Οι φευγάτοι της Elit και της διανόησης(ΙVβ): Γιατί η
δημόσια σφαίρα κατακλύζεται από την άκρα δεξιά και η Ελίτ και η διανόηση δεν
θέλει να συγκρουσθεί πολιτικά μαζί της, ή „Hello Dictator, The Dictator is coming“.
Διάβασμα σε 9’ THS 29012019
Illustration: Dom Mckenzie
«Σταματήστε να
κάνετε likes, να παρακολουθείτε όλους στο FB [αλλά να μην εκφράζεστε για να μην
εκτεθείτε], σταματήσετε να θεωρείτε ότι τα αντιλαμβάνεστε όλα, ότι θα
μπορούσατε να κάνετε κάτι, χωρίς να κουνήσετε τον κώλο σας.»
Μπορεί να μη
συνάδει με το ήθος του συστημικού νεοφιλελεύθερου
και του political correctness , αλλά έτσι είναι η
πραγματικότητα όπως την περιγράφει πολύ σύντομα ο Weltzer.
Περιεχόμενα
- Οι τρεις πρώτες λέξεις του Μανιφέστου «Ένα φάντασμα πλανάται…» τυγχάνουν επιβεβαίωσης σήμερα αλλά … πλέον το «φάντασμα του λαϊκισμού»
- Τα fake News δεν τα εφεύρε ο Trump και
- Η Δημοκρατία δεν είναι «satisfaction machine“.
- Διαφημιστές και ακαδημαϊκοί ελέγχουν τον τρόπο σκέψης μας
- Στρατηγική αντί ιδεολογία και συμβολισμό
- ...γιατί πληθυσμιακός (λαικός) λαϊκισμός
- Μια ηγεμονική προσέγγιση των νέων κοινωνικών κινημάτων (Chantal Mouffe)
Οι τρεις πρώτες λέξεις του Μανιφέστου «Ένα φάντασμα
πλανάται…» τυγχάνουν επιβεβαίωσης σήμερα αλλά … πλέον είναι το «φάντασμα του
νεοεθνικιστικού λαϊκισμού»
Και πάλι σε ένα "γιατί" θα αποτανθούμε.
Ποιοι είναι ακόμη αυτοί που κατακεραυνώνουν το σ υστημικό σύστημα σήμερα?
Ποιοι είναι ακόμη αυτοί που κατακεραυνώνουν το σ υστημικό σύστημα σήμερα?
Οι Κομμουνιστές, οι
Εθνικοσοσιαλιστές και «δεξιοί» Λαϊκιστές έως και Νεοεθνικιστές. Μέχρι πριν το 2015 ήταν και η
λεγόμενη «υπαρκτή Αριστερά» -όπως ο πάλαι ποτέ
«υπαρκτός σοσιαλισμός»-, από ότι φάνηκε αργότερα, στην Ελλάδα. Προπάντων
οι τρεις αυτοί συστημικοί παράγοντες είναι και ήταν σύμφωνοι, ότι το λεγόμενο «Σύστημα» ή ας πούμε τα «συστημικά κόμματα» είναι
σάπια, και ότι δεν αφήνουν «το λαό» να πει τη γνώμη του, και όταν το προσπάθησαν
αυτό μια φορά στα 50 χρόνια πολιτικής ιστορίας μιας χώρας με το δημοψήφισμά
τους, κοροίδεψαν το λαό, ασχέτως του αντικειμένου του δημοψηφίσματος.
Η Δημοκρατία μετά
τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο βασιζόταν σε συναινετικές διεργασίες και
συνεπείς πολιτικές-κομματικές επικοινωνίες.
Γλωσσικά, με το λόγο τους έφτασαν στο σημείο, αντί να επικαλούνται στις πολιτικές τους διεκδικήσεις ένα φανταστικό «λαό» για να προβάλλουν όλα αυτά που θέλουν, να απευθύνονται
οι συγκρατημένοι έως και νεοφιλελεύθεροι πλέον αριστεροί, φιλελεύθεροι και
δημοκρατικοί συντηρητικοί, σε εκείνα τα τμήματα του ετερογενή πληθυσμού που ήταν
πιο κοντά στις ιδέες και στα σύμβολά τους.[1]
Απλά ανακυκλωνόταν
για αυτοεπιβεβαίωση στην εξουσία, αλλά ακόμα και στην αντιπολίτευση από ότι παρατηρούμε και σήμερα.
Μια «πολιτική του μέσου δρόμου» όπως αυτή προπαγανδιζόταν
χρόνια τώρα την τελευταία 60-ετία, σήμερα υπό τις δεδομένες συνθήκες είναι απλώς
μια εξαπάτηση και αποκρύπτει τις υπάρχουσες, κοινωνικές περιβαλλοντικές και
ηθικές συγκρούσεις. Παρεκκλίνει δε από
την ηθική της συλλογικής ευθύνης για την ίδια την πολιτική.
Η συναινετική δημοκρατία (consensus democracy)
έχει αποτύχει να αναγνωρίζει την ανισότητα και την αδικία και να τα διαχειρίζεται προς όφελος του κοινού πολιτειακού κλίματος.
Ποιος είναι ο αντίπαλος για το κοινό, αυτής της συνεχούς εξελισσόμενης ανισότητας και των
συγκρούσεων. Πρέπει να τον ορίσουμε σαν έναν αντίπαλο. Χωρίς ένα τέτοιο
αντίπαλο, δεν μπορεί κανείς να ξεκινήσει
μια αντί-ηγεμονική επίθεση. Προφανώς είναι δύσκολο αυτό να συγκεκριμενοποιηθεί αφού η άρχουσα
καπιταλιστική παραγωγική τάξη έχει αλλάξει υπόσταση και έχει πάει σε μια άλλη cyber διάσταση με bit κωδικοποίηση.
Και
υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων όσο αφορά τον πληθυσμό μιας περιφέρειας-χώρας-ηπείρου:
a)
οι μεν που θεωρούν ότι η άκρα
δεξιά, ο λαϊκισμός δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει στην εξουσία ή να ανακατέψει
τη πολιτική τράπουλα και
b)
αυτοί που φοβούνται ότι θα έρθουν
οι νεοεθνικιστές.
- Οι μεν αυτοί στο πρώτο σημείο αποτάσσουν το κακό να μην έρθει κοντά τους, μην αγγίξει τη σφαίρα τους την κάστα τους, το συνονθύλευμά τους γιατί θα ξεβολευτούν εάν τύχει κάτι τέτοιο,
- οι δε άλλοι φοβούνται ότι θα έρθουν οι εθνικιστές στην εξουσία και μετά βράστα που λένε, «ο σώζων εαυτόν σωθήτω!»
