18 Ιουν 2021

O δημόσιος διάλογος και οι εχθροί του culture cancel και άλλα εκτροπα , Ανάγνωση σε 3,5'

O δημόσιος διάλογος και οι εχθροί του.

 


Το σημαντικότερο νόημα από ένα βιβλίο που διάβασα πρόσφατα σχετικά με τη δημόσια σφαίρα και τον διάλογο και τα επικίνδυνα μονοπάτια της είναι, ότι ο διάλογος τον οποίο χρησιμοποιούμε σήμερα δεν είναι ικανός για να προσεγγίσουμε και να δώσουμε λύσεις σε θέματα και προβλήματα πλέον. Τον όρο «νεοφιλελευθερισμό» θα αποφύγουμε να τον χρησιμοποιήσουμε στο κείμενο για λόγους υπερκατανάλωσης του όρου.

Δημόσια σφαίρα δεν είναι «Κάτι» που έπεσε από τον ουρανό και κατ’ επέκταση κάτι που πάντα υπήρχε. Η δημόσια σφαίρα  και κατ’ επέκταση ο σεβασμός απέναντι στο δημόσιο χώρο είναι μια κατάκτηση από την Γαλλική Επανάσταση.

Γιατί λοιπόν γίνεται όλο και ποιο δύσκολος ο δημόσιος διάλογος?

Αυτό όμως που αγωνιωδώς πολλοί από εμάς αναρωτιούνται είναι, γιατί καταστρέφεται και η δημόσια σφαίρα σήμερα στα πλαίσια του δημόσιου διαλόγου?

Σίγουρα ο διάλογος σήμερα είναι πολύ έντονα πολωμένος. Αυτό διαφαίνεται μέσα από τον λαϊκισμό και την πολιτική ταυτοτήτων που χρησιμοποιείται ακόμα και από κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα -αριστερα και δεξιά λεγόμενα- κατά κόρον. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε την

συνθετικότητα της δημοκρατικής συνεννόησης και την περιορίζουμε απλά σε ένα  σχήμα φίλου-εχθρού

ή στην ελληνική πραγματικότητα μεταφέροντας το θέμα, είσαι με εμάς τα πολιτικά-κομματικά, αλλιώς είσαι με τους άλλους, άρα εχθρός και ή σε καταπολεμώ ή σε αγνοώ.

Το ζητούμενο λοιπόν είναι στη δημόσια σφαίρα πλέον, σε ποια πλευρά θεωρείς ότι ανήκεις, ποιο πολιτικό-κοινωνικό στρατόπεδο  αντιπροσωπεύεις, παρά τη θέση σου για το προς υπό διάλογο θέμα. Και ξαφνικά λέγεται ότι πρέπει να αποφασίσουμε και ποιοι θα επιτρέπονται να μιλάνε και να λένε τη  γνώμη τους και ποιοι όχι και φτάνουμε εν μέρει και στο ‘culture cancel‘.

Αν ακόμα ξεφύγουμε και απο το σκηνικό της πολιτικής και φτάσουμε στο πραγγματικό πλαίσιο της  συμβίωσης σε μια κοινωνία, πότε εχει προσκαλεσθεί μακροχρόνια άνεργος, φτωχός ή ακόμα και άστεγος  για να μιλήσει σε εκπομπή για τις κοινωνικες διακρίσεις, για τις επιτπώσεις της οικονομικής πολιτικής στη ζωή τους, ή ακόμα και το ναζισμό  ή το φασισμό όπως τον καταλαβαίνουν αυτοί απο την πλευρά τους. Πως λειτουργεί ο φεμινισμός σε  αστεγες γυναίκες άστεγες , ή άνεργες με ένα παιδί π.χ. Πότε εχουν ερωτηθεί τετοιοι συμπολίτες μας.

Ομως να βγάλει - κοινωνικός εγκληματίας ο τότε υπουργός Λοβέρδος-  τα ονόματα και τα πρόσωπα των οροθετικών γυναικών στη δημοσιότητα, αυτό μπορουσε να το κάνει χωρις τύψεις και ενοχές, θεωρήθηκε το ήθος το δικό του δεδομένο και ίδιο με αυτό της κοινωνίας. 

