Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Hayek. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Hayek. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21 Οκτ 2018

Ο Νεοφιλελευθερισμός φαίνεται να βρίσκεται προς το τέλος του. Έφερε όμως τον ‘απαλό φασισμό’. Οι ελίτ θα αρχίσουν να ανησυχούν. Το ερώτημα που τίθεται είναι, εάν …Διάβασμα σε 3,5’

Ο επόμενος σεισμός*) και ο απαλός φασισμός

[Der-Freitag_thumb2_thumb_thumb_thumb%5B2%5D_thumb%5B2%5D]Ο Νεοφιλελευθερισμός βρίσκεται προς το τέλος του. Το ερώτημα που τίθεται είναι, εάν θα φύγει σιωπηλά ή θορυβώδης. Δυο σενάρια θα μπορούσαν να υπάρξουν.

Διάβασμα σε 3,5’ THS 21102018

Das kommende Beben

Foto: Clive Brunskill/Allsport/Getty Images


Όσο πιο συχνά εμφανίζονται τα «σοκ», τόσο πιο ανούσιο είναι να σκεφτόμαστε για τυχόν μακροπρόθεσμες εξελίξεις. Στη συνέχεια φυσικά να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις αιτίες τους – το τι «συνδέουν τα «σοκ» και κατ’ επέκταση ποια είναι η παραμετροποίηση τους.


Σκεφτείτε την Ευρώπη πριν από 50 χρόνια: Υπήρχε πλήρης απασχόληση, το δημόσιο χρέος είχε μειωθεί για 20 χρόνια, ενώ επεκτάθηκε το κράτος πρόνοιας. Μια ενωμένη Ευρώπη ήταν μια πραγματική ουτοπία τότε. Σήμερα 18 εκατομμύρια άνθρωποι είναι άνεργοι(στατιστικά), πραγματικά άνω των 50 εκατομμυρίων, 100 εκατομμύρια πρέπει να είναι ευχαριστημένοι με «άτυπες» θέσεις εργασίας [και bulshit jobs-], το δημόσιο χρέος είναι υψηλό, «εμείς» όμως δεν μπορούμε να έχουμε πλέον την πολυτέλεια ενός κοινωνικού κράτους πρόνοιας. Ο εθνικισμός επιταχύνει την Ευρωπαϊκή αποσύνθεση.

Πώς ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό; Και μάλιστα, όταν ταυτόχρονα αυξήθηκε το ΑΕΠ 2,5 φορές! Χωρίς συγκεκριμένες απαντήσεις σε αυτό το θέμα, δεν χρειάζεται καθόλου να σκεφτούμε πως θα συνεχιστεί η κατάσταση στην Ευρώπη.


Ας ανακεφαλαιώσουμε πολύ σύντομα το μεγάλο δρόμο προς τη κρίση. Υπό την αυξανόμενη επιρροή των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων, όπως τον Milton Friedman, στις ΗΠΑ, το 1971 άφησαν και κατέρρευσε το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, το δολάριο έχασε σε δύο φάσεις από δυο φορές 25% της αξίας του. Στη συνέχεια, ο ΟΠΕΚ απάντησε με δύο «πετρελαϊκές κρίσεις» (1973 και 1979), η οποίες έφεραν δύο παγκόσμιες προπάντων οικονομικές υφέσεις. Την ταυτόχρονη άνοδο της ανεργίας και του πληθωρισμού "εκμεταλλεύτηκαν" οι νεοφιλελεύθεροι για να αντικρούσουν τον Κεϋνσιανισμό. Οι εκπρόσωποί του (και όχι ο ίδιος ο Κεϋνς, για παράδειγμα) υποστήριξαν ότι θα μπορούσε ένας υψηλότερος πληθωρισμός να υπάρξει και αντ’ αυτού μια μείωση της ανεργίας. Ωστόσο, η θεωρία αυτή ήταν δυνατή μόνο σε μια κλειστή οικονομία, παρόλο που η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται στην «πετρελαϊκή κρίση» και ότι τελικά οι ίδιοι οι νεοφιλελεύθεροι είχαν συμβάλει στη κρίση με την απαίτησή τους για ελεύθερες συναλλαγματικές αγορές.


Νομιμοποίηση απελευθέρωση

Από τότε, η παλαιά θεωρία της ισορροπίας κυριαρχεί ξανά. Υποθέτει ότι οι άνθρωποι είναι μόνο άτομα, μόνο εγωιστικά, μόνο ορθολογικά και μόνο ανταγωνιστικά, των οποίων τον εγωισμό, μετατρέπει ένα «αόρατο χέρι το χέρι της αγοράς» προς ένα ιδανικό αποτέλεσμα για το άτομο. Αυτή η θεωρία νομιμοποιεί την απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας και κατ’ επέκταση αυτού του «κοινού Ευρωπαϊκού» οικοδομήματος.

