Τα ναρκισσιστικά θεμέλια της σημερινής σεξουαλικής αποστροφής και της πολιτικής αδυναμίας
Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα άτομα ομολογούν με υπερηφάνεια και δη στη δημόσια σφαίρα ότι δεν έχουν καμία απολύτως σεξουαλικότητα και δεν αισθάνονται την παραμικρή ανάγκη για αυτό είναι ίσως μια από τις πιο παράξενες και παράδοξες προκλήσεις που επιφυλάσσει ο σύγχρονος πολιτισμός μας.
Όμως το ίδιο σύμπτωμα το οποίο θα επεξηγηθεί παρακάτω θα το συναντήσουμε και σε πολλές άλλες στιγμές της καθημερινής μας ζωής.
Ας δούμε τα χρόνια του ’60. Μια φαινομενικά αστική, σε μεγάλο βαθμό ηθική εμφάνιση του ατόμου στο δημόσιο χώρο και όχι μόνο εκεί, χρησίμευε για να καλύψει έναν πλούτο «βρώμικων», δηλαδή ομοφυλοφιλικών, ασύδοτων ή πολυμορφικών διεστραμμένων πρακτικών. Η σεξουαλικότητα της αλλαγής της χιλιετίας, έτσι τουλάχιστον έχει παρουσιαστεί στα γραπτά, χαρακτηρίστηκε από την αντίστροφη δομή, σύμφωνα με την οποία ένα "αναγκαστικό και δημόσια εκδηλωμένο φαινομενικά ανοιχτόμυαλο ενδιαφέρον για ερωτικά πανηγύρια έγινε μόνο ο μανδύας σκέψης ενός αυξανόμενου βαρετού σεξουαλικού κενού."[Μαριαμ Λάου., Die neuen Sexfronten, Vom Schicksal einer Revolution.Berlin, p. 14, και Φραντς Ομπελερερ.,Sexualitätät und Bindung im Spätkapitalismus. Von Normalneurose zur Normalperversion., Σε : texte. Psychoanalyse. Ästhetik, Kulturkritik 3, 2005].
Αν παρατηρήσουμε σήμερα την κατάσταση φτάνουμε σε ένα σημείο το οποίο και πάλι είναι παράδοξο. Όχι μόνο ως ένα βρώμικο μυστικό, αλλά ακόμη και ως ένα απλό κάλυμμα, ως μια προσποίηση βρωμιάς όπου δεν υπάρχει, η σεξουαλικότητα έχει προφανώς τελειώσει ή είναι στην τιμητική της.
Παρατηρήστε στην τηλεόραση (εγώ το βλέπω στην Αυστριακή Ελβετική και Γερμανική) πόσες φορές νέοι άνθρωποι ca. 30 ετών υπερήφανα ξεστομίζουν, ότι δεν έχουν σεξ τώρα και αρκετό καιρό. Ακόμα και το σινεμά, ‘ένας από τους πιο αξιόπιστους δείκτες ορισμένων κοινωνικών διαθέσεων-τάσεων δείχνει από τέλος των ετών '90, ιδιαίτερα τη μειονεκτική και αποκρουστική πορεία των εξωσυζυγικών και εκλεπτυσμένων σεξουαλικών ενδιαφερόντων και πρακτικών.
Στέρηση αγαθών και δυνατοτήτων μέσω απελευθέρωσης
Τι συνέβη από την προσπάθεια της σεξουαλικής απελευθέρωσης και μετά, δηλαδή από το 1968 και έπειτα όπου από το πολυπόθητο και αμφισβητούμενο αντικείμενο μιας προσπάθειας κοινωνικής απελευθέρωσης, μέσα σε λιγότερο από 3 δεκαετίες έγινε κυρίως μια αφορμή αηδίας, ενόχλησης και παρενόχλησης και σήμερα θεωρείται από πολλούς ανθρώπους μόνο σαν κάτι αναλώσιμο, μπορούμε να πούμε και σαν κάτι κακό για την δική τους εκτίμηση και ίσως και τις αξίες τους.
