Το να λειτουργείς και να ενεργείς σε έναν κόσμο του ψέματος και της υποκρισίας.
Η πραγματικότητα των ζωγράφων, των επιστημόνων, των ποιητών των καλλιτεχνών, των ψυχολόγων και άλλων metier, και πολλών εκπαιδευτικών γενικώτερα σε ένα συγκρουσιακό και μη γι’ αυτούς κόσμο? (Μέρος Ι/ΙΙ)
«Ξέρεις λέω να πάω για συμπαράσταση στη διαμαρτυρία στο δικαστήριο …», «βλέπεις τι γίνεται στα Δημοτικά με τα έργα…?», «η γειτονιά είναι σαν κοινωνικό σύνολο για πέταμα,» «μήπως οφείλουμε να δραστηριοποιηθούμε ?»
«Ξέρεις εγω ασχολούμαι μόνο με τη ζωγραφική» θα πει ο ένας, «εγω παράγω μουσική» θα πει ό άλλος, ο τρίτος, «γράφω ποίηση», ο τέταρτος «η επιστήμη μου δεν μου επιτρέπει να ασχοληθώ με τέτοια τετριμμένα θέματα και δη ‘πολιτικά’».
Όπως αναφέρει ρητά και ο Lagasnerie στο βιβλίο του «πολιτική συνείδηση» o στόχος μας σαν μέλη μια κοινωνίας … όφειλε να …(είναι) επομένως μια "ρεαλιστική κατανόηση της πολιτικής μας κατάστασης και της σχέσης μας με το κράτος, το νόμο, τον εαυτό μας και τους άλλους",
και ποια είναι τελικά η συμπολιτευτική ή αντιπολιτευτική μας θέση προς όλα αυτά.
Η διαφορετικά! Η διανόηση ή η πνευματική ζωή περιλαμβάνει και μια ηθική διάσταση, όμως χωρίς να θέλουμε να αγκυροβολήσουμε πάνω σε αυτήν, γιατί κανείς δεν είναι αναγκασμένος να συμμετέχει ενεργά στο δια ταύτα της κοινωνικής ζωής, να είναι ενεργός πολιτικά και να αγωνιστεί.
Ειδικά δεν όταν μας έχουν πετάξει τελείως τυχαία σε ένα μέρος που δεν το έχουμε επιλέξει εμείς, δεν έχουμε ούτε ηθικό ούτε δεοντολογικό καθήκον να αντισταθούμε εάν κάτι με το κυρίαρχο σύστημα δεν μας κάθεται και δεν συμφωνούμε. Το που γεννηθήκαμε, το που ζήσαμε τη παιδική ηλικία, σε ποιο τόπο υπάρχουμε, τι βλέπουμε και εάν είμαστε σε αυτό ή το άλλο μέσο εξουσίας παγιδευμένοι, όλα αυτά δεν τα έχουμε επιλέξει εμείς και γι’ αυτό το λόγο δεν μας βαραίνει κανένα καθήκον για πολιτική δέσμευση (engagement) στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Δεν υπάρχει καμία οντολογική υπευθυνότητα μας σε αυτό που συμβαίνει στον κόσμο σήμερα. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι σε κάτι.
Όμως όταν γράφεις, όταν ερευνάς, όταν ζωγραφίζεις, όταν δημοσιεύεις όταν είσαι πολιτισμικά ενεργός και δραστήριος, παράγοντας κάποιο έργο τότε αλλάζουν άρδην όλα.
Μία τέτοια πραγμάτωση διαφόρων θεμάτων προϋποθέτει την λίγο η πολύ ενσυνείδητη απόφαση μας να βρισκόμαστε στον κύκλο των ανθρώπων που παράγουν ιδέες, διαδίδουν λόγο και αντίλογο(discurs), δηλαδή να ανήκουμε σε αυτά τα άτομα που θέλουν να διαδραματίσουν ένα ρόλο στην εξέλιξη του κόσμου - ή της κοινωνίας - αυτού στον οποίο ζούμε.
Εκείνη τη στιγμή έχουμε αποφασίσει για την κοινωνική και την πολιτική μας ενεργοποίηση (engagement), δηλαδή δεν μπορούμε πλέον να αμφισβητήσουμε ή να κρύψουμε την πολιτική διάσταση των ενεργειών - πράξεων μας.
Ποιος κόσμος
Οποιαδήποτε πολιτισμική πρακτική-ενέργεια καθορίζεται από μια συγκεκριμένη ενέργεια πολιτικής διαδικασίας. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε ενέργεια είτε αυτή είναι δημοσιοποίηση, είτε λογοτεχνία, είτε τέχνη, είτε έρευνα, είτε απλά μόνο σκέψη έρχεται συγκρουσιακά σε αντιπαράθεση με τον υπάρχοντα κόσμο.
