και αναγνώρισαν  ότι το κράτος θα μπορούσε να παίξει ένα ρόλο στη διατήρηση μιας σύγχρονης οικονομίας. Ο αρχικός ενθουσιασμός για τον Hayek είχε εγκαταλειφθεί. Οι παράξενες ιδέες του, ότι κάποιος μπορεί να ξεπεράσει την οικονομική κρίση, απλά έτσι χωρίς να κάνει τίποτα επιχειρηματικά, ήταν τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά για απαξίωση. Αργότερα αναγνώρισε ότι επιθυμούσε να ξεχαστούν οι κριτικές που του γινόταν από τον Keynes  .

Η σκέψη του Hayek διαπερνά τον κόσμο

Hayek 'ήταν μια παράξενη φιγούρα ανθρώπου: ένα ψηλός, ευθυτενής καθηγητής με ευρεία προφορά, φορώντας ένα υψηλό- cut  tweed και επέμεινε  στο να τον αποκαλούν «von Hayek,» αλλά πίσω από την πλάτη του τον ονόμαζαν "Mr. Fluctooations" Το 1936 ήταν επιστήμονας χωρίς χαρτοφυλάκιο και χωρίς προβλέψιμο μέλλον. Ωστόσο, ζούμε σήμερα στον κόσμο του Hayek, όπως κάναμε κάποτε και με τον κόσμο του Keynes.

Ο σύμβουλος Κλίντον και ο πρώην πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Λόρενς Σάμερς, είπε κάποτε, ότι η σύλληψη του Hayek αναφορικά με το σύστημα των τιμών ως συλλογική συνειδητοποίηση ήταν «μια τέτοια διεισδυτική και πρωτότυπη ιδέα που παρήχθη από την  μικροοικονομία στον 20ο αιώνα» έχει γίνει «η πιο σημαντική λεπτομέρεια που θα μπορούσατε να μάθετε για τα οικονομικά σήμερα σε  ένα σεμινάριο». Και αυτό είναι ακόμη και υποτιμημένο. Ο Keynes δεν προκάλεσε ούτε πρόβλεψε τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά η σκέψη του διαπέρασε κάθε πτυχή του κόσμου του Ψυχρού Πολέμου. Και με τον ίδιο τρόπο ο τρόπος σκέψης του Hayek έχει εισβάλει σε κάθε πτυχή του κόσμου μετά το 1989.

Η άποψη του Hayek για τον κόσμο,  για την παγκοσμιοποίηση ήταν απόλυτη: ένας τρόπος διαμόρφωσης ολόκληρης της πραγματικότητας σύμφωνα με το μοντέλο του οικονομικού ανταγωνισμού. Αυτό ξεκινά με την παραδοχή ότι σχεδόν όλες- αν όχι όλες - ανθρώπινες δραστηριότητες αποτελούν μια μορφή οικονομικού υπολογισμού και, επομένως,  θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στις έννοιες υψηλότερου ιεραρχικά επιπέδου όπως του πλούτου, της αξίας, της ανταλλαγής, του κόστους – αλλά και κυρίως  της τιμής. Οι τιμές είναι ένα μέσο αποτελεσματικής διάθεσης ανεπαρκών πόρων, ανάλογα με τις ανάγκες και τα οφέλη, καθώς διέπονται από την προσφορά και τη ζήτηση. Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά το σύστημα των τιμών, οι αγορές πρέπει να είναι ελεύθερες και ανταγωνιστικές. Δεδομένου ότι ο Σμιθ φαντάστηκε την οικονομία ως μια αυτόνομη σφαίρα, υπάρχει η πιθανότητα η αγορά να μην είναι μόνο ένα μέρος της κοινωνίας, αλλά η κοινωνία στο σύνολό της. Σε μια τέτοια κοινωνία, οι άνδρες και οι γυναίκες πρέπει να ακολουθούν μόνο το δικό τους συμφέρον και να ανταγωνίζονται για τα σπάνια (ανεπαρκή) αγαθά. Ο ανταγωνισμός "καθιστά δυνατό", όπως γράφει ο κοινωνιολόγος Will Davies, "να καθορίσει κάποιος ποιος και τι είναι πολύτιμο".