Η αύξηση των τιμών λόγω των προϊόντων της υποτίμησης του δολαρίου και του σοκ του πετρελαίου, ελέγχεται με υψηλή πολιτική επιτοκίων, από το 1980, το επιτόκιο στην Ευρώπη ήταν για 35 χρόνια πάνω από το ρυθμό ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, τα παράγωγα χρηματοοικονομικών προϊόντων που δημιουργήθηκαν πρόσφατα διευκόλυναν τη ταχεία σπέκουλα πάνω στις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, των τιμών πρώτων υλών, τα επιτόκια και οι τιμές των μετοχών αυξήθηκαν.


Υπό αυτές τις συνθήκες, η εταιρείες μετατόπισαν το κίνητρο του κέρδους τους από την πραγματική οικονομία στις χρηματοοικονομικές επενδύσεις. Η οικονομική ανάπτυξη έπεσε, η ανεργία αυξήθηκε όπως επίσης και το δημόσιο χρέος. Έτσι, συνταγογραφήθηκαν απλές θεραπείες στη δεκαετία του 1990:  η λιτότητα και η μείωση της του επιδόματος ανεργίας όπως και των πραγματικών μισθών φρενάρουν τη ζήτηση και κατ’ επέκταση τη παραγωγή, την ίδια στιγμή ιδιαίτερα οι χρηματοπιστωτικές αγορές αυξανόταν όλο και περισσότερο.


Σύμφωνα με τις «προ δονήσεις» του χρηματιστηριακού κραχ του 2000, τρεις «ανοδικές αγορές» (μετοχές, ακίνητα, πρώτες ύλες) δημιούργησαν ένα τεράστιο δυναμικό του οποίου η συντριβή ξέσπασε το 2008 σε τρεις „bear market“. Η ταυτόχρονη υποτίμηση σε αυτούς τους τρεις κύριους τύπους περιουσιακών στοιχείων ήταν η συστημική αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. [Οι κ.κ. όμως δεν το είδαν έτσι, καθώς θεωρητικά δεν το είχαν προβλέψει ποτέ.]

Η ενοποίηση των πολλών φάσεων στον μακρύ δρόμο προς την κρίση συνίσταται στη κυριαρχία μιας «τάξης χρηματοοικονομικού καπιταλιστικού παιχνιδιού», που  επιστημονικά νομιμοποιείται από τη νεοκλασική-νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία. Αυτό προκύπτει σαφώς από τη σύγκριση με τη περίοδο της ευημερίας των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Εκείνη την εποχή η πολιτική ακολουθεί τις συστάσεις του Keynes: να περιοριστεί ριζικά το πεδίο εφαρμογής για την κερδοσκοπία από τους «παραγωγούς χρήματος», να γίνει η λεγόμενη «ευθανασία των εισοδηματιών».


Οι συνέπειες των αχαλίνωτων χρηματοπιστωτικών αγορών - το χρηματιστηριακό κραχ του 1929 στις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις της δεκαετίας του 1930 - ήταν ακόμα ζωντανές, στις μνήμες όλων. Με σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, σταθερές τιμές των βασικών προϊόντων, τα επιτόκια κάτω από το ρυθμό ανάπτυξης και «αδρανείς» χρηματιστηριακές αγορές, το κίνητρο του κέρδους θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί μόνο στην πραγματική οικονομία: οι εταιρείες επικεντρώνονται στη διαμόρφωση του πραγματικού κεφαλαίου και κατά συνέπεια των θέσεων εργασίας. Επομένως, το «οικονομικό θαύμα» δεν ήταν περίεργο, αλλά συνέπεια των συνθηκών παροχής κινήτρων.


Μια τέτοια «πραγματική καπιταλιστική συμφωνία παιχνιδιού» ιδρύθηκε τρεις δεκαετίες αργότερα - γύρω στο 1980 - στην Κίνα από τις μεταρρυθμίσεις του Deng, σύμφωνα με το σύνθημα «καπιταλιστές όλων των χωρών ελάτε σε μας - αλλά μόνο στην πραγματική οικονομία!».

Κάτω από αυτές τις συνθήκες η πλήρης απασχόληση επιτεύχθηκε ήδη από το 1960, η οικονομία ήταν τόσο σταθερή ώστε ταυτόχρονα ήταν δυνατό να επεκταθεί το κράτος πρόνοιας και να μειωθεί ο λόγος του δημόσιου χρέους. Αυτές οι επιτυχίες ενίσχυαν μια χειραφετημένη στάση: οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να υποταχθούν στις "ανώνυμες δυνάμεις της αγοράς" (Hayek), αλλά μπορούσαν να συνδιαμορφώσουν πολιτικά τις οικονομικές διαδικασίες.