Για
αντιμετώπιση όμως και αυτού του είδους ανθρώπων δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική?
Υπάρχει φτώχεια, δημιούργησε κοινωνικές κουζίνες
Υπάρχει ρύπανση πλαστικών, δημιούργησε ανακύκλωση,
Και αν επιτρέπεται,
για να συνεχίσουμε στο πνεύμα των διανοουμένων, να βρούμε τη σύνδεση με
την ομιλία του Roger Willemsen αλλάζοντας το χρόνο:[2]
«Είμαστε αυτοί που θεωρούν ότι ξέρουν αλλά δεν καταλαβαίνουμε, με πλήθος πληροφοριών αλλά χωρίς να αναγνωρίζουμε το τι συμβαίνει, μέχρι το χείλος γεμάτοι γνώση, αλλά χωρίς βιώματα. Ας κερδίσουμε λοιπόν εμπειρία μέσω δραστηριοποίησής μας, ας εκμεταλλευτούμε τις γνώσεις μας για την δημιουργία και εξέλιξη μιας αξιοπρεπούς στάσης. Ας σταματήσουμε να τα ξέρουμε, χωρίς να θέλουμε να τα καταλάβουμε.»
Και
απλά σε κάθε πρόβλημα κατασκευάζουμε ένα οικοδόμημα ένα „construct“ για τη άμβλυνση του κοινωνικού προβλήματος.
Τα fake News δεν τα εφεύρε ο Trump.
Και τα βιώματα των πολιτών στη χώρα μας και σε άλλες χώρες -βλέπε Γαλλία- είναι, ότι
οι υποσχέσεις που έχουν δώσει οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ –
συνεπικουρούμενες από τη φιλελεύθερη ελίτ της κοινωνίας(media, παιδεία, δημοσιογραφία κλπ. ανώτεροι δημόσιοι
υπάλληλοι)- (τόσο της χώρας μας όσο και της Ευρώπης) όλα τα τελευταία χρόνια,
ήταν όλα fake. Και
αυτός είναι ο λόγος που τώρα η κοινωνική
μάζα δεν πιστεύει τίποτα και κάποιοι πραγματικοί και όχι fake, αγανακτισμένοι βγαίνουν στους δρόμους. Γιατί η μια fake πλευρά δημιούργησε και
την δική της και fake αντίπαλο αλλά και fake υποστηριχτές στη μάζα.
Διαφορετικά δεν λειτουργεί το σύστημα του post factum με επικοινωνιακό δέκτη και αποδέκτη.
Προσποιούμαστε (λοιπόν) ότι ο Trump είναι ο εφευρέτης των πλαστών ειδήσεων. Μάλλον χρειαζόμαστε ένα μαύρο πρόβατο της παγκοσμιοποίησης μετά από τόσα χρόνια, και τώρα είναι η πολιτική υποκρισία, χωρίς πολιτική ευθιξία που τόσο την εκμεταλλεύονται οι πολιτικοί.
«Υπάρχει μια προηγούμενη εμπειρία της ψευτιάς που είναι: η παγκοσμιοποίηση θα είναι καλύτερη για όλους, χρειαζόμαστε να απελευθερώσουμε μόνο το τραπεζικό σύστημα, και στη συνέχεια όλοι θα είναι πλούσιοι, θα αγοράσουν όλοι μετοχές, θα πιάσουμε επιτέλους τον Σαντάμ Χουσεΐν και θα εισβάλουμε στο Ιράκ, γιατί έχει όπλα μαζική καταστροφής- όλα ήταν ένα ψέμα. Και τώρα πολλοί αναρωτιούνται: Λοιπόν ποιους να πιστέψουμε τώρα πραγματικά, και πιστεύω ότι πρέπει να μη γυροφέρνουμε από αυτού του είδους τις ψεύτικες ειδήσεις της φιλελεύθερης ελίτ, στην οποία ανήκουμε όλοι εμείς.
Εμείς που μόνο κατά την διάρκεια της νυκτός και στα πλαίσια μικρών
πηγαδακίων, για να μη μας ακούν και πολλοί και
εκτεθούμε, τον αποποιούμεθα. Αυτός είναι και ένας λόγος (όχι μόνο) που
σήμερα δεν μας πιστεύουν, αλλά και που ο Trump έχει επιτυχία, κάνοντας χρήση του post factum.
Και τα βλέπουμε
σήμερα και στη δική μας χώρα (και στην Ευρώπη). Δεν χρειάζεται να πάμε στην
Αμερική.»[3]
Και ας μη μιλήσουμε για τη τραγωδία του 21ου αιώνα στη χώρα μας, για
την πολιτική τραγωδία[4]
που συνεχίστηκε επι πλέον και γεμάτη κωμικές αναστροφές προς ένα Θέατρο
παραλόγου της «κυβέρνησης όλων των πολιτών, των φτωχών και μη προνομιούχων» της
σημερινής πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα[Σλαβόι Ζισεκ].
Οι
άνθρωποι, ο λαός έχει φόβο είναι τρομοκρατημένος από τα ΜΜΕ και που στο
μεγαλύτερό τους μέρος χειραγωγούνται από την εκάστοτε εξουσία του λαού συμπολιτευόμενη και εν μέρει συγκυβερνώσα- αντιπολιτευόμενη, το ίδιο είναι.
Θα την ονομάζαμε δε „populus trap“
καθώς η εξουσία έχει δώσει τη διαχείριση
της τρομοκρατίας όσο αφορά σημαντικά κομμάτια της θεσμικής προβολής της
ελεύθερης αγοράς στα εθνικά ΜΜΕ. Έτσι περνούν σαν τηλεεικονικές παραστάσεις
στον καταναλωτή που έτσι κι’ αλλιώς βρίσκεται σε μια κατάσταση νιρβάνας.
Εκτός από την
οικονομική και πολιτική ελίτ, ακόμα κι οι διανοούμενοι αριστεροί τις
περισσότερες φορές, υποστηρίζουν με
καθαρά οικονομικά και επιχειρησιακά επιχειρήματα τις αναγκαιότητες της
ελεύθερης αγοράς και δεν λαμβάνουν υπόψη
τους τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Βλέπε video σοσιαλοαριστερου πολιτικού στην Ελλάδα αναφορικά με τους πλειστηριασμούς και την τεκμηρείωσή τους. Το αποτέλεσμα είναι όλο και
περισσότερο να απομακρύνονται από την πραγματικότητα της κοινωνικής ανισότητας
και αδικίας.
Ας ρωτήσουμε όλους τους αριστερούς, πόσοι απο αυτούς πήραν στο σπίτι τους, τη στιγμή που είχαν τη δυνατότητα, έναν πρόσφυγα!