«Η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας δεν είναι το αντίθετο, αλλά η αλήθεια της απελευθέρωσης της σεξουαλικότητας[1].» [Ρομπερτ Πφαλλερ, Strategien des Beuteverzichts, σε: Postsexualität, Zur Transformation des Begehrens, Giessen 2009]
Ο Ρ Σεννετ είχε πει ήδη το 1996, ότι αυτή την προσπάθεια απελευθέρωσης από την σεξουαλικότητα την χρωστάμε σε μια πολιτισμική εξέλιξη και την χαρακτήρισε σαν την πτώση και το τέλος του δημόσιου βίου και το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας σαν την τυραννία της οικειότητας (intimacy)[Richard Sennett, Η τυραννία της οικειότητας, Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό,1996]
Ίσως σήμερα υπό το σύστημα της νεοφιλελεύθερης οικονομίας και από αυτή προωθούμενη πίεση και επίθεση σε δημόσιο χώρο και αγαθά, να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι εννοούσε ο Sennett και να το αξιολογήσουμε.
Από τέλη του ’60 υπάρχει μια εξέλιξη η οποία στοχεύει να κάνει τον ιδιώτη το άτομο τον μοναδικό επιτρεπόμενο Acteur (ενεργούντα) του δημόσιου χώρου με αποκορύφωμα τα χρόνια του ’80 στην Αγγλία όπου η τότε Πρωθυπουργός λέει ευθαρσώς:“There is no such thing as society. There are only individual men and women” [Margaret Thatcher].
Δεν πρέπει πλέον να χρησιμοποιούμε πάντα καλλιτεχνικά μέσα δημοσίως για να εκπροσωπήσουμε κάτι Δημόσιο για τους άλλους, αλλά πρέπει πάντα να είμαστε ο εαυτός μας, δηλαδή όσο το δυνατόν πιο αυθεντικοί. Ο Σέννετ περιγράφει εύστοχα αυτή την μονομερή προτίμηση για τον εαυτό μας, η οποία εξαπλώνεται επιθετικά, με τον ψυχαναλυτικό όρο της: Nαρκισσισμός
Ο ναρκισσισμός σε αυτή την περίπτωση είναι δευτερογενής και πολιτισμικά προκαλούμενος γι’ αυτό και είναι δυσάρεστος και παθολογικός και αναφέρεται όχι μόνο σε άτομα αλλά και σε μεγάλα τμήματα πολλών γενεών δυτικών πληθυσμιακών ομάδων.
"Η χαρακτηριστική ναρκισσιστική προσέγγιση όλων των οποιοδήποτε κοινωνικών καταστάσεων είναι να εξεταστεί άμεσα σχετικά με την συμμόρφωση τους με το ΕΓΩ.”
Η διερευνητική ερώτηση σημαίνει λοιπόν για μένα, αυτό το πρόσωπο αυτή η δημιουργούμενη κατάσταση γίνεται το κάποιο αποφασιστικό κριτήριο για την αξιολόγηση του καθετί? [Sennet Richard (1996), Verfall und Leben des öffentlichen Lebens. Die Tyrannei der Intimität. (Παρακμή και ζωή του δημόσιου βίου. Η τυραννία της οικειότητας) , Frankfurt a. Main (Fischer) S. 22]
Οτιδήποτε δεν φαίνεται να συμφωνεί απόλυτα με το δικό μου ΕΓΩ (ή με την εξιδανικευμένη εικόνα μου) το αισθάνομαι σαν «αλλοτρίωση» ή «ετερονομία» ή αλλιώς ακόμα και«βία».[Λάου, Μαριαμ(2000), Die neuen Sexfronten.Vom Schicksal einer Revolution, Berlin(Τα νέα σεξουαλικά μέτωπα Για τη μοίρα μιας επανάστασης) (Alexander Fest Verlag), S, 12 και 126).
Σύμφωνα με αυτές τις ναρκισσιστικές προϋποθέσεις το αποτέλεσμα είναι μια κατά κάποιον τρόπο κατηγορηματική επιταγή: όλα τα αληθή, ίδια, δηλαδή τα δικά μου, δηλαδή όλα με τα οποία είναι δυνατή μια απόλυτη ταυτότητα με εμένα πρέπει να είναι επιτρεπτά.“ Τουναντίον από την άλλη πλευρά σημαίνει επίσης ότι μόνο το ‘Ένα’ μπορεί να γίνει ανεκτό. Αντιθέτως, ό,τι δεν μπορεί να έρθει σε τέλεια αρμονία με την αυτοεικόνα μου δηλαδή του υποκειμένου απορρίπτεται!