Αυτό που όλοι όσοι είναι εξοικειωμένοι λίγο με την ιστορία καταλαβαίνουν ως απαραίτητο προπύργιο κατά της τυραννίας και της εκμετάλλευσης- μια ευημερούσα μεσαία τάξη και κοινωνία των πολιτών,  ελεύθεροι θεσμοί, καθολική ψηφοφορία,  ελευθερία της σκέψης και του συνέρχεσθαι, της θρησκείας και του τύπου, της θεμελιώδους αναγνώρισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας – δεν έχει καμία θέση στο μυαλό του Hayek. Ενέγραψε στον νεοφιλελευθερισμό την υπόθεση ότι η αγορά προσφέρει όλη την απαραίτητη προστασία ενάντια στον μοναδικό πραγματικό πολιτικό κίνδυνο: τον ολοκληρωτισμό. Για να αποφευχθεί αυτό, σύμφωνα με τον Hayek, δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά να κρατηθεί η αγορά ελεύθερη. Και όπως και έγινε?

Το τελευταίο σημείο είναι  το «νέο» στο νεοφιλελευθερισμό και αντιπροσωπεύει μια αποφασιστική αλλαγή στην παλαιότερη πεποίθηση σε μια ελεύθερη αγορά και ένα βελτιωμένο τρόπο για την κατάσταση η οποία είναι γνωστή ως «κλασικός φιλελευθερισμός.» Στον κλασσικό φιλελευθερισμό, οι έμποροι απλά ήθελαν το κράτος να τους αφήσει μόνος τους - laissez-nous faire. Ο νεοφιλελευθερισμός, από την άλλη πλευρά, θεωρεί ότι το κράτος πρέπει να συμμετέχει ενεργά στην οργάνωση της οικονομίας της αγοράς. Οι συνθήκες που επιτρέπουν την ελεύθερη αγορά πρέπει να κερδιστούν πολιτικά και το κράτος να αναδιαρθρωθεί, ώστε να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη ύπαρξη της ελεύθερης αγοράς.

Κατσούφης στο Κέιμπριτζ

Αλλά αυτό δεν είναι όλο: κάθε πτυχή της δημοκρατικής πολιτικής, από τις αποφάσεις ψηφοφορίας των πολιτών μέχρι τις αποφάσεις των πολιτικών, πρέπει να υποστεί και να υποβληθεί  σε μια καθαρά οικονομική ανάλυση. Ο νομοθέτης είναι υποχρεωμένος να μην παρεμβαίνει στις φυσικές  πράξεις της αγοράς και δεν μπορεί να τις παραποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Στην ιδανική περίπτωση, το κράτος παρέχει ένα σταθερό, ουδέτερο και νομικά περιεκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι δυνάμεις της αγοράς μπορούν να δράσουν αυθόρμητα και ανεξάρτητα. Η συνειδητή παρέμβαση μιας κυβέρνησης δεν είναι ποτέ προτιμότερη από τον "αυτόματο μηχανισμό προσαρμογής" – δηλαδή, το σύστημα τιμολόγησης, το οποίο δεν είναι μόνο αποτελεσματικό, αλλά αυξάνει επίσης την ελευθερία ή την ευκαιρία των ανδρών και των γυναικών να κάνουν ελεύθερες επιλογές για τη ζωή τους. [Να αγοράζουν Calvin Κlein π.χ]

Ενώ ο Keynes πετούσε  ανάμεσα στο Λονδίνο και την Ουάσινγκτον για να διαμορφώσει τη μεταπολεμική τάξη, ο Hayek πνιγόταν  στο Κέιμπριτζ. Εκεί είχε σταλεί κατά τη διάρκεια των εκτοπίσεων του πολέμου και παραπονιόταν ότι περιβαλλόταν  από «ξένους», « Ευρωπαίους πρακτικά  όλων των εθνικοτήτων» από «Ανατολίτες όλων των ειδών» και κατήγγειλε ότι δεν υπάρχει «καμία έλλειψη από τέτοιους», αλλά πολύ λίγοι από αυτούς «είναι πολύ έξυπνοι ».

Hayek βρισκόταν  στην Αγγλία χωρίς να κάνει κάτι σπουδαίο και μπόρεσε να παρηγορηθεί μόνο με την ιδέα του, μια ιδέα τόσο μεγάλη που θα τραβήξει κάποια στιγμή το χαλί κάτω από τα πόδια του Keynes και όλων των άλλων διανοουμένων κάποια μέρα. Βασισμένο στο ίδιο το σύστημα , οι λειτουργίες του συστήματος των τιμών θα λειτουργούσαν σαν ένα είδος συνείδησης - και όχι μόνο οποιασδήποτε συνείδηση, αλλά μια παντογνώστριας συνείδησης: η αγορά μπορεί και υπολογίζει, ότι οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Walter Lippmann απευθύνεται σαν πνευματικός υποστηρικτής του  με επιστολή προς τον Hayek: “No human mind has ever understood the whole scheme of a society … At best a mind can understand its own version of the scheme, something much thinner, which bears to reality some such relation as a silhouette to a man.” [για να καταλάβει].