Άνοδος της Σοσιαλδημοκρατίας

Γιατί όμως παραιτήθηκαν από αυτό το μοντέλο επιτυχίας; Για να το καταλάβουμε, πρέπει να επιστρέψουμε στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Μετά την λαμπρή επιτυχία της «Γενικής Θεωρίας» (1936) του Κεϋνς, σιωπούσε ο επιστημονικός αντίπαλός του, ο Hayek, αλλά δεν παραιτήθηκε. Το 1944 έγραψε στο βιβλίο του «ο δρόμος προς τη δουλεία» η κατήχηση της νεοφιλελεύθερης «αντι-μεταρύθμισης»: με το κράτος πρόνοιας και την πολιτική πλήρης απασχόλησης απειλείται η ελευθερία. Το 1947 ίδρυσε τη Mont Pelerin Κοινωνία (MPS), που συνδέεται με «πρωτότυπους στοχαστές» (μεταξύ των οποίων οκτώ βραβευμένοι με Νόμπελ) με προπαγανδιστές στις δεξαμενές σκέψης και των μέσων μαζικής ενημέρωσης ( «εμπόρους μεταχειρισμένων ιδεών» - Original έκφραση Hayek) και με χρηματοδότες [φυσικά]. Για είκοσι χρόνια, η MPS προετοίμαζε την "Αντί-Μεταρρύθμιση" με την παραγωγή και τη διάδοση των θεωριών της.


Abbildung 1 Verfall von Immobilienpreisen, Aktienkursen sowie Rohstoffpreisen

Σχήμα 1: Πτώση των τιμών των ακινήτων, των τιμών των μετοχών και των τιμών των βασικών προϊόντων και της μεγάλης κρίσης. Πηγή: Yahoo Finance, Case-Shiller, Standard & Poors


Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν ή ώρα τους: Μετά την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης συνδικάτα, σοσιαλδημοκράτες και διανοούμενοι είχαν πάει στην επίθεση. Το αριστερό πνεύμα της εποχής (το Zeitgeist), οι συγκρούσεις για την ανακατανομή, η αύξηση του πληθωρισμού και η άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας κατέστησαν εύκολο για τους νεοφιλελεύθερους να επιβάλουν εκ νέου τη θεωρία της ισορροπίας. Νομιμοποίησαν την ενδυνάμωση των χρηματοπιστωτικών αγορών.


Ενώ το "πρότυπο ευημερίας" κατέρρευσε λόγω της επιτυχίας του, ο νεοφιλελευθερισμός θα αποτύχει λόγω της αποτυχίας του.

Διότι οι σημαντικότερες κρίσεις θα επιδεινωθούν δραματικά σε μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση, και πάλι που θα προκληθούν από ταυτόχρονες „bear markets“, κυρίως μετοχών και ακινήτων (Σχήμα 1), και επιπλέον των ομολόγων (κρατικών). Οι τρείς έχουν ανοδικές τάσεις τα τελευταία χρόνια, έχτισαν και πάλι ένα τεράστιο «δυναμικό υποτίμησης». Δεν θα υπάρξει έλλειψη για αφορμές για χρηματοοικονομικές κρίσεις όπως φαίνεται, από  εμπορικούς πολέμους μέχρι την κλιμάκωση της σύγκρουσης γύρω από το Ηνωμένο Βασίλειο και το Brexit,  τη Τουρκία, τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή.


Στη συνέχεια, η πολιτική μπορεί να αντιδράσει με δύο τρόπους: είτε να παραμένει προσηλωμένη στο  νεοφιλελεύθερό της «χάρτη πλοήγησης» των αποφασισμένων και το τι προβλέπεται - όπως το 2010 - «μια από τα ίδια» δηλαδή, ή επιστρέφει μετά από 50 χρόνια αντιμεταρρύθμισης πίσω στην παράδοση της χειραφέτησης και (επομένως) στην αυτο-ενδυνάμωση και (συν-) διαμόρφωση της κοινωνίας.


