«Όλα καλά θα πάνε» και οι αφορισμοί περί της ζωής και οι κοσμοθεωρίες στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης.
Κάθε μέρα που περνάω από έξω το βλέπω. Μια Α4 ασπρόμαυρη φωτοτυπία με τις λέξεις « Όλα θα πάνε καλά». Μπαίνω σε ένα κοινωνικό μέσο και διαβάζω της κάθε καρυδιάς απόψεις για το τι είναι ζωή και μια σειρά αφορισμών για την καθημερινότητα μας – που συνήθως μεταδίδονται από γενιά σε γενιά- , αλλα ποτέ δεν πέφτει το βλέμμα μου σε παραινέσεις, που συνήθως προκύπτουν μετά από λίγο έως πολύ φιλοσοφικές διεργασίες αναφορικά με τις νέε premises διαβιωσης και επιβίωση που μας εχουν επιβληθεί και έχουμε επιβάλει οι ίδιοι σε εμας.
Εκνευρίζομαι γιατί μέχρι μερικά χρόνια έπιανα τον εαυτό μου να αυτοενθαρρύνεται με την πρόταση αυτή. Ευτυχώς νομίζω ότι απεγκλωβίστηκα και δεν αυτοθυματοποιούμαι πλέον.
Πως γίνεται να έχουμε φτάσει
σε αυτό το σημείο να μιλάμε με τον εαυτό μας δυνατά και δημοσίως χωρίς πρόβλημα
να εκτεθούμε, και να λέμε αυτό το αφηρημένο και εν πολλοίς αβάσιμο «όλα θα πάνε
καλά» νομίζοντας, πείθοντας τον εαυτό μας και εξορκίζοντας το τυχόν κακό, να μας
έρθουν τα πράγματα όπως θέλουμε. Οταν οφείλουμε όμως σε σημαντικά θέματα να παρουμε θέση φοβόμαστε να εκτεθούμε με μια γνώμη μας, μη τυχών και το δουν γνωστοί των ΚΜ και πουν, "Ωχ... τι λέει αυτός/αυτή".
Παρένθεση: τυχαίως πραγματικά τυχαίως, διάβαζα εκείνη τη περίοδο που μου έκανε το κλικ με το «όλα καλά…» δυο βιβλία. Δεν μπορώ να διαβάζω ένα βιβλίο, χρειάζομαι 2-5 βιβλία απλωμένα στο τραπέζι για εναλλαγή, άλλο κακό μου κι αυτό. Λοιπόν ένα γερμανικό μυθιστόρημα για τον Goethe(2021) , που δεν είμαι ευχαριστημένος από τη γραφή και τη δομή του και ένα γερμανικό πάλι σε ελληνική μετάφραση, ο μονόδρομος, που το είχα διαβάσει στα γερμανικά αλλα ήθελα να γνωρίζω την αντίστοιχη γλώσσα στα ελληνικά του Walter Benjamin (1929), έναν αιώνα νωρίτερα δηλαδή από το πρώτο βιβλίο.
«Όλα καλά» σίγουρα αναφέρεται στα ατομιστικά μας θέλω, ποτέ δε στην κοινή, κοινοτική βούληση.
'Αυτό το δίσπεπτο 《Όλα καλά 》 που συνοδεύεται από ένα χαμόγελο τύπου διαφήμισης οδοντόκρεμας και βλέμμα βοός είναι κάτι που κυκλοφορεί πολλάκις συχνότερο ακόμα κι από τα σουβλάκια.
Έχει πάρει δε διεθνείς διαστάσεις αρχίζοντας από τις Ολλανδέζες που μπεκροπίνουν και γκρεμίζονται αναφωνώντας 《Όουλα Κάλα》μέχρι τις θλιβερές ανατολικές στα στριπτιζαδικα που προσπαθώντας να τσιμπίσουν πελάτη κυνηγούν το βλέμμα σου. Όταν συναντηθεί, τότε αυτή η διεθνής ευδαιμονία αποκτά σάρκα και οστά. 《Όλα καλλλά》ρωτά ανασηκώνοντας το ποτήρι της προσδοκώντας ένα ψίχουλο από το κλεμμένο της ψωμί.
《Ο....ο.. λα κ...αλά》ψιθυριζ(ω,ει) ο πελάτης κρύβοντας τη φρικτή μοναξιά του.'
Θα το δω όμως και από μια ανορθόδοξη πλευρά. Ναι μεν δεν αποφεύγουμε να αντιληφθούμε την παρακμή μας, την προσωπική μας και την δήθεν κοινοτική μας σαν μέλος ενός δήθεν κοινωνικού συνόλου, – εγω τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι- όμως παραμένουμε με δράση και συμμετοχή σε αυτό το χάος. Επιπλέον βρίσκουμε οποιανδήποτε δικαιολογία για την παραμονή μας εκεί μέσα. Και το παράδοξο είναι το εξής:
Όσες οι διαπιστώσεις της αποτυχίας του γενικού συνόλου, τόσες και οι εξαιρέσεις για τη σφαίρα της προσωπικής δραστηριότητας, το χρόνο και τον τόπο που βρισκόμαστε ενεργούμε και κατοικούμε.
Και εδώ παρεμβαίνει ο Benjamin.
«Η τυφλή θέληση να περισωθεί το γόητρο της προσωπικής ύπαρξης μάλλον παρά αυτή ν’ απελευθερωθεί τουλάχιστον από το φόντο μιας γενικής τύφλωσης με μια απερίφραστη καταδίκη της αδυναμίας και της εμπλοκής της επιβάλλεται σχεδόν παντού.»
Γι’ αυτό κυκλοφορούν και στο διαδίκτυο τόσες απόψεις για τη ζωή και κοσμοθεωρίες και γι’ αυτό προβάλλουν εδώ τόσες αξιώσεις, επειδή τελικά στοχεύουν και εδώ πάλι σχεδόν πάντα, στην επικύρωση μια εντελώς ασήμαντης ιδιωτικής κατάστασης.
Και το «όλα καλά…» που κολλάει θα μου πείτε. Είμαστε τόσο γεμάτοι από ψευδαισθήσεις και αντικατοπτρισμούς κάποιου ανθηρού τάχα μου μέλλοντος που παρ’ όλα αυτά θα ανατείλει μέσα σε μια νύχτα, επειδή ο κάθε ένας δεσμεύεται από τις οπτικές απάτες της στενά προσωπικής του σκοπιάς.
Αυτή καλοπερασάκικη επιδερμική έκφραση είναι σημάδι των καιρών μας. Μισητή σε μένα όσο ο πόλεμος, η αδικία και άλλα πολλά.