Έτσι λοιπόν μας ξεφεύγει, μας διαφεύγει ο προβληματισμός που οφείλουμε να έχουμε και με γνώμονα αυτόν να κάνουμε τον διάλογο, για πολλά θέματα εάν θέλουμε να παραμείνουμε βιώσιμα κοινωνικά όντα στο μέλλον.

Δεν μπορούμε λοιπόν να κάνουμε ένα διάλογο π.χ. για τη μετανάστευση, για το σύστημα δημόσιας υγείας, για την εκπαίδευση γιατί αμέσως θα σου απαγορεύσουν, εάν δεν συμφωνείς με τις κατεστημένες τους γνώμες, να μιλήσεις να πεις την  γνώμη σου, και το χειρότερο είναι ότι είναι ικανοί να σε χαρακτηρίζουν επιπροσθέτως σαν ναζί, δεξιό, άκρα αριστερό ή αριστερό, μεσοαστό ανάλογα με τη θέση που θεωρείται ότι παίρνεις στη καθημερινότητα και αναλόγως σε ποιο στρατόπεδο είναι η άλλη πλευρά του λεγόμενου «διαλόγου».

Πως θα το παρατηρούσαμε αν βλέπαμε το όλον από την οπτική ενός πουλιού, χωρίς να χρειάζεται να μπούμε στη διαδικασία να δούμε ποιος έχει δίκιο ποιος άδικο. Να δούμε από που προέρχεται αυτό. Μια βαθύτερη θεώρηση λοιπόν.

Παραμένουμε εμμονικά  σε ένα κόσμο που τοποθετούμε το άτομο σαν μονάδα με ένα ναρκισσιστικό τρόπο στο προσκήνιο και κατά δεύτερον τοποθετούμε τον διάλογο στην κορυφή ενός πολεμικού σκηνικού, ενός σημείου μεταξύ του τι είναι αποδεδειγμένο με συγκεκριμένα γεγονότα και αυτού που ίσως είναι απλά γνώση από διάφορες γνώμες,

όπως αναφέρεται στα αρχαία ελληνικά η λέξη «δόξα».

Έχουμε λοιπόν από τη μια τη δόξα και από την άλλη την επιστήμη. Αυτή τη σύγκρουση την είδαμε και πρακτικά πρόσφατα  στα διάφορα κινήματα αντιρρητών της ύπαρξης της πανδημίας.

Αυτό μας οδηγεί σε μια θέση να μη μπορούμε να συνεννοηθούμε σε θέματα  και προβληματισμούς, όπως το μέλλον και η τύχη του πλανήτη, σε ποιο βαθμό είναι ακόμα ζωντανό και βιώσιμο το περιβάλλον για μας, δηλαδή ερωτήματα που προέρχονται από έναν υπερβατικό χώρο. Υπό τέτοιες προϋποθέσεις και πλαίσια που δίνει η σημερινή κοινωνία του διαλόγου δεν μπορούμε  να το προσεγγίσουμε, 

με αποτέλεσμα κινηματικές δράσεις, όπως Friday for Future ή πολιτικά κινήματα ενάντια στις κοινωνικές ταυτότητες που θέλουν να αλλάξουν κάτι, να είναι συνεχώς φυλακισμένα στο μοιραίο παράδοξο να πρέπει να επιβεβαιώνουν μόνο το Status quo.

Ο Heidegger είχε  πει σε μια γνωστή και τελευταία του συνέντευξη προς και με τον Rudolf Augstein, τον ιδιοκτήτη τότε του ‘der Spiegel’ το 1976:  «Μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει». Τι εννοεί με αυτό. Σίγουρα δεν εννοούσε, ότι χρειαζόμαστε μια νέα θρησκεία. Ίσως να είναι αναγκαία, και μια νέα υπερβατική, μια ανώτερη  έννοια. Και αυτή η έννοια στον 21ο αιώνα θα μπορούσε να ήταν η οικολογία.

Και είναι δεδομένο και το γνωρίζουμε ότι ο κάθε ένας από εμάς δεν μπορεί να συνδεθεί με κάποιο τρόπο και να συνειδητοποιήσει την κλιματική αλλαγή, και δεύτερον γιατί για μια κλιματική αλλαγή το εύρος και η ένταση της διαβίωσης μας ξεπερνά κάθε δυνατότητα να δράσουμε αντικυκλικά στην ίδια την κλιματική αλλαγή!

Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι παραμένουμε στο σπίτι και προσευχόμαστε ή πάμε σε μια εκκλησία και προσευχόμαστε για ένα καλύτερο αύριο και έτσι θεωρούμε ότι έχουμε κάνει το συλλογικό και χριστιανικό καθήκον μας.

Και βεβαίως είναι ένα ερώτημα, αν π.χ. θέματα οικολογίας, κλιματικής αλλαγής και περιβάλλοντος,  θα μπορέσουμε να τα αντιμετωπίσουμε με την παιδαγωγική αναμόρφωση σε μεμονωμένα άτομα. Η ιστορία μέχρι σήμερα έχει δείξει το αντίθετο.

Το κλειδί μάλλον βρίσκεται στο θέμα προσέγγισης του εαυτού μας που θεωρούμε ότι οφείλουμε να τον προβάλουμε σαν Θεό.  

Μήπως θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούμε σαν μια συλλογική κοινωνία για μια συλλογική υπερβατική έννοια, όπου εμείς θα πρέπει να κατανοήσουμε π.χ. ότι η οικολογία πραγματικά είναι ένα ύψιστο σύνθετο αγαθό και το οποίο μόνο με ταπεινότητα μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε?

Και αυτή  η συστημική διαχείριση του δημόσιου διαλόγου για να μπορείς να φτάσεις κάπου ή να φτάσει το μήνυμά σου κάπου, δηλαδή

          της πόλωσης,

          το να ανήκεις σε ένα στρατόπεδο

          και να προσβάλεις και να υποτιμάς την άλλη πλευρά

είναι τεχνικές που μόνο μέσα αυτών το καταφέρνεις μέσω των μήντια να διεισδύσεις  με το μήνυμα σου στη δημόσια σφαίρα.

Ο Μπερντ Στεγκεμαν[1] πιστεύει ό,τι  εάν δούμε - δεχτούμε τη γη, τον πλανήτη σαν μια υπερταυτότητα, που πάντα έχει δίκιο, τότε λύνεται αυτομάτως το πρόβλημα, ποιος έχει άδικό και ποιος έχει δίκιο π.χ. στο θέμα της κλιματικής αλλαγής.

Μη γνωρίζοντας ότι ο Στεγκεμαν, είναι μέλος του κόμματος „die Linke“, δεν θα σκεφτόταν κανείς, ότι ανήκει στο αριστερό ‘παραπέτασμα’ έτσι όπως τοποθετείται ούτε στη μια πλευρά ούτε στην άλλη. Δηλαδή ελίσσεται ανάμεσα στις διάφορες κυριαρχούσες γνώμες για να βρει την διέξοδο. Από αυτή την πλευρά θα λέγαμε ότι το βιβλίο απευθύνεται και στο πολιτικό-υπηρεσιακό θεσμικό κατεστημένο μιας κοινωνίας και το πρόσταγμα του είναι η αλλαγή. 

Συγχρόνως όμως αρνείται να αποδεχτεί τις οικονομικές τεχνικές με τις όποιες σήμερα η πολιτική του κατεστημένου ή το κατεστημένο της πολιτικής δρα και ενεργεί. Συνεπάγεται ότι ο κύκλος των αναγνωστών στους οποίους απευθύνεται  δεν θα είναι ευτυχισμένοι διαβάζοντας τις θέσεις του, που εμμέσως πλην σαφώς

επιθυμεί την γένεση ενός νέου πολιτικού τύπου ατόμου.

Όμως στη δημόσια σφαίρα ελλοχεύουν στιγμές του political correctness, του λαϊκισμού, της άρνησης, της θεωρίας της συνομωσίας κλπ. κλπ.  και προπάντων του φόβου της δημόσιας έκθεσης του ατόμου, όταν  είναι να το αντιμετωπίσουν σαν άνθρωπο που αναζητά τον διαλεκτικό δημόσιο διάλογο, μη εμμένοντας σε μια και μόνο θέση.