Δεξιοί λαοπλάνοι υπόσχονται "κοινωνική ζεστασιά"

Το απαισιόδοξο σενάριο: η ανεργία, η φτώχεια και η ανισότητα θα ανέλθουν στα ύψη. Η υποτίμηση του συνταξιοδοτικού κεφαλαίου ενισχύεται και από την μείωση των συντάξεων του κράτους πρόνοιας. Γενικά, η κατεδάφιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου αυξάνει τη πικρία για το «κοινωνικό πάγωμα» της νεοφιλελεύθερης ΕΕ. Ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός εξαπλώνονται. Οι δεξιοί λαϊκιστές υπόσχονται "κοινωνική ζεστασιά", αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε μια (αντίστοιχη) κοινότητα εθνικής πολιτικής. Για αυτούς, το ευρώ είναι το μέσο που αποδυνάμωσε ή κατέστρεψε τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Μόνο με την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα θα μπορούσε να σταματήσει αυτή η διαδικασία.


Μια διάλυση της νομισματικής ένωσης θα οδηγήσει την Ευρώπη σε οικονομικό πόλεμο: Μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια «οικονομικής αλχημείας» το σύνολο του ενεργητικού των τραπεζών είναι τρεις έως πέντε φορές του ΑΕΠ της ΕΕ. Υπάρχουν επίσης μετοχές και ομόλογα, τα οποία κατέχονται άμεσα από τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τις εταιρείες και τους ιδιώτες. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του «οίκου των χαρτιών» αναφέρεται σε ευρώ, κυρίως χρέη ή υποχρεώσεις μεταξύ χωρών της ευρωζώνης.


Εάν η νομισματική ένωση διαλυθεί, θα πρέπει το κάθε  «χαρτί» (Οικονομικός τίτλος) να «επαναξιολογηθεί» από το ευρώ σε κάθε ένα από τα 19 νέα/παλιά εθνικά νομίσματα. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα 342 διμερείς σχέσεις πιστωτών και οφειλετών, καθένα με διαφορετικούς τύπους χρηματοπιστωτικών μέσων (από τραπεζικές καταθέσεις σε παράγωγα). Επομένως, δεν θα είναι δυνατή μια κανονική διευθέτηση του ευρώ. Όπως στη φύση, έτσι υπάρχουν μη αναστρέψιμες διαδικασίες στην κοινωνία: Μπορείτε να ρίξετε 19 υγρά σε μια κανάτα, δεν μπορέσετε μετά να τα ξεχωρίσετε, μόνο αν έχουν διαφορετικό ειδικό βάρος. Εδώ όμως έχουν κοινό, το ευρώ.


…τεράστιες "δυνάμεις θυμού"

Επιπλέον, μια αποτυχία του ευρώ θα απελευθέρωνε τεράστιες " δυνάμεις θυμού" που θα στοχεύουν κυρίως στη Γερμανία. Επειδή στις χώρες της κρίσης που υπαγορεύεται η πολιτικής της λιτότητας από την «Γερμανική ΕΕ», η λιτότητα έχει προκαλέσει καταστροφές. Να αποφορτιστεί πλήρως δεν μπορεί πλέον μια τόσο συσσωρευμένη οργή (ακόμα), επειδή θέλουν οι περισσότεροι να παραμείνουν στη νομισματική ένωση και, συνεπώς όλα εξαρτώνται από την καλή θέληση της Γερμανίας.


Αυτό θα άλλαζε ριζικά εάν η νομισματική ένωση διαλυόταν και όλα τα μέτρα λιτότητας θα αποδεικνυόταν μάταια. Πάνω στη πικρία τους, οι χώρες σε κρίση θα κηρύξουν μορατόριουμ του εξωτερικού χρέους τους απέναντι σε άλλες χώρες της ευρωζώνης και θα επιδιώξουν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσω υποτιμήσεων. Το οικονομικό χάος και ο οικονομικός πόλεμος θα ενίσχυαν τον εθνικισμό - οι αλυσιδωτές αντιδράσεις θα ήταν ανεξέλεγκτες.


Ο μεγάλος χαμένος της κατάρρευσης της νομισματικής ένωσης θα ήταν ο (πρώην) κερδοσκόπος, η Γερμανία: Ένα μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών διαθεσίμων της θα χαθούν, καθώς και η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της (σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1970 οι υποτιμήσεις των νομισμάτων της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, κλπ, δε θα αύξαναν το πληθωρισμό σε αισθητά επίπεδα). Η Bundesbank θα μπορούσε να μετριάσει αυτό το φαινόμενο μόνο με την αγορά τεράστιων ποσών κρατικών ομολόγων που εκδόθηκαν από τις χώρες υποτίμησης(της κρίσης).