 Η εξήγηση του παραπάνω: Αυτός είναι ένας μεγάλος επιστημολογικός ισχυρισμός ότι η αγορά είναι μια μορφή γνώσης που υπερβαίνει ριζικά τις δυνατότητες κάθε μεμονωμένου νου. Μια τέτοια αγορά είναι λιγότερο μια ανθρώπινη εφεύρεση που μπορεί  απλά να χειραγωγηθεί όπως κάθε άλλη, παρά μια δύναμη που μελετά  και κατευνάζει. Τα οικονομικά δεν βασίζονται σε μια  τεχνική που χρησιμοποίησε ο Keynes για την επίτευξη επιθυμητών κοινωνικών στόχων, όπως η ανάπτυξη ή η νομισματική σταθερότητα. Ο μόνος κοινωνικός στόχος είναι η επιβίωση της αγοράς. Στα πλαίσια της παντογνωσία της, η αγορά αποτελεί τη μόνη νόμιμη μορφή της γνώσης, σε σύγκριση με την οποία όλες οι άλλες μορφές προβληματισμού είναι ελλιπείς και μάλιστα με δύο έννοιες: Συλλαμβάνουν μόνο ένα κομμάτι του συνόλου και είναι πάντα στην υπηρεσία των λεγόμενων «επί μέρους κλαδικών ενδιαφερόντων». Οι ατομικές μας αξίες είναι πάντα προσωπικές ή απλά καθαρά μόνο απόψεις. Συγκεκριμένα, η αγορά όμως τις μετατρέπει σε τιμές ή αντικειμενικά γεγονότα.

"Είναι τόσο υπέροχη "

Μετά την αποχώρησή του από το London School of Economics, ο Hayek δεν είχε ποτέ μόνιμη δουλειά που δεν χρηματοδοτείται από ιδιώτες επενδυτές. Ακόμη και συντηρητικοί συνάδελφοί του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου - το παγκόσμιο επίκεντρο για τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση στη δεκαετία του 1950 – έβλεπαν τον Hayek ως αντιδραστικό φερέφωνο , ένα «συντηρητικό άνθρωπο» με ένα «ακραίο συντηρητικό  χορηγό,» όπως είπε κάποιος κάποτε. Όταν ένας φίλος του τον επισκέφθηκε το 1972 στο Σάλτσμπουργκ, βρήκε  έναν  ηλικιωμένο άνδρα που είχε επιδοθεί σε μεμψιμοιρία και πίστευε ότι το έργο της ζωής του ήταν μάταιο. Κανένας δεν φρόντισε και δεν ενδιαφέρθηκε για το τι είχε γράψει.

Ωστόσο, υπήρξαν σημάδια ελπίδας: ο Hayek ήταν ο αγαπημένος πολιτικός φιλόσοφος του Barry Goldwater, και μάλιστα ο Ρόναλντ Ρέιγκαν λέγεται ότι τον εκτιμούσε  πολύ. Και τότε υπήρχε η Μαργαρίτα Θάτσερ. Σε όποιον ήθελε να ακούσει κάτι σχετικό, έλεγε κάτι αναφορικά με τον Hayek και υποσχόταν να ενώσει τη φιλοσοφία της ελεύθερης αγοράς με μια αναβίωση των βικτοριανών αξιών: οικογένεια, κοινότητα και σκληρή δουλειά.

Ο Hayek συναντήθηκε με την Θάτσερ το 1975, τη  περίοδο που η Θάτσερ διορίστηκε αρχηγός αντιπολίτευσης στη Βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων, προετοιμάζοντας να θέσει σε εφαρμογή τη μεγάλη του ιδέα. Πήγαν για 30 λεπτά στο Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων στον Lord North Street του Λονδίνου. Στη συνέχεια, ένας συνεργάτης της Θάτσερ ρώτησε τον Hayek με αγωνία τι σκέφτεται. Τι έπρεπε να πει? Για πρώτη φορά στα σαράντα χρόνια, η δύναμη του Friedrich von Hayek έβλεπε την  εικόνα που είχε ο ίδιος για τον εαυτό του -  ενός ανθρώπου που μπορούσε να νικήσει τον Keynes και να αλλάξει τον κόσμο.

Αυτός απάντησε: "Είναι τόσο υπέροχη."