Δημοκρατία δεν είναι «satisfaction machine“. Μάλλον θα
χρειαστούμε μια άλλη μορφή Δημοκρατίας. Μία «ριζοσπαστική Δημοκρατία», μια
Δημοκρατία όχι για να περνάμε καλά, αλλά για να διαχειριζόμαστε τις ανησυχίες „αυτών
εκεί κάτω“. Ο Βούλγαρος πολιτολόγος Ivan Krastev το
όρισε κάπως έτσι: «Democracies are not and cannot be “satisfaction machines“[5],
αλλά είναι η αντιμετώπιση και διαχείριση της δυσαρέσκειας.
"The
paradoxical outcome of the triumph of democracy is that two decades after
the fall of the Berlin Wall there is a growing dissatisfaction with the really existing democratic regimes and there is a growing sense of trouble in the house of freedom. The triumph of democracy turned to be also its crisis. There is a feeling that we have reached what Gerschenkron called a ‘nodal point’, a point where in a relatively short period of time we will witness, experience and perhaps even participate in aesthetic, ideological, strategic and finally institutional redefinition of the meaning of democracy".[6]
the fall of the Berlin Wall there is a growing dissatisfaction with the really existing democratic regimes and there is a growing sense of trouble in the house of freedom. The triumph of democracy turned to be also its crisis. There is a feeling that we have reached what Gerschenkron called a ‘nodal point’, a point where in a relatively short period of time we will witness, experience and perhaps even participate in aesthetic, ideological, strategic and finally institutional redefinition of the meaning of democracy".[6]
Ο Α. Ο Hirschman (φιλόσοφος και
οικονομολόγος) έκανε την εξής διατύπωση[7]
και
διάκριση μεταξύ αυτού
- του μέρους του εαυτού μας που ενεργεί ως καταναλωτής και
- εκείνο που μας παρέχει τις αιτίες/τους λόγους για την συγκεκριμένη ενέργεια.
Η αγορά αντικατοπτρίζει αυτό που
ο Hirschman χαρακτήρισε σαν προτιμήσεις (preferences) που «αποκαλύπτονται στους acteurs, όταν αγοράζουν αγαθά και υπηρεσίες». Αλλά, ακριβώς έτσι ο Hirschman εξηγεί
παρακάτω, ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν ταυτόχρονα την "ικανότητα
από τις, σε αυτούς, 'αποκαλυπτόμενες' ανάγκες τους, να αποσύρουν τις επιθυμίες τους και τις προτιμήσεις τους (για ένα και μοναδικό
σκοπό), να αναρωτηθούν αν πραγματικά θέλουν, τι θέλουν, και αν αγαπούν
πραγματικά αυτές τις προτιμήσεις».
Διαμορφώνουμε τον εαυτό μας και την ταυτότητά μας βάσει αυτής της ικανότητας για αντανακλαστικό προβληματισμό.
Η εφαρμογή των μεμονωμένων ικανοτήτων
αντανακλαστικότητας ονομάζεται κατανόηση, η συλλογική εφαρμογή αυτών των
ικανοτήτων ονομάζεται κοινή λογική. H εφαρμογή αυτής της λογικής για τη διατύπωση νόμων και πολιτικών
αντιπαραθέσεων(discurs) ονομάζεται δημοκρατία. Όταν κατονομάζουμε τους λόγους των ενεργειών και των πεποιθήσεών μας,
αναδεικνύουμε τον εαυτό μας: ατομικά και συλλογικά, αποφασίζουμε ποιοι και τι
είμαστε.
Διαφημιστές
και ακαδημαϊκοί ελέγχουν και χακάρουν τον τρόπο σκέψης μας
Εάν είχαμε ζήσει πριν από
μερικούς αιώνες, ο τρόπος με τον οποίο
θα λαμβάναμε τις αποφάσεις μας, προφανώς στη βάση της κοσμοθεωρίας μας -εάν αυτή
υπήρχε- θα ήταν τελείως διαφορετικός. Το μυαλό μας και γενικώτερα η σκέψη μας διαμορφώνεται
από το κοινωνικό μας περιβάλλον, ειδικότερα από τα συστήματα πειθούς που
προβάλλουν εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία[Manuel Castells]: μονάρχες, αυτοκράτορες,
αριστοκράτες και ιερείς τότε, εταιρείες, δισεκατομμυριούχοι και τα ΜΜΕ σήμερα.
Ενας παιδοψυχολόγος, ο Richard Freed ,εξήγησε
στον George Monbiot[8] πως με τη βοήθεια πρόσφατων ψυχολογικών
ερευνών, τα Κοινωνικά Μέσα, τα ηλεκτρονικά παιγνίδια και τα τηλέφωνα, αναπτύχθησαν
και ενσωματώθηκαν πραγματικά με χαρακτηριστικά
εθισμού στις εφαρμογές τους. Αναφέρθηκε σε έναν τεχνικό, ο οποίος με μια απλή και αυτονόητη
δικαιολογία υπερηφανευόταν για τη δουλειά του:
„Έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε
γυρίσουμε κάποια κουμπιά σε μια οθόνη μηχανικής
εκμάθησης που κατασκευάζουμε, και σε ολόκληρο το κόσμο θα αλλάξουν οι άνθρωποι
τη συμπεριφορά τους ήρεμα χωρίς ταλαιπωρία, χωρίς να πάρουν είδηση, πιστεύοντας ότι είναι κάτι
αυτονόητο, χωρίς να σκεφτούν ότι το έχουμε
σχεδιάζει σκόπιμα έτσι για να...“
Είναι φυσικό οι επιχειρήσεις να προσπαθήσουν να κάνουν ότι
νόμιμα μπορούν για να αυξήσουν το κέρδος τους και να το κάνουν με όποια νόμιμη διαφήμιση και εργαλεία μπορούν να το
κάνουν, για αυξήσουν τις πωλήσεις αγαθών ή υπηρεσιών που προσφέρουν έναντι τιμής.
Όμως η κοινωνία με μια υπαρκτή πολιτειακή βάση και η οποία
εκπροσωπείται από την εκάστοτε κυβέρνησή της,
έχει την ευθύνη να τις σταματήσει ή τουλάχιστον να τις ελέγξει με ένα ρυθμιστικό
πλαίσιο, κάτι που μέχρι στιγμής απουσιάζει. Αλλά αυτό το οποίο μας βάζει προ αινιγμάτων αλλά και με κάποια αηδία συνοδευόμενο, είναι περισσότερο η διάθεση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων
να συνεχίζουν να προωθούν
έρευνα[9] που βοηθά
τους διαφημιστές να χακάρουν τη σκέψη μας και το μυαλό μας.