Και η ίδια η σεξουαλικότητα όμως αποδείχτηκε εκπροσωπεί μια τάξη. Ακόμα και αυτή έχει νόμους, όρια ντροπής, κανόνες παιγνιδιού και απαιτεί δεξιότητες οι οποίες πρέπει να μαθευτούν [ Ρ. Σεννετ 1996, σ. 21]
Με αυτή τη λεγόμενη «ρομαντική αλήθεια της καρδιάς“ ωστόσο, όσο μπορούμε να πούμε ότι υπήρχε παλιότερα, είναι εύκολο να διαπιστωθεί, ότι οι απαιτήσεις της σεξουαλικότητας δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν επαρκώς. Τότε η γενιά αντιλαμβανόταν κάθε προσπάθεια να μάθει χορό ή ένα τραγούδι ή κάτι άλλο σαν κάτι αδικαιολόγητο για τους ίδιους. Τη ίδια στιγμή μεταβάλλεται η θέση της σεξουαλικότητας εντός της σύγκρουσης μεταξύ του ‘ ΙΔΙΟΥ’ και του ΕΤΕΡΩΝΥΜΟΥ. Εάν μέχρι τότε η σεξουαλικότητα ήταν απροβλημάτιστη και χωρίς να λογίζεται σαν κάτι ίδιον, αποδεικνύεται πλέον η ίδια σαν κάτι το ξένο. Άρα δεν το θέλουμε το απεχθανόμαστε.
Υπό το στενό πρίσμα των προϋποθέσεων της ναρκισσιστικής κουλτούρας της οικειότητας (intimacy) το ‘Ξένο ΕΓΩ’ που δεσμεύεται από την σεξουαλικότητα σαν κάθε οποιαδήποτε κανονικότητα δεν μπορεί να γίνει ανεκτό.
«Καλεί σε μια εξέγερση στα πλαίσια της οποίας ένα ‘νέο ΕΓΩ’ επιβεβαιώνεται απέναντι στη υποτιθέμενη ετερωνυμία, την σεξουαλικότητα.»
Η α-σεξουαλικότητα αναλαμβάνει το ρόλο του ‚Αυθεντικού‘ και πιέζει να εκδιώξει από την δημόσια σφαίρα τη σεξουαλικότητα που γίνεται πλέον αντιληπτή σαν ενοχλητική.
Η εμμονή τους στο ΕΓΩ-libido προκαλεί ένα ελάττωμα ή ας πούμε μια ζημιά στην πλευρά της libido για το αντικείμενο.
Εξ’ αιτίας της ελάχιστης προσοχής που δίνουν στο αντικείμενο και στο αντικειμενικό τείνουν προς μια λεγόμενη «ασκητική αποκήρυξη κάποιων πραγμάτων». Ο Πφαλλερ και ο Ντελέζ βασισμένοι και οι δύο στον Σπινόζα συνοψίζουν : «Φιλοσοφικός ιδεαλισμός και πολιτισμικός ναρκισσισμός είναι λοιπόν αυτό» που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σαν «σκοτεινά πάθη» [Ζιλ Ντελέζ (1988), Spinoza. Praktische Philosophie, Berlin, p. 36 ff- Ρομπερτ Πφαλλερ, Strategien des Beuteverzichts, σε: Postsexualität, Zur Transformation des Begehrens, Giessen 2009, p. 37]
Η ασυγκράτητη επιθυμία για το «Δικό μου» οδηγεί και στο να αδειάσει ο δημόσιος χώρος από όλα τα θετικά και γενικά ποιοτικά χρήσιμα χαρακτηριστικά και στοιχεία που υπάρχουν. Και έπεται η συνέχεια. Αν τα άτομα αυτά έχουν μάθει στη ζωή τους να μην ανέχονται δημοσίως επίσης τίποτα, το οποίο δεν είναι σύμφωνα με την αυτοεικόνα τους και τις ίδιες προτιμήσεις τους αρχίζουν την εκκαθάριση του δημόσιου χώρου από όλα αυτά τα ξένα γ’ αυτούς σώματα.