Ολόκληρη η κοινωνία ως μια αγορά

Η μεγάλη ιδέα του Hayek δεν είναι στην πραγματικότητα μια μεγάλη ιδέα – εάν δεν την φούσκωνε κάποιος. Οργανικές, αυθόρμητες, κομψές διαδικασίες που, όπως ένα εκατομμύριο δάχτυλα σε έναν πίνακα Ouija, συντονίζονται για να δημιουργήσουν κάτι, που διαφορετικά  δεν ήταν προγραμματισμένο. Εφαρμόζεται σε μια δεδομένη σήμερα αγορά - ή για τις χοιρινές κοιλιές ή για τα σιτηρά – που δεν είναι παρά μια κοινοτυπία.  Μπορεί να επεκταθεί για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο διάφορες αγορές, σε αγαθά και εργατικό δυναμικό και ακόμη και τα ίδια τα χρήματα, αποτελούν το τμήμα μιας κοινωνίας που είναι γνωστή ως "η οικονομία". Αυτό είναι λιγότερο κοινό, αλλά ακόμα και ασυνεπές. Ένας Κεϋνσιανός δέχεται αυτήν την περιγραφή. Αλλά τι γίνεται αν κάνουμε ένα βήμα παραπάνω; Τι γίνεται αν υποθέσουμε ότι ολόκληρη η κοινωνία είναι ένα είδος αγοράς;

John Maynard Keynes, circa 1940. Photograph: Tim Gidal/Getty

Όσο ποιο πολύ επεκτείνεται η ιδέα του Hayek, τόσο πιο αντιδραστική γίνεται, και όσο περισσότερο κρύβεται πίσω από τον ισχυρισμό της επιστημονικής της ουδετερότητας - τόσο περισσότερο επιτρέπει στην οικονομία να συνδεθεί με την πνευματική εξέλιξη, η οποία είχε μεγάλη επιρροή στη Δύση από τον 17ο αιώνα. Η άνοδος της σύγχρονης επιστήμης έχει οδηγήσει σε ένα πρόβλημα: Εάν ο κόσμος υπόκειται τελείως σε φυσικούς νόμους, τι σημαίνει πλέον να είσαι άνθρωπος; Είναι ένα ανθρώπινο όν απλά ένα αντικείμενο στον κόσμο, όπως και κάθε άλλο;

Δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος να ενσωματωθεί η υποκειμενική εσωτερική διάθεση του ανθρώπου μέσα στη  φύση, όπως θέλει να την καταλαβαίνει η επιστήμη -σαν κάτι αντικειμενικό, του  οποίου τη λογική διερευνούμε μέσω παρατήρησης.

Τα πάντα για τον μεταπολεμικό πολιτικό πολιτισμό αντιμετωπίστηκαν από τον John Maynard Keynes και τον διευρυμένο ρόλο του κράτους στην λειτουργία της οικονομίας. Αλλά τα πάντα σχετικά  με τον μεταπολεμικό ακαδημαϊκό πολιτισμό ευνόησαν τη μεγάλη ιδέα του Hayek. Πριν από τον πόλεμο, ακόμη και ο πιο συντηρητικός οικονομολόγος είχε δει την αγορά ως μέσο για το σκοπό, την αποτελεσματική κατανομή των οριακά διαθέσιμων (σπάνιων) αγαθών. Από την εποχή του Άνταμ Σμιθ  στα μέσα του 17ου αιώνα, με τους ιδρυτές της Σχολής του Σικάγου στα μεταπολεμικά χρόνια η πεποίθηση ήταν διαδεδομένη ότι ο απώτερος σκοπός της κοινωνίας και της ζωής βρίσκονται στον μη οικονομικό τομέα .

Σύμφωνα με αυτή την άποψη του κόσμου, τα ζητήματα αξίας έχουν απαντηθεί πολιτικά και δημοκρατικά, όχι [οικονομιστικά]- μέσω ηθικής σκέψης και δημόσιων συζητήσεων. Η κλασική-σύγχρονη έκφραση για αυτή τη σύλληψη πηγαίνει πίσω στο Ethics and the Economic του 1922  από τον Frank Knight, που είχε έρθει στο Σικάγο δύο δεκαετίες πριν από τον Hayek.

"Η ορθολογική οικονομική κριτική των αξιών οδηγεί σε αποτελέσματα που αντιβαίνουν στην κοινή λογική", γράφει ο Knight.

«Ο  homo oeconomicus είναι το εγωιστικό, αδίστακτο αντικείμενο που καταδικάζουμε ηθικά».