Το ιδεώδες του Διαφωτισμού, ήταν ότι όλοι
πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να σκεφτούν οι ίδιοι χωρίς επιδράσεις εξωγενών
εργαλείων πειθούς. Γιατί λοιπόν?
Στρατηγική αντί
ιδεολογία και συμβολισμό
Ποτέ στα χρόνια του
60’ του 70’ του 80’ δεν προσπάθησε η αριστερά να αφουγκρασθεί την κοινωνική
αντίδραση τα κοινωνικά κινήματα και τις σποραδικές πρωτοβουλίες πολιτών για να
τις εντάξει στην πολιτική της σαν διεκδίκηση της μάζας και με αυτό τον τρόπο να
γίνει ας πούμε μια ισχυρή νομιμοποίηση στο λαό.
Ήταν προσανατολισμένη στον ανταγωνισμό του ανατολικού (κομμουνιστικού) και
δυτικού(καπιταλιστικού) μπλοκ και ποιος θα έχει την παγκόσμια ιδεολογική
ηγεμονία. Χρειάστηκε σχεδόν 30 χρόνια για να κατανοήσει τη ροή των πραγμάτων και να αρχίζει όχι να στηρίζει και να εξελίσσει δυναμικά, αλλά απλά να καπελώνει τα κοινωνικά κινήματα προς ίδιον κομματικό όφελος.
Και συνεχίζεται η πολιτική
αφασία της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς- η αριστερά έχει εξαφανιστεί[10]
από το πολιτικό συγκρουσιακό λεξιλόγιο καθώς έχει πάρει τα ηνία της σύγκρουσης
η άκρα δεξιά.
Η αριστερά, ότι έχει απομείνει πολιτικά από αυτήν, είναι συνεχώς σε άμυνα. Και δεν μιλούμε για
μεμονωμένα άτομα, αλλά για ένα κοινωνικό
φορέα που θα μπορούσε να δώσει κάποιο στίγμα προς τα που θα μπορούσε να αντιδράσει
η κοινωνική αδικία και ανισότητα να προχωρήσει
και να βγει η ίδια μπροστά και να διεκδικήσει.
Ο Weltzer το
περιέγραψε πολύ παραστατικά:
«σταματήστε να κάνετε likes, να παρακολουθείτε όλους στο FB [αλλά να μην εκφράζεστε
για να μη εκτεθείτε και κοιτάζουν με
μισό μάτι και λοξό βλέμμα], σταματήσετε να θεωρείτε ότι τα αντιλαμβάνεστε όλα,
ότι θα μπορούσατε να κάνετε κάτι, χωρίς να κουνήσετε τον κώλο σας?... Έχετε αφήσει το μέλλον πίσω σας, και μόνο γιατί
εσείς αγαπάτε το παρελθόν σας, δεν θα
αφήσουμε να βάλετε τη χώρα μας στο μπαούλο με ναφθαλίνη».[11]
Και όμως είμαστε
πολύ πιο μπροστά. Το FB συνενώνεται και διαδικτυακά με το Whatsup και το Instagram και τον Messenger, τελεία, κάτι που ειναι απαγορευμένο απο κάποιες ρυθμιστικές αρχές. Ομως το Zuckerboy προχωρά, για ποιο λόγο άλλωστε όχι. Τα
δεδομένα μας φόρα παρτίδα, αλλά όχι, τον Julian Assange κατηγορούν και εκδιώκουν.
«… η απόδοση της γοητείας τους ας πούμε στην ελλειμματική
παιδεία τους είναι βέβαια πολύ βολικό για την κεντροαριστερά» και τους
εκσυγχρονιστές-πράσινους γενικότερα.
...γιατί πληθυσμιακός (λαικός)
λαϊκισμός
Αλλά ακριβώς γι'
αυτό το συγκεκριμένο βήμα είναι ανίκανα τα νεοφιλελεύθερα σοσιαλδημοκρατικά και
ναρκισσιστικά συντηρητικά πλέον αριστερίζοντα κόμματα, να βρουν το νήμα της
Αριάδνης.
«Θεωρούν και πιστεύουν ότι η δημοκρατία πρέπει να είναι προσανατολισμένη μόνο σε συναινετικές διαδικασίες και ότι θα ήταν δυνατόν να υπάρξει πολιτική χωρίς αντιπαλότητα».
Και εδώ δεν μιλάμε
για βία αλλά για αυτό το discurs που είναι ελλειμματικό σήμερα. Και όσο η πολιτική δεν το
κατανοεί αυτό, τόσο περισσότερη βία θα παράγει στους δρόμους κρυβόμενη πίσω από
τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της, για να αφεθεί ήσυχη στην αφασία της και να
γεύεται τα προνόμιά της. Πρέπει ακόμα να προσέχουμε τι θα πούμε για να μη πληγώσουμε και να είμαστε political correct.
Τα συστημικά κόμματα έπρεπε να είχαν πάρει ήδη από τους δεξιούς και τους άκρα δεξιούς λαϊκιστές τα θέματα και να καθορίσουν τα δικά τους. Εάν όμως κάνεις συνήθως ημερήσιο θέμα την κοινωνική ανισότητα όπως το κάνουν τώρα και χρόνια οι λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις δεν μπορείς να αγωνιστείς και ενάντια στην κοινωνική ανισότητα.
O νεοφιλελευθερισμός έχει δημιουργήσει σημαντικά παράπονα, τα οποία τα εκμεταλλεύεται η άκρα δεξιά.
Η αριστερά πρέπει να βρει έναν νέο τρόπο για να τα αρθρώσει την πολιτική της απέναντι στις αρνητικές αυτές εξελίξεις του νεοφιλελευθερισμού και όχι να συμπλέει με αυτόν, λόγω παρατεταμένης λαϊκίστικης πολιτικής συμβόλων και μόνο.
O νεοφιλελευθερισμός έχει δημιουργήσει σημαντικά παράπονα, τα οποία τα εκμεταλλεύεται η άκρα δεξιά.