Κάποιοι το ονομάζουν κανονικότητα και κάποιοι αριστεία. Θα συμπλήρωνα δε σήμερα και φασισμός.
Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Από την απαγόρευση του καπνίσματος -εδώ διίστανται οι απόψεις-, μη επιτρεπτές λέξεις, απλωμένα ρούχα στον κήπο μιας ‘καλής ‘ γειτονιάς κλπ., το πώς ομιλείς το τι κινήσεις σώματος επιτρέπονται. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική έχει ένα αυτί μόνο για τέτοιες απαγορεύσεις, τις πραγματώνει!
Τι συμβαίνει στο ενδιάμεσο από την οικειότητα στην ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου
Όποιος έχει παράπονα έχει πάντα δίκιο λέει ο νεοφιλελευθερισμός, γιατί? Γιατί πιέζει να γίνει ο δημόσιος χώρος κατά μια διάσταση φτωχότερος. Το θέλει αυτό ο νεοφιλελευθερισμός.
„There are two topics which determine today’s liberal tolerant attitude towards Others: the respect of Otherness, openness towards it, and the obsessive fear of harassment – in short, the Other is OK insofar as its presence is not intrusive, insofar as the Other is not really Other… In the strict homology with the paradoxical structure of chocolate laxative, tolerance this coincides with its opposite: my duty to be tolerant towards the other effectively means that I should not get too close to him, not to intrude into his/her space – in short, that I should respect his/her intolerance towards my over-proximity. This is what is more and more emerging as the central “human right” in late-capitalist society: the right not to be “harassed,” i.e., to be kept at a safe distance from the others.”[ Masturbation, or sexuality in the atonal world Zizek, Slavoj (2008) Masturbation, or sexuality in the atonal world. Lacan.com ]
Αυτό είναι και το μοναδικό τους δικαίωμα. Απολαμβάνουν ένα γενικότερο αρνητικό δικαίωμα αλλά κανένα θετικό. Όλα μπορούν εξ’ αιτίας παραπόνων από ιδιώτες να απομακρυνθούν από τον δημόσιο χώρο. Όμως τίποτα δεν μπορεί να επανέλθει πάλι μέσω μιας δημόσιας απαίτησης, γιατί δεν υπάρχει το δημόσιο αντικειμενικό. [Ρομπερτ Πφάλλερ σ. 39]
Έτσι λοιπόν μπορεί να έχει πρόσβαση σε τηλεοπτικό χρόνο καναλιών όταν είναι πρόθυμος να προβάλλει ή να παρουσιάσει στον μεγάλο κόσμο κάποια παράξενα προσωπικά φαντασιόπληκτα πράγματα(όπως π.χ. την μετασεξουαλικότητά του). Δεν μπορεί όμως να απαιτήσει μια γενικότερη επαναφορά του δημόσιου χώρου στη δημόσια σφαίρα.
Και εδώ μπορούμε να αναφερθούμε σχετικά στην πρόσβαση δημόσιων υποδομών. Η πρόσβαση έχει σταματήσει να είναι κάτι αυτονόητο. Εδώ σαν παράδειγμα αναφέρομε την κατάργηση π.χ. των ταχυδρομικών κουτιών λόγω ιδιωτικοποίησης από την όποια πλήττονται ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι και πρέπει να περπατούν μεγαλύτερες αποστάσεις. Αλλά και το ζήτημα της παιδείας είναι συναφές που πλέον δεν είναι θέμα παροχής μόνο από την δημόσια για την δημόσια σφαίρα. Το ότι οι κοινωνικές τάξεις που δεν ανήκουν στην ελίτ θα θελήσουν ίσως περιστασιακά να μάθουν, «ποια καλλιτεχνικά προϊόντα συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγάλων και ισχυρών διακριτικών αγαθών της κοινωνίας θεωρείται πλέον ‘ιδιωτικό πρόβλημα των μελών αυτών των τάξεων’». Το ίδιο συμβαίνει και με την υγεία που πλέον είναι πρόβλημα του ατόμου να βρει και να έχει πρόσβαση στις υποδομές υγείας. Κάτι ανάλογο και παρανοϊκό του νεοφιλελευθερισμού συμβαίνει και με το κάπνισμα. Αν θέλετε να καπνίσετε, καπνίσετε στο σπίτι σας όχι σε δημόσιου χώρους.