„Κάτι σαν κοινωνία δεν γνωρίζω, δεν υπάρχει. Εγώ ξέρω μόνο άτομα, άνδρες, γυναίκες και οικογένειες που σκέπτονται πρωταρχικά μόνο τον εαυτό τους.“ Margaret Thatcher

Foto: Keystone/Getty Images

[Σαν να είχε κάπως δίκιο ως αναφορά την διαπίστωση]. Θα προχωρούσα  δε παραπέρα σε ένα statement του Earl Lee Hooker σε μια παράστασή του: “Give some gasoline drive on”]

Από την απελπιστικά περιορισμένη ανθρώπινη πνευματικότητα στην μεγαλοπρεπή αντικειμενικότητα της επιστήμης

Οι οικονομολόγοι αγωνίστηκαν για 200 χρόνια να απαντήσουν στο ερώτημα πώς μπορούν να  αιτιολογήσουν  τις αξίες στις οποίες βασίζεται κατά τα άλλα μια τελείως εμπορική κοινωνία και που οργανώνεται πέρα από κάθε απλό εγωισμό και υπολογισμό. Ο Knight και οι συνεργάτες του Henry Simons και Jacob Viner αρνήθηκαν στον Franklin D Roosevelt και τις παρεμβάσεις της αγοράς του New Deal. Καθιέρωσαν το Πανεπιστήμιο του Σικάγου ως το αυστηρό πνευματικό σπίτι της ελεύθερης οικονομίας και της αγοράς που παρέμεινε και μέχρι σήμερα. Ωστόσο οι Simons, Viner και ο Knight ξεκίνησαν την καριέρα τους, πριν από το μη ανταγωνίσιμο prestige της πυρηνικής φυσικής έφερνε τεράστια χρηματικά ποσά στο πανεπιστημιακό σύστημα και το οποίο  βοήθησε τις  λεγόμενες «ακριβείς» επιστήμες στη μεταπολεμική περίοδο να αναπτυχτούν με ένα εκρηκτικό ρυθμό. Δεν ασχολήθηκαν με  εξισώσεις ή μοντέλα, αλλά σκέφτονταν για μη επιστημονικά ζητήματα. Πιο απλά, στις θέσεις τους αντικατοπτρίζονταν π.χ. ερωτήματα της αξίας όπου η αξία ήταν τελείως διαφορετική από την τιμή.

Όχι μόνο οι Simons, Viner και Knight ήταν λιγότερο δογματικοί από τον Hayek, ή ακόμα και πιο πρόθυμοι να συγχωρήσουν το κράτος που εισπράττει φόρους και τους επενδύει πάλι. Ο Hayek δεν ήταν διανοητικά ανώτερος από αυτούς. Αλλά αναγνώρισαν ως την πρώτη αρχή ότι η κοινωνία δεν είναι η ίδια με την αγορά και η τιμή δεν είναι η ίδια με την αξία.

Ο Hayek ήταν αυτός που μας έδειξε πώς να προχωρήσουμε από μια απελπιστική ανθρώπινη πνευματική στενότητα στην μεγαλοπρέπεια και αντικειμενικότητα της επιστήμης.  Η μεγάλη ιδέα του Hayek ενεργεί ως σύνδεσμος μεταξύ της υποκειμενικής ανθρώπινης φύσης και την ίδια τη φύση.  Συγχρόνως βάζει οποιαδήποτε αξία που δεν μπορεί να εκφραστεί ως τιμή -όπως αποφάσισε η αγορά - κατά τον ίδιο  μια αβέβαιη βάση, η οποία δεν  δημιουργεί  τίποτα περισσότερο από μια ταπεινή γνώμη , μια προτίμηση, ένα λαϊκισμό ή δεισιδαιμονία.

Περισσότερο από τον καθένα, ακόμα και από τον ίδιο τον Hayek, ήταν ο σπουδαίος μεταπολεμικός οικονομολόγος του Σικάγου, Friedman που βοήθησε τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς να εκμεταλλευτούν τη δύναμη της μεγάλης ιδέας του Hayek. Ωστόσο, νωρίτερα, συγκρούστηκε με  την δύο αιώνων παράδοση και δήλωσε ότι η οικονομία ήταν «κατ 'αρχήν ανεξάρτητη από οποιαδήποτε ηθική θέση ή κανονιστική απόφαση», ‘μια’ «αντικειμενική επιστήμη», ακριβώς όπως το σύνολο των φυσικών επιστημών. Θεώρησε ότι οι παραδοσιακές, κανονιστικές αξίες είναι ανεπαρκείς, ήταν απλά «διαφορές για τις οποίες οι άνθρωποι θα μπορούσαν  μόνο να αγωνιστούν». Με άλλα λόγια, υπάρχει η αγορά και υπάρχει ο σχετικισμός.