Η αριστερά πρέπει να βρει έναν νέο τρόπο για να τα αρθρώσει την πολιτική της απέναντι στις αρνητικές αυτές εξελίξεις του νεοφιλελευθερισμού και όχι να συμπλέει με αυτόν, λόγω παρατεταμένης λαϊκίστικης πολιτικής συμβόλων και μόνο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δυτική Ευρώπη είναι σήμερα μάρτυρας ενός "λαϊκίστικου μομέντουμ" που διανύει. Αυτό προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των κινημάτων κατά των συστημικών οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών, οι οποίες δείχνουν ότι η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία περνάει μια κρίση. Παράλληλα όμως υπάρχουν δύο τάσεις:
- έχει ανοιχτεί ήδη ο δρόμος για δημιουργία αυταρχικών κυβερνήσεων και
- προσφέρονται-η λέξη 'προσφέρονται' να κατανοηθεί με προσοχή γιατί το ίδιο ελέχθει και με την κρίση του 2008- ως ευκαιρίες για ανάκτηση και εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών που έχουν αποδυναμωθεί από 30 χρόνια νεοφιλελευθερισμού.
Με την πραγμάτωση
της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης τα σύνορα
μεταξύ δεξιάς και αριστερής πολιτικής θόλωσαν ακόμα περισσότερο. Έπρεπε να βρεθούν
συναινετικές συνεργασίες στη σοσιαλδημοκρατία με την κεντροδεξιά για να μπορούν
να υπάρξουν στο πλαίσιο αυτό με σύμβουλο τη
μετανεωτερικότητα και το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο. Εκεί κόλλησε
και η αριστερά καθώς στερούνταν πολιτικής φαντασίας από την αιώνια
κοινοβουλευτική αντιπολίτευση στην οποία βρισκόταν, και βρισκόταν απλά συνέχεια σε φάση κομματικής και όχι πολιτικής σύγκρουσης.
Το λαϊκίστικό και εν πολλοίς
νεοεθνικιστικό μομέντουμ το δημιούργησε ο νεοφιλελευθερισμός συνεπικουρούμενο
από τους φιλελεύθερους αριστερούς και δημόσιους υπαλλήλους σοσιαλδημοκράτες.
Και σίγουρα, σύντομα θα πρέπει να αδράξουμε ένα «αριστερό λαϊκίστικo momentum» για να αντικαταστήσουμε την ηγεμονία της
νεοφιλελεύθερης πολιτικής με μια «ριζοσπαστική Δημοκρατία» (της αντιπαράθεσης). Υποστηρίζουν οι Chantal Mouffe και Ernesto Laclau στο έργο τους «Hegemonie und radikale Demokratie»
[1985].
Αφορμή ήταν τότε ο νεοφιλελευθερισμός της Margaret Thatcher. Τότε ο πολιτικός ανταγωνισμός του νεοφιλελευθερισμού στη
Μεγάλη Βρετανία με κεντρικό marketing εργαλείο τον λαϊκισμό συνιστώνταν μεταξύ,
από τη μια πλευρά αυτή των συνδικάτων και ενός κατεστημένου κρατικού υπηρεσιακού τεχνοκρατισμού και από
την άλλη των απλών εργαζόμενων ανθρώπων.
Μια αριστερή λαϊκίστικη στρατηγική (όχι αριστεροεθνικιστική) πρέπει να αμφισβητήσει καθ’ ολοκληρίαν αυτή την άποψη, δηλαδή ότι δεν είναι απαραίτητη η συναίνεση, αλλά η αντιπαράθεση.
«Σήμερα είναι αυτός ο φόβος των αριστερών, ο φόβος το να
έλθουν σε επαφή με τον πολιτειακό πληθυσμιακό
λαϊκισμό(δεν είναι συνδεδεμένος με ακροδεξιές πολιτικές και εξηγείται για να μη
παρεξηγηθεί ο όρος), και ο οποίος φόβος εξακολουθεί να εμποδίζει να καταφέρουν αυτό που ούτε στις
αρχές του 1985 αλλά ούτε και το 2008 ελπίζαμε, δηλαδή στην αρχή του τέλους της
ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού και στην ανατροπή τους, και ακολούθως να τον
αντικαταστήσουμε μέσω μιας ριζοσπαστικοποιημένης Δημοκρατίας
– μιας, που ενσωματώνει τις διεκδικήσεις των νέων κοινωνικών κινημάτων».[12]
Εδώ θα εφιστήσουμε
τη προσοχή, ότι κινήματα όπως αυτά της επιχειρηματικής σύμπραξης νέων ατόμων για
ίδρυση start up ή κοινωνική επιχείρηση ή συνεργατικές που χρηματοδοτούνται από
το κράτος, για να κατευνάσουν τα πνεύματα και να καταστείλουν τυχών εστίες
αντίστασης στους εναλλακτικούς και αριστερούς κύκλους, δεν μπορούν να ωφελήσουν τη κινηματική
φιλοσοφία μια αριστερής σύγκρουσης με το κατεστημένο καθώς στηρίζεται
οικονομικά από το ίδιο το κράτος που καταστέλλει δικαιώματα και ισότητες.
Όπως αναφέρει η Chantal
Mouffe[13]
στο «Populists
are on the rise but this can be a moment for progressives too» πολύ πριν,
μόλις λίγο μετά το τέλος του ΙΙ Παγκόσμιου Πολέμου ο Karl Polanyi[14]
στο Μεγάλο
Μετασχηματισμό παρουσίασε ως “countermovement“- (στοχευμένη κοινωνική
αντεπίθεση), κινήματα με τα οποία η κοινωνία
θα μπορέσει να αντιδράσει ενάντια στη
διαδικασία της εμπορευματοποίησης της δημόσια σφαίρας και δημόσιου χώρου και να προωθήσει
την κοινωνική προστασία. «Αυτή η αντεπίθεση, όπως επεσήμανε, θα μπορούσε να
λάβει προοδευτικές ή επαναστατικές μορφές. Αυτή η αμφισημία ισχύει και για το
σημερινό λαϊκιστικό momentum.»
„Οι λαϊκιστές της άκρα
Δεξιάς [αλλά και της «fake» πλέον Δεξιάς – καθώς λείπει εντελώς μια ελάχιστη ιδεολογική βάση
του φιλελευθερισμού] δηλώνουν τώρα, ότι
θα δώσουν πίσω στον λαό τη φωνή που έχει καπελωθεί από την οικονομική και πολιτική "ελίτ"
του εκάστοτε κράτους και κοινωνίας.
Καταλαβαίνουν ότι η πολιτική είναι πάντα κομματικοποιημένη
πολιτικήκαι
απαιτεί μια σύγκρουση εμείς από τη μια αυτοί από την άλλη[15].
Επιπλέον, αναγνωρίζουν την ανάγκη να κινητοποιήσουν το βασίλειο του συναισθήματος
και της ευαισθησίας για την οικοδόμηση συλλογικών πολιτικών ταυτοτήτων.