Το λάφυρο της σεξουαλικότητας και η παραίτηση από αυτό.
Έτσι λοιπόν οι δυνατότητες για επιθυμίες και να βιώσεις τον εαυτό σου σεξουαλικά δεν είναι μια ανθρωπολογική σταθερά. Αυτές οι δυνατότητες είναι περισσότερο αποτέλεσμα ‘λείας’ από κοινωνικές πάλεις και συγκρούσεις, η οποία ανάλογα με την έκβαση της πάλης είναι προσβάσιμες είτε από πολλά άτομα είτε από λίγα. Εάν υπάρξουν χαμένοι στα πλαίσια αυτής της πάλης (όπως σήμερα π.χ. ) τότε ξεκινούν να αρνούνται το τυχόν λάφυρο-λεία τους και να καταλαβαίνουν την αποκήρυξή σαν κάτι φιλήδονο. Η σεξουαλικότητά τους, η οποία δεν μπορεί να βρει θέση στο έδαφος της κοινωνίας ως σεξουαλική δραστηριότητα, ασχολείται πλέον ακριβώς με την παραίτηση από κάθε πολιτικό χώρο και κάθε παρόμοια δραστηριότητα.
Η μετασεξουαλικότηητα σαν σύμπτωμα λοιπόν -σύμφωνα με την ψυχανάλυση- δεν είναι το πρόβλημα αλλά η λύση. Απαντά σε κεντρικά θέματα της διαχείρισης της Libido κάτω από το πρίσμα νεοφιλελεύθερων οικονομικών όπως και μετανεωτερικών (Μεταμοντέρνων) προϋποθέσεων και αξιών.
Παρατηρώντας το τι συμβαίνει στην κοινωνία τα τελευταία χρόνια , διακρίνουμε μια αρνητικότητα στα ετεροφυλοφιλικά ενδιαφέροντα. Ετεροφυλόφιλοι άνδρες εκτίθενται γρήγορα στις κατηγορίες της ωμότητας και μιας ασυναίσθητης ματσο-συμπεριφοράς. Για τις γυναίκες ισχύει κάτι αντίστοιχο. Ετεροφυλόφιλες γυναίκες έχουν να αντιμετωπίσουν την κατηγορία της έλλειψης φεμινιστικής συνείδησης και αδελφοποίησης με τον «εχθρό» στο πλαίσιο των δυαφυλικών σχέσεων.
«Επομένως, η χειραγώγηση των ετεροφυλόφιλων συμφερόντων και των λεγόμενων ελκυστών μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε σημαντική απώλεια κοινωνικού γοήτρου. Γι’ αυτό και αφήνουν την διάθεση και την προβολή-εξωτερίκευση της ερωτικής σαφήνειας τους και στο να τροφοδοτούνται όλα αυτά, σε εκείνες τις τάξεις και τις εθνοτικές ομάδες που βρίσκονται στο χαμηλότερο σκαλί της κοινωνίας.»[Ρομπερτ Πφαλλερ., σ 41]
Υπό τον νεοφιλελευθερισμό η σεξουαλικότητα σαν λάφυρο έχει ανακατανεμηθεί. Μόνο υψηλά στην κοινωνία στους νικητές ‘της πάλης για μια λεία’, συναντά κανείς την σεξουαλικότητα στην τάξη του Flavio-Briatore ή πάνω στα κότερα του Monaco ή κάπου αλλού σε ‘εξευγενισμένα περιβάλλοντα’. Κατά τα άλλα θα την συναντήσεις σχεδόν μόνο σε εκείνους που μέσω της αξίωσής τους για σεξουαλικότητα, έχουν χάσει όλες τις άλλες αξιώσεις και το δείχνουν αυτό μέσω της θέσης τους ως θεατές προς τα μέλη των κάπως ανώτερων τάξεων με προειδοποιητικό και παραδειγματικό χαρακτήρα: «Προσέξτε: εάν δείξετε ότι είστε χαρούμενοι και έχετε επιθυμίες, τότε ίσως αύριο θα είστε εσείς αυτοί που θα είστε μέσα σε ένα container έκθεσης και θα σας βλέπουμε εμείς απ’ έξω και θα το διασκεδάζουμε.»