Οι αγορές μπορεί να είναι ανθρώπινες ομοιοτυπίες φυσικών συστημάτων και, όπως και το ίδιο το σύμπαν, μπορεί να είναι μη αποδοτικές και άνευ τιμής. Αλλά η εφαρμογή της μεγάλης ιδέας του Hayek σε κάθε πτυχή της ζωής μας ανατρέπει το πιο διακριτικό στοιχείο για εμάς τους ανθρώπους. Δηλαδή, αποδίδει το πιο ανθρώπινο στοιχείο για τα ανθρώπινα όντα - το μυαλό μας και τη βούλησή μας - σε αλγορίθμους και αγορές, αφήνοντάς μας να μιμούμαστε, όπως το ζόμπι, τους συρρικνωμένους ιδεαλισμούς και ιδεοληψίες των οικονομικών μοντέλων. Το υπερμέγεθες της  ιδέας του Hayek και η ριζική αναβάθμιση του συστήματος τιμών σε ένα είδος κοινωνικής γενναιοδωρίας, σημαίνει να υποβαθμίσουμε ριζικά τη σημασία της ατομικής μας ικανότητας στη λογική - την ικανότητά μας να διαθέτουμε και να εκτιμούμε τις αιτιολογήσεις για τις ενέργειες και τις πεποιθήσεις μας.

Ως αποτέλεσμα, η δημόσια σφαίρα - ο χώρος όπου προσφέρουμε λόγους και αμφισβητούμε τους λόγους των άλλων - παύει να είναι ένας χώρος για τη συζήτηση [και παράσταση] και γίνεται μια αγορά των "licks, likes and retweets". Το Διαδίκτυο είναι η προσωπική προτίμηση που μεγεθύνεται από ένα αλγόριθμο. [Ένας ψεύδο-δημόσιος χώρος που αντανακλά τη φωνή που βρίσκεται ήδη στο κεφάλι μας.] Αντί για ένα χώρο συζήτησης παράσταση στον οποίο κάνουμε την εξέλιξη μας, ως κοινωνία, προς την επίτευξη συναίνεσης, τώρα υπάρχει μια συσκευή αμοιβαίας επιβεβαίωσης που μνημονεύεται μάλλον ως "αγορά ιδεών". Αυτό που μοιάζει με κάτι δημόσιο και διαυγές είναι μόνο μια επέκταση των δικών μας προϋπαρχόντων απόψεων, προκαταλήψεων και πεποιθήσεων, ενώ η εξουσία των  πολιτών, των φορέων, των θεσμικών οργάνων και των εμπειρογνωμόνων έχει εκτοπιστεί από τη συσσωρευτική αριθμητική λογική των τεράστιων δεδομένων. Όταν αποκτάμε πρόσβαση στον κόσμο μέσω μηχανής αναζήτησης, τα αποτελέσματά της ταξινομούνται, όπως το θέτει ο ιδρυτής της Google, "αναδρομικά" - από ένα άπειρο μεμονωμένων χρηστών που λειτουργούν ως αγορά, συνεχώς και σε πραγματικό χρόνο.

Εάν για μια στιγμή αφήσουμε στην άκρη  τις  εξαιρετικές χρησιμότητες της ψηφιακής τεχνολογίας, μια παλαιότερη και πιο ανθρωπιστική παράδοση, η οποία κυριάρχησε εδώ και αιώνες, διέκρινε πάντα τα γούστα και τις προτιμήσεις μας - τις επιθυμίες που βρίσκουν έκφραση στην αγορά - και την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε τις προτιμήσεις αυτές, να διαμορφώσουμε και να εκφράζουμε αξίες.

"Μια γεύση είναι σχεδόν καθορισμένη ως μια προτίμηση την οποία δεν αμφισβητείς", έγραψε ο φιλόσοφος και οικονομολόγος Albert O Hirschman. "Μια γεύση για την οποία  ΄λογομαχείς , με άλλους ή με τον εαυτό σου, παύει ipso facto να είναι μια γεύση - μετατρέπεται σε αξία."

Αποφασίζουμε ποιοι και τι είμαστε

Ο Hirschman έκανε μια διάκριση ανάμεσα στο τμήμα του εαυτού του που ενεργούσε ως καταναλωτής και εκείνο που παρείχε τους λόγους για τους οποίους κατανάλωνε. Η αγορά αντικατοπτρίζει αυτό που ο Hirschman χαρακτήρισε τις προτιμήσεις που «αποκαλύπτουν οι  [δρώντες καταναλωτικά] όταν αγοράζουν αγαθά και υπηρεσίες». Αλλά, όπως Hirschman εξήγησε περαιτέρω, οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν ταυτόχρονα την «ικανότητα  ’από τις αποκαλυπτόμενες' ανάγκες τους,  τα θέλω τους και τις προτιμήσεις τους,  να αποσυρθούν και να αναρωτιούνται αν πραγματικά θέλουν, τι θέλουν εκεί και αν αγαπούν πραγματικά αυτές οι προτιμήσεις ».