Ετσι λοπιπόν διαγράφοντας μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ
του "λαού" και του "κατεστημένου", απορρίπτουν ανοιχτά μια
μεταπολιτική συναίνεση.„ [16],[17]
Προχωρούν παραπέρα και ομιλούν για την επόμενη και μελλοντική Ευρωπαϊκή πολιτική που θα είναι μια «ανελεύθερη»[18] πολιτική απέναντι σε όλες της δημοκρατικές αξίες, και βεβαίως φιλελεύθερη απέναντι στις αξίες που προστατεύουν τους προνομιούχους.
Η ταξινόμηση των λαϊκίστικων
κομμάτων της δεξιά από "άκρα δεξιά" έως και "φασιστικά", η
παρουσίασή τους προς τα έξω σαν ένα είδος (δημόσιας) ηθικής νόσου, πολλές φορές
και σαν παγκόσμια επιδημία και η απόδοση της γοητείας τους ας πούμε στην ελλειμματική
παιδεία τους ήταν και είναι βέβαια πολύ βολικό για την κεντροαριστερά, κάτι
που έκαναν χρόνια τώρα όταν ο πυρήνας των νεονεθνικιστών ήταν μικρός. Τους
επιτρέπει να απορρίπτουν απλά τις απαιτήσεις των λαϊκιστών και να αποφεύγουν να
αναγνωρίζουν την ευθύνη που έχουν και είχαν για την άνοδό τους στη διάρκεια του χρόνου.
Αλλά ακόμα και
υψηλόβαθμα στελέχη και αξιωματούχοι της νομενκλατούρας και της Elit στην Ευρώπη αδυνατούν να τους βάλουν στη θέση τους του
φασίστες, που εμφανίζονται πλέον μεταμφιεσμένοι σε προστάτες μόνο των νοικοκυραίων
και της κατώτερης κοινωνικής τάξης και όχι της Elit και προπαγανδίζουν του
λαού γενικότερα. Το βίντεο που υπάρχει ακόμα στο
Youtube, θα είναι ίσως
κάποια ημέρα το μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο, του Ευρωπαϊκού κυνισμού: «Hello Dictator, The Dictator is coming».
„Ο μόνος τρόπος για
να πολεμήσουμε τον δεξιό λαϊκισμό είναι να δώσουμε μια προοδευτική απάντηση στα
αιτήματα που εκφράζονται σε ξενοφοβική γλώσσα. Αυτό σημαίνει αναγνώριση της
ύπαρξης ενός δημοκρατικού πυρήνα σε αυτές τις απαιτήσεις και τη δυνατότητα,
μέσω ενός διαφορετικού λόγου, να αρθρώσουμε αυτές τις απαιτήσεις με μια
ριζοσπαστική δημοκρατική κατεύθυνση.“ Με άλλα λόγια να συγκρουστούμε πολιτικά
αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να κατανοηθεί από το τον κάθε ένα και μια
σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες
Αυτή είναι μια η πολιτική στρατηγική που μπορεί να ονομασθεί "αριστερός λαϊκισμός", με ποια
έννοια: σκοπός του είναι η οικοδόμηση μιας συλλογικής θέλησης, ενός
"λαού" , εδώ θα εξειδικεύαμε το λαό και σαν πληθυσμό, καθώς ο
πληθυσμός αφορά όλα τα άτομα που αποτελούν την συγκεκριμένη κοινωνία ανεξαρτήτου
DNΑ, θρησκείας, χρώματος και γλώσσας και της οποίας ο αντίπαλος
είναι η "ολιγαρχία", η δύναμη που στηρίζει τη νεοφιλελεύθερη τάξη.
Δεν μπορεί όμως να
διατυπωθεί μέσω της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο όρων, δηλαδή της Αριστεράς και της Δεξιάς,
όπως το γνωρίζουμε παραδοσιακά. Σε αντίθεση με τους αγώνες που χαρακτηρίζουν
την εποχή του φορντιστικού[19]
(Gramsci) καπιταλισμού, όταν υπήρχε μια εργατική τάξη
που υπερασπιζόταν, αλλά και διεκδικούσε στους δρόμους τα συγκεκριμένα της
συμφέροντα, χωρίς να περιμένει να τους τα λύσει η εκάστοτε κυβέρνηση όπως γίνεται
σήμερα, αναπτύχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες
αντιστάσεις και εκτός του βιομηχανικού κλάδου. Τα αιτήματά σήμερα δεν αφορούν
μόνο συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, εργατών και υπαλλήλων. Πολλά από τα αιτήματα αγγίζουν θέματα κα;θαρα κοινωνικής ταυτοποίησης που σχετίζονται με την
ποιότητα της ζωής και εμπλέκουν ζητήματα όπως τον σεξισμό, τον ρατσισμό και άλλες μορφές
κυριαρχίας. Όμως αυτά δεν αρκούν για να καταπολεμήσεις τις υπάρχουσες ανισότητες, π.χ. αυτές που γινονται εμφανείς με την κλιματική αλλαγή, ή την μη συμμετοχή και λόγω ύπαρξης των φτωχών και άστεγων στο αστικό γίγνεσθαι κλπ. ιδιαιτερα στη Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Με αυτή την
πολυμορφία στο κοινωνικό discourse, ο παραδοσιακός διαχωρισμός με τα σύνορα του μεταξύ Αριστεράς
και Δεξιάς δεν μπορούν πλέον να διατυπώνουν και να αντιπροσωπεύουν μια συλλογική βούληση, ιδιαίτερα της υπό διαμόρφωση
πολιτειακής βάσης.
Για να έρθουν σε επαφή
και να δεθούν μεταξύ τους οι διάφοροι αγώνες απαιτείται η καθιέρωση ενός δεσμού
μεταξύ των κοινωνικών κινημάτων και ενός νέου είδους κόμματος ας πούμε για τη δημιουργία
και εξέλιξη -εάν μπορεί να γίνει αυτό- ενός «ανθρώπου» που θα αγωνιστεί για την
ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Και εδω έχει ευθύνη πρφωτίστως η Τοπική Αυτοδιοίκηση, καθώς αυτή ειναι και ο πλησιέστερος πολιτειακός φορέας πολιτκής αγωγής του δημότη προς ένα Δαρβινιστικό πολίτη και όχι homo erectus.
Με αυτό το τρόπο θα
μπορούσε ίσως μια αριστερά της
αντιπαράθεσης, της σύγκρουσης που σήμερα απουσιάζει, να κρατήσει ένα πλατύ
μέτωπο κοινωνικής πλειοψηφίας για τη ίδια την πολιτική της. Δεν αναγνώρισαν τον
πολιτικό χαρακτήρα των τότε επερχόμενων κοινωνικών κινημάτων.