Κουλτούρα και σεξουαλικότητα
Η μεγάλη μάζα της μεσαίας τάξης είναι σε μεγάλο βαθμό απομακρυσμένη από την σεξουαλικότητα όπως ακριβώς και από την πρόσβαση στα ταχυδρομικά κουτιά που έχουν εκλείψει. Μετασεξουαλικότητα σημαίνει εδώ ότι ούτε γράμματα μπορεί κάποιος να αποστείλει αλλά και ούτε μπορεί να έχει σεξουαλική επιθυμία. Δεν είναι βέβαια σωστό να πούμε ότι δεν υπάρχει καθόλου σεξ. Έχουν ακόμα με την Καντιανή έννοια τα άμεσα «Σεξουαλικά εργαλεία» τους. Όμως τους έχουν στερήσει σημαντικό κομμάτι των αντίστοιχων μέσα παραγωγής και μάλιστα τις πολιτισμικές προϋποθέσεις για τη σεξουαλικότητά τους. Και αυτό γιατί? «Γιατί μόνο η κουλτούρα μπορεί να προσφέρει σε άτομα, εκείνα τα πρότυπα που είναι απαραίτητα για να μπορέσουν να βιώσουν το Εγω-Ξένο, το οποίο και είναι δομικά η σεξουαλικότητα, σε πανηγυρικές στιγμές ως ένα ευχάριστο θρίαμβο.» Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να συμβεί μέσω ενός απλού παθητικού εφησυχασμού του ατόμου του τύπου, «αυτό που θέλεις είναι καλό - μόνο και μόνο επειδή το θέλεις πραγματικά.» Και εδώ έρχεται η κουλτούρα και σου λέει ότι εγώ δεν μπορώ να σου εξηγήσω, ότι όλα τα οποία δεν είναι σύμφωνα με την Αυτοεικόνα σου στην πραγματικότητα είναι όλα καλά και οκ. Έχει νόημα να εξασφαλίσεις στα άτομα apriori, ότι καθετί που δεν ζημιώνει κάποιον άλλον είναι οκ και δεν χρειάζεται να ντρέπεται κάποιος γι’ αυτό? Σίγουρα αυτό δεν ίσχυσε κατά την διάρκεια της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούμε εντάσεις, στρες όχι μόνο για τις σεξουαλικές τους τάσεις αλλά και στρες για το ότι έχουν υπερβολικά αισθήματα ντροπής προς τον κόσμο. Η ντροπή γίνεται αυτομάτως η ίδια αντικείμενο. Έτσι λοιπόν κατασκευάζουμε -σύμφωνα με τις τάσεις του νεοφιλελευθερισμού παράλληλες- μια ιδιοποίηση-ιδιωτικοποίηση των προβλημάτων και εγκαταλείπει το άτομο στην τύχη του.
Η κουλτούρα οφείλει να καταφέρει κάτι άλλο: aντί να ζητά από τα άτομα να εγκρίνουν αυτό που επιθυμούν, ο πολιτισμός, με τη σειρά του, πρέπει να το υποστηρίξει.
Και εδώ υπάρχει μεγάλη διαίρεση στον επιστημονικό δυναμικό από Freud, Lacan, Foucault, αν η κουλτούρα οφείλει να παίξει το ρόλο του ταξιθέτη στο cinema ναρκισσισμός ή η κουλτούρα να φτιάχνει εξαιρέσεις που κατά τα άλλα ήταν αποτυχία τώρα πλέον να μπορεί να είναι και μια από τις προσφερόμενες προκλήσεις.