Ο κόσμος αν ρωτήσουμε σήμερα τι είναι, τι απάντηση θα πάρουμε? Ένας όμορφος, ένας τρελός ένας γεμάτος προκλήσεις ένα άγνωστος κόσμος. Από τους λιγότερους θα ακούσουμε, ο κόσμος είναι άδικος, κακός, και κυριαρχείται από συστήματα εξουσίας , εκμετάλλευσης, δύναμης και βίας. Και αυτός είναι ο πραγματικός ορίζοντας, στον οποίο οφείλει να προσανατολιστεί ο κάθε ένας/μια που θεωρεί και θέλει να ταχθεί στο στρατόπεδο του παγκοσμίου σκέπτεσθαι.
Και στη συνέχεια είναι ακριβές να αναρωτηθούμε, εάν θέλουμε να είμαστε μέρος του παγκόσμιου σκέπτεσθαι και του τρόπου που θέλουμε να αλλάξουμε το κόσμο και την διάχυτη βία που κυριαρχεί, και ποια θα μπορούσε να είναι η ανάλογη πολιτισμική και πνευματική πρακτική που απαιτείται εδώ.
Μπορούμε να φτιάξουμε ή συμβάλλουμε σε ένα δικαιότερο και λογικότερο κόσμο ή λειτουργούμε συνεργατικά με το σύστημα μέσω των πρακτικών μας και αναπαράγουμε το σύστημα με αυτό τον τρόπο?
Ο Αντόρνο τονίζει τη δυσκολία του να προσπαθεί κανείς για μια καλή ζωή για τον εαυτό του και ο ίδιος, να βρίσκεται εν μέσω ενός κόσμου γεμάτου αδικία, εκμετάλλευσης και όλων των μορφών εξαφάνισης-ακύρωσης.
Ακολουθώντας τον Adorno η Judit Butler [1]θεωρεί από την αρχή, ότι βρισκόμαστε σαν κοινωνία αντιμέτωποι με δύο προβλήματα ή καλύτερα με ερωτήματα: Το πρώτο ερώτημα είναι: «Πώς μπορούμε να ζήσουμε τη ζωή μας με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούμε να πούμε ότι ζούμε μια καλή ζωή σε έναν κόσμο που καθιστά μια καλή ζωή[2] δομικά ή συστηματικά αδύνατη για πολλούς;» «Το δεύτερο πρόβλημα είναι ποια μορφή παίρνει αυτό το ερώτημα για εμάς σήμερα. Με άλλα λόγια, πώς η ιστορική στιγμή στην οποία ζούμε καθορίζει και διαπερνά το ίδιο το ερώτημα;»
Αυτό το ερώτημα της καλής ζωής είναι ένα τελικά ερώτημα ηθικής. Και η πραγματικότητα ποια είναι όμως? Θέτουμε αυτό το ερώτημα ηθικής ή δεν το θέτουμε μπροστά στο να μη θέλουμε να δούμε και να αντιμετωπίσουμε τις δυνατότητες προσαρμογής μας, τη συνενοχή μας ή ακόμα και τις απαρνήσεις μας.
Στην πραγματικότητα, θέτει - αν δούμε την βιβλιογραφία- ο Αντόρνο επίσης το ερώτημα πώς οι ευρύτεροι μηχανισμοί της εξουσίας και της κυριαρχίας εισβάλλουν ή διαστρεβλώνουν την ατομική μας σκέψη για την λεγόμενη σωστή ζωή. Γράφει ότι " το ήθος ή ηθική ή ανήθικη συμπεριφορά είναι πάντα ένα κοινωνικό φαινόμενο - δηλαδή, [ότι] δεν έχει κανένα νόημα να μιλάμε για ήθος και ηθική συμπεριφορά εκτός από τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, και [ότι] το άτομο που θεωρεί ότι είναι καθαρό για τον εαυτό του είναι μια ολική αφαίρεση"[3].
Αφαιρετικά θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το ζήτημα της «σωστής ζωής θα ήταν το ζήτημα της σωστής πολιτικής», αν μια τέτοια σωστή πολιτική βρισκόταν σήμερα στη σφαίρα του υλοποιήσιμου.
Πριν ή μετά από τα τεκταινόμενα θα πάρουμε θέση …
Τι θα πει τελικά για ένα ζωγράφο για ένα λογοτέχνη για ένα γλύπτη να ζει μια καλή ζωή μέσα σε ένα κακό κόσμο? Πως πρέπει να είναι ο τρόπος σκέψης τους σε ένα κόσμο που κυριαρχείται από Βία, Αδικία και Καταπίεση.