Ο "απαλός φασισμός"

Με ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και οικονομικό πόλεμο μέσα στην Ευρώπη, η διαδικασία της κρίσης θα επιταχυνθεί, ποιοτικά παρόμοια με τη δεκαετία του 1930, σε έκταση και ταχύτητα, διαφορετικά όμως: Οι ομοιότητες συνίστανται στα επακόλουθα μέτρα λιτότητας, στις περικοπές των επιδομάτων ανεργίας και των πραγματικών μισθών, σε περικοπές πρόνοιας, στην άνοδο των δεξιών λαικιστών, στη καθοδήγηση των συναισθημάτων του θυμού, της πικρίας και του φόβο για το μέλλον εναντίον «αποδιοπομπαίων τράγων» και στην αύξηση του εθνικισμού. Οι διαφορές είναι ότι ο ρυθμός της κρίσης και η έκταση της κρίσης είναι πολύ χαμηλότεροι σήμερα απ 'ότι ήταν τότε.


Σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο, οι (οικονομικές και πολιτικές) ελίτ και οι υποστηρικτές τους στα ΜΜΕ θα συνειδητοποιήσουν, ότι ο νεοφιλελευθερισμός παρά το γεγονός ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν χρήσιμος για τα ενδιαφέροντά τους, προετοιμάζει το έδαφος για ένα πιο ριζοσπαστικό εθνικισμό και τον λαϊκισμό, ή ακόμα και για ένα "Απαλό φασισμό". Αυτός ο αναχρονισμός θα διαταράξει σημαντικά την παγκοσμιοποιημένη επιχειρηματική δραστηριότητα.

Έτσι, υπάρχει μια πιθανότητα ότι η - καλά μελετημένη - ιδιοτέλεια των ελίτ ανοίγει το δρόμο για μια αποχώρηση από την «οικονομική αλχημεία», και για μια - αρκετή - ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και του κράτους πρόνοιας, αν μη τι άλλο ως βάση για στενότερη ολοκλήρωση της Ευρώπης. Διότι ο κίνδυνος μιας "απειλητικής" αύξησης της δύναμης των συνδικάτων ή των αριστερών κομμάτων - όπως στη δεκαετία του 1960 - δεν υπάρχει.


Είτε λοιπόν επιστρέψουμε στο σενάριο μιας «δεξιάς λαϊκίστικης επανεθνικοποίησης της Ευρώπης» ή στην επιστροφή στις δυνάμεις του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου: Ο νεοφιλελευθερισμός σε δύο περιπτώσεις θα έχει τελειώσει - τουλάχιστον για μερικές δεκαετίες.


*)Ο Stephan Schulmeister είναι Αυστριακός οικονομολόγος. Από το 1972 έως το 2012 διεξήγαγε έρευνα στο WIFO στη Βιέννη. Στο βιβλίο του 2018 «Ο δρόμος προς την ευημερία», χρησιμοποιεί το παράδειγμα της μεταπολεμικής περιόδου για να αναλύσει την ευημερία και την κρίση ως ακολουθία πραγματικών και οικονομικών καπιταλιστικών «παιχνιδιών» και δείχνει ότι αυτό το μοντέλο μπορεί και εξηγεί επίσης χρονικά νωρίτερους «μακρύς κύκλους» στη καπιταλιστική ανάπτυξη.

9 Σεπ 2023

Για την επέτειο της Χούντας Πινοσετ 1973.Ας πεθάνει κάποιος, να ζήσει κάποιος

 

Ας πεθάνει κάποιος, να ζήσει κάποιος

Δεν είμαστε όλοι λίγο ή πολύ νεοφιλελεύθεροι σήμερα; Αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να είναι η αρχή της επετείου του πραξικοπήματος στη Χιλή, από το οποίο ο νεοφιλελευθερισμός ξεκίνησε τον ιστορικό του θρίαμβο.

Από τον Stephan Lessenich

Ερείπια του στρατοπέδου συγκέντρωσης Chacabuco στην περιοχή Antofagasta. Από το 1973 έως το 1974, άνδρες πολιτικοί κρατούμενοι φυλακίστηκαν εδώ. Φωτογραφία: Sofía Yanjarí