Διαμορφώνουμε τον εαυτό μας και την ταυτότητά μας βάσει αυτής της ικανότητας για προβληματισμό. Η εφαρμογή των μεμονωμένων ικανοτήτων αντανακλαστικότητας καλείται κατανόηση, η συλλογική εφαρμογή αυτών των δυνάμεων είναι η κοινή λογική: η χρήση της κοινής λογικής για τη διατύπωση των νόμων και πολιτικών συζητήσεων ονομάζεται δημοκρατία.

[Όταν εκφράσουμε λόγους για τις πράξεις και τις πεποιθήσεις μας, αναδεικνύουμε τον εαυτό μας: ατομικά και συλλογικά, αποφασίζουμε ποιοι και τι είμαστε].

Η λογική της μεγάλης ιδέας του Hayeks , σύμφωνα με αυτή, οι  εκφράσεις της ανθρώπινης υποκειμενικότητας παραμένουν χωρίς νόημα μέχρι να επικυρωθούν από την αγορά – και όπως είπε ο Friedman δεν είναι τίποτα άλλο, παρά απλά ένας σχετικισμός, ο κάθε ένας τόσο καλός όσο οποιοδήποτε άλλος επόμενος. Εάν η μόνη αντικειμενική αλήθεια καθορίζεται από την αγορά, τότε όλες οι άλλες αξίες έχουν το καθεστώς απλών απόψεων, οτιδήποτε άλλο,  είναι «relativist hot air». Αλλά ο «σχετικισμός» του Friedman είναι μια κατηγορία που μπορεί να στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε ισχυρισμού που βασίζεται στον ανθρώπινο λόγο. Πρόκειται για μια ανόητη προσβολή, αφού όλοι οι ανθρωπιστικοί σκοποί είναι κατά κάποιο τρόπο "σχετικοί", κάτι που δεν είναι όμως οι επιστήμες. Είναι σχετικές με την (ιδιωτική) συνθήκη το να έχουν γνώμη και την (δημόσια) ανάγκη για  λογική και κατανόηση ακόμα και όταν δεν μπορούμε να περιμένουμε επιστημονική απόδειξη για αυτά. Όταν οι συζητήσεις μας δεν επιλύονται πλέον από τη συζήτηση για αιτιάσεις, τότε οι ιδιοτροπίες της εξουσίας καθορίζουν το αποτέλεσμα.

Σε αυτό το σημείο συναντούμε το θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού και το πολιτικό εφιάλτη τον οποίο ζούμε σήμερα . Το μεγάλο έργο του Hayek, όπως ο ίδιος είχε αντιληφθεί πρώτα στη δεκαετία του 1930 και του 1940, είχε ρητώς σκοπό να αποφευχθεί η υποτροπή σε πολιτικό χάος και φασισμό [βλέπε αναφορές το για του ξένους επιστήμονες γύρω του στο Cambridge που δεν είναι έξυπνοι]. Αλλά η μεγάλη ιδέα ήταν πραγματικά αυτή η βδέλλα που περίμενε να αναπτυχθεί . Ήταν έγκυος από την αρχή, έγκυος με αυτό που έπρεπε να αποτρέψει. Αν κάποιος καταλαβαίνει την κοινωνία μόνο ως γιγαντιαία αγορά, την οδηγεί σε μια δημόσια ζωή που εκφυλίζεται σε διαπληκτισμούς [πάνω σε  απλοϊκές και μόνο] θέσεις, έως ότου οι άνθρωποι στρέφονται τελικά με τη σειρά τους προς ένα ισχυρό άνδρα -συνήθως- για να αντιμετωπίσουν ως δήθεν έσχατη λύση, τα δήθεν άλυτα προβλήματά τους.

Ένας αμφίβολος παράδεισος

1989 ένας Αμερικανός δημοσιογράφος χτύπησε την πόρτα του πλέον 90-ετών Hayek, που διέμενε τότε σε ένα διαμέρισμα στην οδό Φράιμπουργκ Urach. Οι δύο άνδρες κάθονταν σε ένα ηλιόλουστο δωμάτιο του οποίου τα παράθυρα ήταν στραμμένα προς τα βουνά, και Hayek, ο οποίος ανάρρωνε από πνευμονία, έσυρε κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους, μια κουβέρτα πάνω στα πόδια του.