Και το σημείο έναρξης της σύγκρουσης μεταξύ πολιτισμού- κουλτούρας και κοινωνίας φαίνεται να υπάρχει ήδη πριν να προχωρήσουμε στη νομιμοποίηση των καθιερωμένων επιστημονικών λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών μορφών και θεσμών και γενικότερα πολιτισμικών πρακτικών για να θέσουμε το ερώτημα μετά, πως μπορούμε να συμβάλλουμε σε μια αλλαγή του κόσμου.
Εδώ τουναντίον τίθεται το ερώτημα εκ των προτέρων, δηλαδή σαν μια αναγκαιότητα του υποκειμένου να αναγνωρίσει το πως κατανοεί το ίδιο σαν δημιουργός πολιτισμικού περιεχομένου την θεωρία και την πρακτική του. Συνεπάγεται ότι για να καθορίσουμε τον τρόπο και τις μορφές ενεργειών μας απέναντι και με το σύστημα πρέπει να τοποθετήσουμε εξ αρχής την διάσταση μιας ηθικής. Με αυτό εννοείται ότι δεν κοιτάζουμε πρώτα το τι συμφέρει, τι που συμβάλλει, πως εφαρμόζεται, πως μπορεί να διαθωθεί μία πολιτισμική θεωρία ή πρακτική για να αποφασίσουμε εάν συμπλεύσουμε με αυτές τις πολιτικές ή όχι.
Και εδώ βλέπουμε ότι διαφαίνεται το κεντρικότερο ερώτημα. Πώς πρέπει να ενεργούμε για να μη συμβάλλουμε στην ψευτιά του κόσμου.
«Ιδιαίτερα δε η θέση των λόγιων-καλλιτεχνών είναι εσπευσμένα λεπτή απέναντι στο σύστημα. Είναι ίσο με τον πολιτικό «αγώνα στον οποίο οφείλει να ανήκει η σκέψη τους», όπου η σκέψη δεν θεωρείται σαν κάτι ανεξάρτητο που μπορεί να κατακερματιστεί- να αποχωριστεί από μια άλλη συνέχεια. Ergo, επειδή ζούμε σε ένα άδικο και άξιο κριτικής κόσμο, δεν υπάρχει ουδετερότητα στις ενέργειες μας.
Μια επιστήμη, μία τέχνη, που στα πλαίσια της φανταστικής αυτοτέλειας της θεωρεί τη διαμόρφωση της πρακτικής που ανήκει και υπηρετεί απλά και μόνο σαν κάτι μεταθανάτιο και αρκείται στο διαχωρισμό σκέψης και πράξης ‘έχει ήδη απαρνηθεί τον ανθρωπισμό’[4].
Εάν ένας ερευνητής, λόγιος ή καλλιτέχνης πιστεύει σε μια
ανεξάρτητη, κοινωνικά υπεράνω (supra social) ελεύθερη αιωρούμενη γνώση που κατέχει, όταν αρνείται
ότι « η κοινωνική σημασία του τομέα με τον οποίο ασχολείται επηρεάζει τις πραγματικές του ενέργειες,
καταδικάζει τον εαυτό του στον να προχωράει σε μια επιστημονική πρακτική, που
συμβάλλει στην παραγωγή ή και
αναπαραγωγή του ίδιου του συστήματος[5].
Αποδέχεται με αυτό τον τρόπο ότι η θεωρία του δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά
μόνο σε ένα τροχό ενός μηχανισμού, ο οποίος ευρίσκεται σε κίνηση: Και ας το δούμε παραδειγματικά σε σχέση με
την επιστημονική κοινότητα. «Ο λόγιος
και η επιστήμη του είναι ζεμένοι και οι δύο στην κοινωνική άμαξα, οι αποδόσεις
τους είναι ένα μομεντουμ της αυτοσυντήρησης, της αέναης αναπαραγωγής του ήδη
υπάρχοντος, μη έχοντος σημασία τι αποφασίζουν οι ίδιοι γι' αυτό.»[6]
Ο δε Αντόρνο το θεωρεί ανήθικο. «Η ηθική της αποχής από την κοινωνική-πολιτική ενεργό ζωή, η επιδίωξη της επιστημονικής ουδετερότητας, η ιδέα μιας επιστημονικής κοινότητας αποκομμένης από την πολιτική, ο Αντόρνο την βρίσκει ανήθικη, δηλαδή μια ανήθικη προθυμία συμμετοχής»[7] στα γνωστά: «Σε μια πραγματικά ψεύτικη κοινωνία που έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των μελών της καθώς και του συνόλου, κάθε έννοια που υποτάσσεται οικειοθελώς στους κανόνες αυτής της κοινωνίας, οι οποίες είναι συνυφασμένοι μόνο με την επιστήμη, συμμετέχει στην ψευτιά της.»[8]
Το να είσαι πολιτικά ενεργός είναι κατηγορία ατόμου?