Όμως η κουλτούρα επίσης μπορεί να προστάζει. «Επιβάλλει και δημιουργεί επίσημες εξαιρετικές καταστάσεις στις οποίες αυτό που συνήθως αρνούνταν, τώρα ξαφνικά φαίνεται απαραίτητο και μπορεί να βιωθεί σε τελετές πληθωρικότητας ως χαρούμενη ευθυμία, ως χαρούμενος θρίαμβος ή ακόμα και ως θυελλώδης ενθουσιασμός.» Ξαφνικά γινόμαστε μέρος μιας τοτεμιστικής κοινωνίας και χαιρόμαστε και βιώνουμε ξέφρενα την εξαίρεση.[2]
Το ότι σήμερα συνδέει κάποιος την κουλτούρα συνήθως με κάτι ετερώνυμο και αυταρχικό, έχει να κάνει περισσότερο με αυτόν τον λεγόμενο επιβλητικό της χαρακτήρα παρά με την απαγορευτική λειτουργία της.[Ρ. Πφαλλερ., σ. 43]
Μέσω της δημόσιας επιβολής, ξεπερνά τα δημόσια και ιδιωτικά εμπόδια, τα οποία σχηματίζονται κυρίως από μια αίσθηση αμηχανίας. Και ακριβώς ξεπερνώντας αυτά τα εμπόδια δημιουργούνται ευχάριστοι θρίαμβοι.
Η νεοφιλελεύθερη «culture of complaint»(κουλτούρα παραπόνων) εξαλείφει τέτοιες προσφορές. Ακριβώς οι πόροι δημόσιας ευχαρίστησης είναι αυτοί που αφαιρούνται ή στερούνται από τα άτομα στην μετανεωτερική μεταμοντέρνα κουλτούρα καταγγελιών. Αφού λοιπόν τους αφαιρούνται όλα αυτά τα εργαλεία απόκτησης απόλαυσης, μένουν ξαφνικά μόνοι τους μαζί με το νωπό υλικό των ενδοψυχικών συγκρούσεων τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι αισθάνονται ακόμα πιο βαθιά στον κόσμο του αντικείμενου ‘Εγώ-ξένο’ και πρέπει εκ νέου να παραπονεθούν.
Οι συμβιβασμοί των ‘ληστεμένων’
Εμφανίζεται ως μία συμπτωματική λύση. Είναι ένας συμβιβασμός που κάνουν ορισμένα άτομα κάτω από τις προϋποθέσεις αφαίρεσης οποιουδήποτε δικαιώματος πολιτισμικού μέσου με την εγωιστική τους δέσμευση στο ‘εγω-ξένο’.
Από την άλλη η μετασεξουαλικότητα είναι κάτι ευχάριστο κοινωνικά και χρησιμοποιείται στο έπακρον από αυτήν καθώς η κοινωνία θέλει να ακούσει το βίωμα των αποκλεισμένων. Υπάρχει μια ανάγκη εξομολόγησης που προκαλείται από τα μέσα ενημέρωσης για τα υποτιθέμενα "πιο οικεία" πράγματα. Αυτό είναι τελικά όμως, εξ’ αιτίας των ναρκισσιστικών προϋποθέσεων, όχι πια η ίδια ατομική σεξουαλικότητα, - η οποία έχει αποδειχθεί πλέον σαν ένα υπερ του δέοντος δομικό σχήμα για το άτομο- αλλά η απουσία της.
Το σύνθημα λοιπόν σέξ(σέξουαλ) πουλάει οφείλουμε να το συμπληρώσουμε με το ασέξουαλ πουλάει.
[1]Οι παρακάτω θέσεις και παραινέσεις βασίζονται στη θέση του Ρόπμπερτ Πφάλερ, ότι η σημερινή άρνηση της σεξουαλικότητας δεν αντιπροσωπεύει καμία αντικίνηση στην ευφορία σχετικά με την σεξουαλική απελευθέρωση, «αλλά πολύ περισσότερο στη συνεπή συνέχισή της».
[2] Αντί να αντιλαμβανόμαστε τον πολιτισμό (τη συμβολική τάξη) ως μια τάξη απαγορεύσεων, θα μπορούσαμε επίσης να τον συλλάβουμε ως κανόνα παιχνιδιού, όπως έχει αποδείξει ο Joahan Huiyinga. Και το παιχνίδι έχει μια αυστηρή, κατηγορηματική επιταγή που δεσμεύεται για την προσδοκία ευχαρίστησης: μη μας την χαλάτε!