Δεν ήταν πια ο άνθρωπος που είχε αισθανθεί κάποτε ότι είχε χάσει από τον Keynes. Τίποτα από αυτό που είχε καταφέρει ο Reagan "δεν θα ήταν εφικτό χωρίς τις αξίες και τις πεποιθήσεις που μας οδήγησαν στο σωστό δρόμο και δώσαμε τη σωστή αίσθηση κατεύθυνσης". Ο Χαϊέκ ήταν πλέον χαρούμενος από μόνος του αλλά και αισιόδοξος για το μέλλον του καπιταλισμού.

 Ο δημοσιογράφος έγραψε: «Ειδικότερα, ο Hayek βλέπει μια μεγαλύτερη εκτίμηση για την αγορά μεταξύ της νεότερης γενιάς. Σήμερα άνεργοι, νέοι στο Αλγέρι και στη Ρανγκούν δεν βγαίνουν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για ένα κεντρικά σχεδιαζόμενο κράτος πρόνοιας, αλλά για τις επιλογές τους: την ελευθερία να αγοράζουν και να πωλούν - τζιν, αυτοκίνητα, οτιδήποτε - με τις τιμές που καθορίζονται από την αγορά ".

Τριάντα χρόνια αργότερα, ναι μπορεί να ειπωθεί, ότι η νίκη του Hayek είναι ασυναγώνιστη. Ζούμε σε έναν παράδεισο που χτίστηκε από τη μεγάλη του ιδέα. Όσο πιο πολύ μπορεί  ο κόσμος να γίνει μια ιδανική αγορά που διέπεται μόνο από τον τέλειο ανταγωνισμό, τόσο πιο νόμιμο και «επιστημονικά» ανθρώπινο, γίνεται στο σύνολό του. Κάθε μέρα εμείς οι ίδιοι - κανείς δεν πρέπει να μας το πει πια! - προσπαθούμε να γίνουμε πιο τέλειοι σαν διάσπαρτοι, διακριτικοί, ανώνυμοι αγοραστές και πωλητές [prosumers]. Και κάθε μέρα αντιμετωπίζουμε την υπολειμματική επιθυμία να είμαστε κάτι περισσότερο από έναν καταναλωτή σαν μια νοσταλγία ή ελιτισμό [αυτό ιδιαίτερα για τους μεσοαστούς].

«What began as a new form of intellectual authority, rooted in a devoutly apolitical worldview, nudged easily into an ultra-reactionary politics. What can’t be quantified must not be real, says the economist, and how do you measure the benefits of the core faiths of the enlightenment – namely, critical reasoning, personal autonomy and democratic self-government? When we abandoned, for its embarrassing residue of subjectivity, reason as a form of truth, and made science the sole arbiter of both the real and the true, we created a void that pseudo-science was happy to fill.»

Η αυθεντία του καθηγητή, του μεταρρυθμιστή, του νομοθέτη ή του νομικού δεν προέρχεται από την αγορά, αλλά από τις ανθρωπιστικές αξίες όπως η δημόσια πνευματικότητα, η συνείδηση ή η λαχτάρα για δικαιοσύνη. Πολύ πριν ξεκινήσει η διοίκηση του Trump να τις καταστρέφει, τέτοια στοιχεία είχαν εξαντληθεί με μια επεξηγηματική διαδικασία που δεν εξηγεί τελικά γιατί. Ασφαλώς υπάρχει μια σχέση μεταξύ της αυξανόμενης έλλειψης εξουσίας τους και της εκλογής του Trump, ενός πλάσματος λαϊκίστικων και φτωχών ιδιοτροπιών, ενός άνδρα χωρίς τις αρχές ή την πεποίθηση να δημιουργήσει έναν συνεκτικό εαυτό. Ένας άνθρωπος χωρίς μυαλό, που αντιπροσωπεύει την πλήρη απουσία της λογικής, κάνει το κόσμο να τρέχει, ή τουλάχιστον τείνει να θέλει να τον καταστρέψει. Όπως ένας μπασμένος των Manhattan real estate, αν και, Trump, - «ξέρει τι γνωρίζει: ότι οι αμαρτίες του δεν έχουν ακόμη τιμωρηθεί από την αγορά.»

*) Να μας συγχωρέσετε για κάποιες μεταφραστικές ανοησίες, αλλά ήταν δύσκολο κείμενο.

Αρθργράφος: The Guardian. Stephen Metcalf



Ετικέτες