Από μια αριστερή σκοπιά, η ιστορία του νεοφιλελευθερισμού συνήθως λέγεται ως μια ιστορία κακών μηχανορραφιών και μοχθηρών χαρακτήρων, επιχειρηματικών δεξαμενών σκέψης και ιδεολογικής κατήχησης. Στη συνέχεια, εμφανίζονται οι συνήθεις ύποπτοι, τα ίχνη τρέχουν από τον Φρίντριχ Χάγιεκ και τον Μίλτον Φρίντμαν μέχρι την Άυν Ραντ και τον Ρήγκαν/Θάτσερ ή (ανάλογα με το ποιος βρήκαμε να είναι χειρότερος) τη Θάτσερ/Ρήγκαν μέχρι τον Γιόζεφ Άκερμαν και τον Κρίστιαν Λίντνερημερινός υπουργός οικονομικών Γερμανίας του κομματος FDP). Από την πλευρά των κύριων παραγόντων, μεταξύ πολλών άλλων, της Mont Pèlerin Society και του Ιδρύματος Οικονομικής Εκπαίδευσης, της Πρωτοβουλίας για τη Νέα Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς και του Ιδρύματος Bertelsmann, κάνουν επίσης την εμφάνισή τους εφημερίδες όπως η "Daily Mail" ή η NZZ. Για παράδειγμα, σε ένα εν εξελίξει ερευνητικό πρόγραμμα με επικεφαλής τον ιστορικό και πολιτικό επιστήμονα Janick Schaufelbuehl στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης, οι εμπλεκόμενοι άνθρωποι και οργανώσεις λειτουργούν ως «απολογητές της αγοράς» και στον τίτλο μιας εξαιρετικά αναγνωρισμένης δημοσίευσης για το θέμα, ο Αμερικανός δικηγόρος και επιστημονικός συγγραφέας Daniel Stedman Jones μίλησε ακόμη και για τους Hayek, Friedman and Co. ως τους «Δασκάλους του Σύμπαντος» το 2012.

 

Ιδωμένη και κατανοητή με αυτόν τον τρόπο, η «Χιλή 1973» μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ως ένας κρυπτογράφος για τη γέννηση του υπερεθνικού νεοφιλελευθερισμού. Πριν από πενήντα χρόνια, όταν ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοσέτ και ο στρατός της Χιλής και οι πολιτικά και κοινωνικά συμμαχικές ελίτ ήρθαν στην εξουσία, η χώρα της Νότιας Αμερικής έγινε ένα πειραματικό εργαστήριο και παρέλαση για νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» σχεδόν εν μία νυκτί. Εκείνη την εποχή, ξεκίνησε μια πολιτική ριζικής απελευθέρωσης της αγοράς, η οποία επηρέασε σχεδόν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής - εκπαίδευση και ασφάλεια γήρατος, εξόρυξη χαλκού και παροχή νερού - και της οποίας οι συνέπειες και οι παρενέργειες εξακολουθούν να καθορίζουν αποφασιστικά την πραγματικότητα της ζωής του πληθυσμού της Χιλής σήμερα.

 

Απίστευτη κτηνωδία

Ο ενεργός ρόλος των "Ηνωμένων Πολιτειών, δηλαδή της CIA, αλλά και του υπουργού Εξωτερικών Henry Kissinger, στον οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το ίδιο έτος, στην έναρξη, τη διεξαγωγή και τη διασφάλιση του στρατιωτικού πραξικοπήματος έχει τεκμηριωθεί εδώ και καιρό επαρκώς. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για το ρόλο των «Chicago Boys», μιας ομάδας Χιλιανών οικονομολόγων (στο δικαιολογημένο αρσενικό) που είχαν σπουδάσει στο τμήμα οικονομικών του Πανεπιστημίου του Σικάγο, μια εστία και πρώιμο προπύργιο της νεοφιλελεύθερης παραγωγής γνώσης. Αναγνώρισαν την απότομη αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων στην πατρίδα τους ως μια μοναδική ευκαιρία για τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας – και την εκμεταλλεύτηκαν με το κίνητρο της στιγμής.

 

Έτσι, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι η ιστορία του νεοφιλελευθερισμού εμφανίζεται στη μοίρα της Χιλής υπό τον Πινοσέτ «σαν μέσα από μεγεθυντικό φακό» - μια παράξενα λοξή διατύπωση, αλλά η οποία έχει γίνει μια φτερωτή λέξη κοινωνικής ανάλυσης με την πανδημία του κορωνοϊού.

Ωστόσο, ένα βασικό χαρακτηριστικό της χιλιανής υπόθεσης αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό, δηλαδή η παράξενη βαρβαρότητα με την οποία εγκαταστάθηκε το νεοφιλελεύθερο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς σε αυτή τη χώρα. Ενώ ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας, Σαλβαδόρ Αλιέντε, αυτοκτόνησε κατά τη διάρκεια της εισβολής στην έδρα της κυβέρνησης στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, χιλιάδες άνθρωποι που είχαν αναγνωριστεί από τους πραξικοπηματίες ως κομμουνιστές, αριστεροί, διανοούμενοι ή με κάποιο τρόπο ύποπτοι για ελεύθερη σκέψη ήταν θύματα βασανιστηρίων και δολοφονιών, μερικά από τα σώματά τους δεν έχουν επανεμφανιστεί μέχρι σήμερα. Το Εθνικό Στάδιο στο Σαντιάγο, που χρησιμοποιήθηκε για μήνες ως στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, έγινε ένα πρώιμο σύμβολο της στρατιωτικής δικτατορίας και των μαζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Σχετικά με τον συγγραφέα