Υπάρχει πολιτικά ενεργό άτομο ή πολιτικά ενεργοί διανοούμενοι σαν να υπάρχουν και άλλοι διανοούμενοι που δεν είναι? Γιατί αν κοιτάξουμε βαθύτερα, πολιτική υπάρχει παντού όπου και να κοιτάξεις και μάλιστα σε κάθε λέξη που εκφράζεται γραπτώς ή προφορικώς.
Εάν όμως ισχύει, ότι από την στιγμή που αποφασίζουμε να ξεκινήσουμε το γράψιμο ή την τέχνη του ζωγράφου π.χ. συμμετέχοντας στην παραγωγή διαλόγων που διαμορφώνουν τη γνώση μας για τον κόσμο και την εικόνα που σχηματίζουμε γι' αυτόν, και συμβάλλουμε έτσι στη διαμόρφωση του κόσμου, τότε η πραγματικά παράδοξη πρακτική είναι ακριβώς η παραίτηση από την διαφωνία και τη πολιτική ενεργοποίηση μας, μια (φαντασιακή) ουδετεροποίηση, η επιδίωξη μιας "αποπολιτικοποίησης" των δικών μας ενεργειών. [9]
«Από πού πηγάζει η ανάγκη τελικά να είναι κανείς άχρηστος!»
[1] Judith Butler, „Kann man ein gutes Leben im schlechten führen?“, in: Blätter für deutsche und internationale Politik 10/2012, S 97-108. Digitalausgabe.
[2]Ο όρος "σωστή ζωή" ή καλή ζωή είναι φυσικά αμφιλεγόμενος- υπάρχουν πολλές διαφορετικές αντιλήψεις για το τι είναι η "σωστή" ζωή. Πολλοί έχουν εξισώσει τη σωστή ζωή με την οικονομική ευημερία, με την ευημερία ή ακόμη και με την ασφάλεια- αλλά γνωρίζουμε ότι η ευημερία και η ασφάλεια είναι επίσης διαθέσιμες σε εκείνους που δεν ζουν τη σωστή ζωή.
Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές όταν εκείνοι που ισχυρίζονται ότι ζουν μια καλή ή σωστή ζωή επωφελούνται από την εργασία των άλλων ή από ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην ανισότητα. Συνεπώς, το "δικαίωμα στη ζωή" πρέπει να οριστεί ευρύτερα, ώστε να μην προϋποθέτει ή συνεπάγεται ανισότητα.
Για να το θέσουμε διαφορετικά: Το "δικαίωμα στη ζωή" πρέπει να συμβιβαστεί με άλλες κανονιστικές αξίες. Όταν βασιζόμαστε στην καθημερινή μας γλώσσα για να μας πούμε ποια είναι η σωστή ζωή, έχουμε αναγκαστικά ασάφειες, επειδή αυτή η έκφραση υπονοεί τόσα πολλά ανταγωνιστικά συστήματα αξιών.
[https://www.fr.de/kultur/kann-gutes-leben-schlechten-fuehren-11319646.html]
[3] https://www.fr.de/kultur/kann-gutes-leben-schlechten-fuehren-11319646.html
[4] G Lagasnerie, Denken in einer schlechten Welt, 2018, S. 19
[5] Max Horkheimer., Traditionelle und kritische Theorie, in: Gesammelte Schriften Bd 4, Frankfurt/M 1988. p 162-225, εδώ 170, πρωτογενής πηγή G d Lagasnerie, Denken in einer schlechten Welt. 2018
[6] Max Horkheimer., Traditionelle und kritische Theorie, in: Gesammelte Schriften Bd 4, Frankfurt/M 1988. p 162-225, εδώ 190, 170. Πρωτογενής πηγή G d Lagasnerie, Denken in einer schlechten Welt. 2018
[7] Theodor, W. Adorno., Einleitung zum Positivismusstreit in der Deutschen Soziologie, in: ders., Gesammelte Schriften Bd. 8, Frankfurt/M, 2003, p 280-353, εδώ σελίδες 307, 299. Πρωτογενής πηγή G d Lagasnerie, Denken in einer schlechten Welt. 2018
[8] Theodor, W. Adorno., Einleitung zum Positivismusstreit in der Deutschen Soziologie, in: ders., Gesammelte Schriften Bd. 8, Frankfurt/M, 2003, p 280-353, εδώ σελίδα 299. Πρωτογενής πηγή G d Lagasnerie, Denken in einer schlechten Welt. 2018
[9] G d Lagasnerie, Denken in einer schlechten Welt. 2018, p. 25