Όμως και η αριστερά
αντί να αγωνίζεται ενωμένη για μια ίση
και δικαιότερη κοινωνία έχει διαμελισθεί σε μύρια και εν μέρει σε εθνικιστικά
κομμάτια, καί ετσι βρήκε την ευκαιρία ο νεοφιλελευθερισμός και το καπηλώθηκε στο
έπακρο για να κρατήσει τη μάζα στα πλαίσια
μιας πολιτικής κοινωνικής καταστολής ή διαφορετικά στην αυλή ενός παιδικού
σταθμού για ανώριμους ενήλικες.
Πως θα πείσουμε τα παιδια αυτά ότι μπορουν να βγούν στο δρόμο να παίξουν μπάλα αλλά να προσέχουν τα αυτοκίνητα.
Πως θα πείσουμε τα παιδια αυτά ότι μπορουν να βγούν στο δρόμο να παίξουν μπάλα αλλά να προσέχουν τα αυτοκίνητα.
Μία ψευτοαριστερά στην Ευρώπη, αυτής της Ελλάδας κατόρθωσε
προς όφελός των επιβαλλόμενων και αποδεκτών νεοφιλελεύθερων πολιτικών της να
ακυρώσει όλα τα κοινωνικά κινήματα καπελώνοντάς τα. Το αποτέλεσμα της
ανύπαρκτης κοινωνικής ανησυχίας και πολιτικής σήψης το έχουμε σήμερα και στο
μέλλον μπροστά μας.
Ισότητα και λαϊκή ανεξαρτησία αυτό είναι το διακύβευμα . Διότι στη νεοφιλελεύθερη εποχή αυτά τα δύο εξαφανίστηκαν ολοένα και περισσότερο στα
πλαίσια της πτώχευσης, quasi, μιας μετα-δημοκρατίας.
[1] Von Thatcher lernen., in: Der
Freitag, Sachbuch. Chantal Mouffe fordert einen linken Populismus und plädiert
für eine Radikalisierung der Demokratie, von Tom Wohlfarth | Ausgabe 39/2018 |
Community 3, https://www.freitag.de/autoren/tom-wohlfarth/von-thatcher-lernen, Τελευταία πρόσβαση μας 14/11/2018
[2] Ήταν η τελευταία ομιλία του Roger Willemsen 24. Ιουλίου 2015. Es war sein letzter öffentlicher Auftritt. Roger Willemsen (15
August 1955 – 7 February 2016) was a German author, essayist and television
presenter. He was born in Bonn, North-Rhine Westphalia. He began his career in
1991. In 1994, he starred in his own show Willemsens Woche. He interviewed many
famous people such as Madonna, Jesse Jackson, Audrey Hepburn and Yasser Arafat.
He retired in 2006. Willemsen died of pancreatic cancer on 7 February 2016 in
Wentorf bei Hamburg, Schleswig-Holstein. He was aged 60.[
[3] Hartmαnn, Michael., Οι ανώτεροι δέκα χιλιάδες. Η
εξουσία και η επιρροή των ελίτ απειλούν τη δημοκρατία. https://www.economy4mankind.org/de/macht-und-einfluss-der-eliten-bedrohen-die-demokratie/,
τελευταία πρόσβαση μου 13/11/2018
[5] “Democracies are
not and cannot be “satisfaction machines.” They do not produce good governance
the way a baker turns out doughnuts. (Good governance is a welcome but far from
inevitable product of democratic governance.) What democracies do offer dissatisfied
citizens is the satisfaction of having the right to do something about their
dissatisfaction.” In: Essays on Democracy, No Satisfaction Machines, IWMpost
103, January- March 2010 και,
Βλέπε επίσης, Charim, Isolde., Ich und die anderen, Wie die neue Pluralisierung uns
alle verändert, Verlag Zsolnay. 2018, p. 115.
[6] Krastev, Ivan.Democracy
and dissatisfaction, Journal of Globalization Studies, Vol.2 No.1, May 2011,
pp. 22-31, here p.22.
[7] Metcalf, Stephen., Die
Idee, die die Welt verschlingt, Neoliberalismus. Er ist die herrschende
Ideologie unserer Zeit – eine, die den Gott des Marktes verehrt und uns das
nimmt, was uns menschlich macht, Der Freitag.
[8] George Monbiot is
a Guardian columnist and the author of Feral,The Age of Consent and Out of the
Wreckage: a New Politics for an Age of Crisis,. The Guardian, Advertising and
academia are controlling our thoughts. Didn’t you know? Mon 31 Dec
[9] Μarieke L. Fransen, Peeter W.J. Verlegh, Amna Kirmani
& Edith G. Smit., A typology of consumer strategies for resisting
advertising, and a review of mechanisms for countering them, Published online:
13 Jan 2015 Download citation
https://doi.org/10.1080/02650487.2014.995284. Abstract: This article presents a typology of the
different ways in which consumers resist advertising, and the tactics that can
be used to counter or avoid such resistance. It brings together literatures
from different fields of study, including advertising, marketing, communication
science and psychology. Although researchers in these subfields have shown a
substantial interest in (consumer) resistance, these streams of literature are
poorly connected. This article aims to facilitate the exchange of knowledge,
and serve as a starting point for future research. Our ACE typology distinguishes
three types of resistance strategies: Avoiding, Contesting, and Empowering. We
introduce these strategies, and present research describing advertising tactics
that may be used to neutralize each of them.
[10] Η χρεωκοπημένη πολιτική μειονοτήτων και ταυτοτήτων
όλα αυτά τα χρόνια, καθώς εκτός από καταγγελτισμό δεν υπήρξε απολύτως τίποτε
άλλο που να προσφέρει ενναλακτικές για τους μειονεκτούντες. Όμως προσπάθησαν –
και τα κατάφεραν- να καλύψουν θεσμικές υπηρεσιακές θέσεις με αντικείμενο τις
μειονότητες με τους ίδιους και αργότερα στις ίδιες θέσεις με δικά τους παιδιά,
γιατί τα χρήματα της ΕΕ για συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα ήταν αρκετά!
Ανεξάρτητα από αυτά, πολλοί από τους ανήκοντες στις μειονότητες δεν
εμπιστεύονται πλέον τις ικανότητες και τη βούληση των νεοφιλελεύθερων
αριστερών. Μα δεν υπάρχει και αποκτημένη ισότητα πλέον, γιατί δεν ακολουθούν
καμία πολιτική ισότητας. Ergo, αν δεν
ακολουθείς πολιτικές εξυγίανσης και ισότητας, οι ανισότητες θα αυξάνονται.