Όποιος – όπως ο συγγραφέας αυτού του κειμένου – είδε τον Τζακ Λέμον, κατά τα άλλα χαρισματικό κωμικό ηθοποιό, να περιπλανιέται στο Σαντιάγκο στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα στην ταινία του Κωνσταντίνου Κώστα Γαβρά «Αγνοούμενος» ως οικογενειάρχης που αναζητούσε τον αγνοούμενο γιο του, πώς, ενόψει της εμπλοκής διπλωματών των ΗΠΑ, υπηρεσιών ασφαλείας και στρατιωτικού προσωπικού στο πραξικόπημα, που του αποκαλύφθηκε πάντα χωρίς μακιγιάζ, έδειξε σταδιακά να χάνει την πίστη του στην ελευθερία και την δημοκρατία  (και αυτή στο «Κυνήγι της Ευτυχίας» ταυτόχρονα), και δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει για τις λεγόμενες δυτικές αξίες με αμερόληπτο τρόπο.

Σίγουρα, για τον νεοφιλελευθερισμό στο σύνολό του, μπορεί να ειπωθεί ότι η διακηρυγμένη «απόστασή του από το κράτος» είναι ένας αυτοπαραγόμενος μύθος και πρέπει πράγματι να θεωρηθεί ως το κεντρικό του ψέμα. Στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «απόσυρση του κράτους», η οποία έχει διακηρυχθεί μόνιμα τον τελευταίο μισό αιώνα και εξακολουθεί να αποτελεί μέρος του τυπικού ρεπερτορίου των σχετικών λόγων και προγραμμάτων μέχρι σήμερα. Αντίθετα, η «απελευθέρωση των αγορών» είναι πάντα και αναγκαστικά μια πολιτική πράξη που απαιτεί – όχι μόνο εφάπαξ, αλλά συνεχή, μόνιμη – κρατική παρέμβαση.

 

Ο νεοφιλελευθερισμός σκοτώνει

«Η ελεύθερη οικονομία και το ισχυρό κράτος» ήταν το όνομα του καθιερωμένου έργου που γράφτηκε το 1988 από τον Βρετανό πολιτικό επιστήμονα Andrew Gamble για τον θατσερισμό, ο οποίος ήταν φιλελεύθερος στην καλύτερη περίπτωση (και ούτε καν εκεί) στον οικονομικό, αλλά εξαιρετικά αυταρχικός και κρατικιστικός στον πολιτικό. Αυτή η σύνδεση μεταξύ της ελεύθερης οικονομίας και του ισχυρού κράτους δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να περιγραφεί ως μοναδικά βρετανική, οι «ορντοφιλελεύθεροι» οικονομολόγοι γερμανικής καταγωγής και χαρακτήρα, από τον Wilhelm Röpke έως τον Franz Böhm και τον Walter Eucken, την είχαν ήδη υποστηρίξει ανοιχτά από τη δεκαετία του 1920 – όχι τυχαία με κοινωνικο-ιστορικούς όρους. Η συζήτηση περί «αυταρχικού φιλελευθερισμού» που έχει πλέον εδραιωθεί στις κριτικές κοινωνικές επιστήμες, που προπαγανδίζεται στη Γερμανία εδώ και αρκετό καιρό από τον οικονομολόγο Ralf Ptak και πρόσφατα διαδόθηκε ξανά από τον Γάλλο φιλόσοφο Grégoire Chamayou, χτυπά έτσι τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης υπόθεσης.

Και όμως, ακόμα κι αν οι πολιτικές της Θάτσερ, για παράδειγμα, ήταν σε θέση να βρουν πραγματικά το δρόμο τους μόνο αφού η απεργία των ανθρακωρύχων του 1984/85 είχε σπάσει, αν μη τι άλλο από το κρατικό μονοπώλιο στη χρήση βίας, δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι ο νεοφιλελευθερισμός για τη θριαμβευτική του πορεία – όπως είχε συμβεί στη Χιλή – ήταν επίσης επιτυχής στη «Δύση», δηλαδή στις ΗΠΑ ή στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γερμανία ή την Ελβετία, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, έπρεπε να περπατήσει πάνω από πτώματα. Ή τουλάχιστον όχι πάνω από πτώματα στην ίδια τους τη χώρα, ούτε με τη μορφή της ανοιχτής κινητοποίησης ολόκληρου του κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού ασφαλείας, της αστυνομίας και του στρατού, των μυστικών υπηρεσιών και των κακοποιών.