Πρόσφατα σε ένα κυβερνητικό δημόσιο διάλογο σε ένα κοινωνικό μέσο όπου συμφωνούσα με άτομο από μια πολιτική παράταξη στην οποία άνηκα πριν από πολλά χρόνια, για το τρόπο που κυβερνά σημερινή κυβέρνηση και πως αντιμετωπίζει τον τομέα υγείας  της χώρας, μόλις του έφερα αντίρρηση και του εξέφρασα τη γνώμη μου ότι δεν συμφωνώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατήργησε τα μνημόνια, εξαφανίστηκε από τυχόν διάλογο μαζί μου.

Στέκεται λοιπόν ο άνθρωπος μπροστά σε μια ας πούμε αυτοβαθμολόγηση της επικοινωνίας του προς το σύνολο και το άτομο σαν μονάδα μιας κοινωνίας. Το ερώτημα είναι αν πρέπει να φτάσει στο σημείο ο ενδιαφερόμενος να σκεφτεί, ότι ναι μεν έχει κάποιες σκέψεις αλλά θέτει το ερώτημα  μέσα του,  αν επιτρέπεται να τις μοιραστεί να τις αναφέρει στη δημόσια σφαίρα φοβούμενος ίσως την θεώρηση της σκέψης του σκανδαλώδη και σήμερα αυτό είναι ο κανόνας και στα ΜΜΕ όταν θεωρείσαι σαν αντίλογος του στερεότυπου κοινωνικού και πολιτικού  κατεστημένου.

Στο τέλος όμως ένας αυτόνομα ελεύθερα και με ρίσκο σκεπτόμενος άνθρωπος σίγουρα θα πει, ότι δεν μπορεί να είναι αυτό το αποτέλεσμα  της προσπάθειας του.

Η δημόσια σφαίρα δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να μας οδηγήσει στο να ακρωτηριαστούμε επικοινωνιακά και εννοιολογικά στο τέλος σαν κοινωνικά όντα.

Υπάρχει ‘φοβική επικοινωνία’, ‘φόβος έκθεσης’ , σενάρια τρόμου, φόβος τι θα πουν οι γνωστοί και φίλοι στα SM’, που σε παρακολουθούν όπως o big brother, μην εκτεθεί το άτομο με αυτό που θα εκφράσει και τι θα σκέπτονται αυτοί που το ξέρουν από διαφορετική οπτική γωνία, και διάφορα χαρακτηριστικά σχετιζόμενα με τον ναρκισσισμό τόσο του ατόμου όσο και της πολιτικής.

Ατέρμονη σιωπή από την  μια λοιπόν και μαζικός πανικός από την άλλη.

Έτσι λοιπόν κατασκευάζουν τα δίκτυα του κατεστημένου πολιτικού συστήματος[2] μια ευνουχισμένη δημόσια σφαίρα, χωρίς να επιτρέπεται ο έλεγχος της από μέλη της, γιατί  ο καθείς παραμένει τρομοκρατημένος στον ασφαλή ιδιωτικό χώρο του και σκέφτεται για τον ρατσισμό, για τον φασισμό και όλα τα δεινά αυτά, αλλα έως εκεί.

Υπάρχει λοιπόν ένα ρήγμα στο διάλογο, το οποίο βοηθάει στο να τσιμεντοποιηθεί το δεδομένο, το Status quo. Και πως συμβαίνει αυτό? Με τον προβληματισμό π.χ. μόνο των κοινωνικών ταυτοτήτων σε κάποιες κοινωνίες παραμερίζεται ο κοινωνικός και οικολογικός προβληματισμός.  

Χρειαζόμαστε να απεικονίσουμε την σημαντική συνθετικότητα του σημερινού κόσμου μας  μέσω του δημόσιου διαλόγου. Δεν είναι μαύρος ή άσπρος ο κόσμος μας, αλλα αποτελείται από αυτό που έχουμε εγκαταλείψει τα τελευταία χρόνια  κοινωνικοί συσχετισμοί  και κοινωνικές τάξεις.

Αυτό που οφείλουμε να κατανοήσουμε και να καταπολεμήσουμε είναι να αφήσουμε να συνεχιστεί η κατάσταση δυο στρατόπεδα να έχουν σχεδόν την ίδια γνώμη για ένα θέμα και να διαπληκτίζονται ποιο από τα δύο έχει το περισσότερο δίκιο.

Ετικέτες