Είναι νομοτελειακό. Και η παθητική θέση απέναντι στην ισότητα την αυξάνει καθώς
ευνοείται από την υπάρχουσα διαφορετικότητα, και έτσι η αριστερά και γι’ αυτό
το λόγο στο μέλλον θα χάσει το παιγνίδι της – το οποίο πολιτικό παιγνίδι
κυβέρνησης το μαθαίνει σήμερα στη πλάτη μας- και θα εξαφανιστεί ίσως και από
αυτούς, που αδιακρίτως και σκανδαλωδώς βλέπουν στην ανισότητα μια κοινωνική
προοπτική, και εννοούμε την άκρα δεξιά.
[12] Von Thatcher lernen.,
in: Der Freitag, Sachbuch. Chantal Mouffe
fordert …, Τελευταία πρόσβαση μας 27/11/2018.
[13] Mouffe, Chantal., Είναι μια Βέλγος πολιτικός
θεωρητικός, που διδάσκει επί του παρόντος στο Πανεπιστήμιο του Westminster
[14] Ο „Μεγάλος μετασχηματισμός" είναι οι πολιτικές,
κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη κατά την περίοδο 1830-1940, με
επίκεντρο την εδραίωση, τις παλινδρομήσεις και την κατάρρευση της
"οικονομίας της αγοράς" (1944). Ο βαθύς ανθρωπισμός του Πολάνυι καταλήγει
στην πάντα επίκαιρη θέση: ο άνθρωπος είναι πρώτα απ' όλα κοινωνικό ον· η
ανθρώπινη κοινωνία δεν πρέπει να γίνεται έρμαιο των μηχανιστικών κανόνων της
οικονομίας της αγοράς· η οικονομία πρέπει να έχει κοινωνική θεμελίωση. Ο Karl Polanyi (1896-1964)
έζησε εξόριστος και ποτέ δεν βολεύτηκε σε μία άνετη ακαδημαϊκή θέση, αλλά το
έργο του επηρέασε σημαντικά τους συγχρόνους του. Γεννήθηκε στη Βιέννη και
μεγάλωσε στη Βουδαπέστη· μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο (όπου συνελήφθη
αιχμάλωτος στο Ανατολικό μέτωπο) επέστρεψε στη Βιέννη και ασχολήθηκε με τη
δημοσιογραφία. Όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία (1933), πήγε στην Αγγλία. Το
1940, δέχθηκε την πρόταση του αμερικανικού Κολεγίου Μπένινγκτον να διδάξει εκεί
και μετανάστευσε στις Η.Π.Α. Τότε (1944) έγραψε και τον Μεγάλο μετασχηματισμό.
Φρονεί ότι ο καπιταλισμός αποτελεί ιστορική ανωμαλία, επειδή οι προηγούμενες
οικονομικές διευθετήσεις ήταν μπολιασμένες/μπηγμένες στις κοινωνικές σχέσεις,
ενώ στον καπιταλισμό συμβαίνει το αντίθετο: οι κοινωνικές σχέσεις ορίζονται με
βάση τις οικονομικές. Στο διάβα της ανθρώπινης ιστορίας οι κανόνες της
αμοιβαιότητας, της αναδιανομής του εισοδήματος και των κοινωνικών υποχρεώσεων
ήταν πολύ πιο διαδεδομένες από τις σχέσεις αγοράς. Αλλά ο καπιταλισμός
κατέστρεψε αμετάκλητα το παλαιό καθεστώς. Ο "μεγάλος μετασχηματισμός"
της Βιομηχανικής επανάστασης αντικατέστησε τελείως όλους τους τρόπους
αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων. Ο Πολάνυι εκθέτει λεπτομερώς τον τρόπο με
τον οποίο επικράτησε ο καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός δεν ήταν "φυσική"
ούτε "αναγκαία" εξέλιξη· αναπτύχθηκε επειδή η αστική τάξη απαίτησε
από το κράτος να προστατεύσει τις επιχειρήσεις και την επισφαλή κοινωνική τους
θέση. Έτσι, η κυβέρνηση υπηρέτησε τον καπιταλισμό· τον βοήθησε να
σταθεροποιηθεί με την αναγκαία νομοθεσία και να επιβληθεί, σε τελευταία
ανάλυση, με τη δύναμη των όπλων. Ο
Μεγάλος μετασχηματισμός θεωρείται κλασικό έργο της κοινωνιολογίας και της
κοινωνικής ανθρωπολογίας. Απευθύνεται σε όλους όσοι αντιλαμβάνονται/αισθάνονται
ότι κάτι δεν πάει καλά με την απεριόριστη
κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς.“ (Από
την παρουσίαση της έκδοσης του βιβλίου) http://inctpped.ie.ufrj.br/spiderweb/pdf_4/Great_Transformation.pdf
[15] Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αυτές οι αντιστάσεις
έχουν υιοθετηθεί από την άκρα δεξιά και η οποία τα εξέφρασε μέσα από ένα
εθνικιστικό και ξενόφοβο λεξιλόγιο, κάτι που αναζητούσαν και απαιτούσαν όλοι
αυτοί που εγκατέλειψαν την
κέντρο-αριστερά.
[16] Von Thatcher lernen., in: Der
Freitag, Sachbuch. Chantal Mouffe .. Τελευταία πρόσβαση μας 13/11/2018.
[17] Mouffe, Chantal.,
Populists are on the rise but this can be a moment for progressives too, in: https://www.theguardian.com/commentisfree/2018/sep/10/populists-rise-progressives-radical-right,
(Mon 10 Sep 2018),τελευταία πρόσβασή μου 25.01.2019
[18] To 2014
o αρχηγός της Oυγγρικής κυβέρνησης Orban ανακοίνωσε το θάνατο της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» και
της multiculti κοινωνικής
κουλτούρας, και την άφιξη μιας νέας μορφής κυβέρνησης, την οποία ονομάζει
"ανελεύθερο κράτος", "illiberal state". Τον Ιούλιο
του 2018 ανακοίνωσε, ότι «οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
τον Μάιο του 2019 θα μπορούσαν να φέρουν μια στροφή προς μια «ανελεύθερη χριστιανική δημοκρατία» στην ΕΕ.»
[19] Ο
φορντισμός είναι ένα καθεστώς συσσώρευσης που έχει ως χαρακτηριστικά την
καθετοποιημένη μαζική παραγωγή, την σταθερότητα στα κέρδη της επιχείρησης, την
συνεχή λειτουργία των εργοστασίων με πλήρη παραγωγή και πλήρη απασχόληση. Ο
όρος Φορντισμός εισήχθηκε για πρώτη φορά από τον Antonio Gramsci τη δεκαετία
του 1930 και χρησιμοποιήθηκε ευρέως για την αποτύπωση του μοντέλου οικονομικής
ανάπτυξης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.