Ναι, ο νεοφιλελευθερισμός σκοτώνει: καταστρέφει τα φυσικά θεμέλια της ζωής παγκοσμίως και τις κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης εκατοντάδων εκατομμυρίων, πιθανώς μερικών δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Σκοτώνει στη Μεσόγειο, στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών, στη Foxconn της Κίνας και στα κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια του Μπαγκλαντές, στα ορυχεία μεταλλευμάτων, στις γεωργικές φυτείες και στις εγκαταστάσεις παραγωγής διεθνών εταιρειών σε όλο τον κόσμο. Μελέτες από εμπειρογνώμονες της δημόσιας υγείας David Stuckler και Sanjay Basu, μεταξύ άλλων, έχουν δείξει ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν καταστροφικές συνέπειες για το «σώμα της κοινωνίας» - ή, ακριβέστερα, για τα σώματα και τις ψυχές όλων εκείνων που δεν επωφελούνται από την απελευθέρωση της αγοράς, την ευελιξία της εργασίας και την ιδιωτικοποίηση των υποδομών, αλλά πληρώνουν για αυτό με σημαντικά μειωμένο προσδόκιμο ζωής.

 

Είναι οι άνθρωποι απλά ηλίθιοι;

Αυτό μας φέρνει στην ουσία του ζητήματος: την κατανομή του κόστους και των οφελών του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας. Στο τυπικό αριστερό αφήγημα, οι δικαιούχοι της νεοφιλελεύθερης επανάστασης αντιμετωπίζονται μόνο εξαιρετικά επιλεκτικά, καθώς συνήθως προτείνεται ότι αυτοί είναι μόνο οι «λίγοι ευτυχισμένοι», οι ανώτεροι δέκα χιλιάδες, το ένα τοις εκατό των πλουσίων και των υπερ-πλούσιων αυτού του κόσμου, οι οποίοι αντιμετωπίζουν στην άλλη πλευρά της κοινωνικής τάξης του αγώνα το «99%» εκείνων που έχουν βασανίσει και βλάψει. Αλλά κάθε άλλο: πολύ περισσότεροι άνθρωποι, ομάδες και περιβάλλοντα έχουν επωφεληθεί από τον ιστορικό θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού από ό, τι η τρέχουσα κριτική του νεοφιλελευθερισμού θα ήθελε να παραδεχτεί. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εξηγηθεί η εγκαθίδρυση και η αναπαραγωγή των νεοφιλελεύθερων συνθηκών μέχρι σήμερα, ελλείψει συστηματικής κρατικής βίας. Από αυτή την άποψη, η επιβίωση του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι καθόλου τόσο «παράξενη» όσο ισχυρίστηκε ο Βρετανός πολιτικός επιστήμονας Colin Crouch στον τίτλο του βιβλίου του 2011 «The Strange Survival of Neoliberalism».

 

Το μυστικό του θριάμβου του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος ξεκίνησε το 1973 – όχι μόνο μέσω του στρατιωτικού πραξικοπήματος στη Χιλή, αλλά και, μεταξύ άλλων, μέσω της κατάρρευσης της μεταπολεμικής παγκόσμιας νομισματικής τάξης – είναι η μαζική δημοτικότητα που γνώρισε το καθεστώς του κατά τη διάρκεια των δεκαετιών. Από πού προέρχεται αυτή η κοινωνική αποδοχή; Τι οδήγησε τους πολίτες των δημοκρατικών-καπιταλιστικών κοινωνιών στην αγκαλιά της νεοφιλελεύθερης κοινωνικής τάξης, τι τους κάνει να την κρατούν ακόμα και σήμερα; Είναι οι άνθρωποι απλά ηλίθιοι; Είναι λανθασμένες – όπως συχνά θεωρείται σήμερα για τους «πραγματικούς» αριστερούς ψηφοφόρους των δεξιών κομμάτων; Ή μήπως «παρασύρθηκαν» – σύμφωνα με τη δημόσια γλώσσα δεκαετιών για την υποταγή των Γερμανών στον εθνικοσοσιαλισμό; Καθόλου. Οι εκλογικές επιτυχίες που συνεχίζουν να εμφανίζονται, είτε πρόκειται για τους «αληθινούς» νεοφιλελεύθερους είτε για μια νεοφιλελεύθερη «σοσιαλδημοκρατία της αγοράς» (Oliver Nachtwey) στην Ευρώπη καθώς και στη Βόρεια Αμερική, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν με αναφορά είτε σε ψευδή συνείδηση, είτε σε διαλογική έκπληξη είτε σε αυτοτραυματική συμπεριφορά.

Μετά από μισό αιώνα πολιτικοοικονομικής ηγεμονίας της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, προγραμματικής και πρακτικής, δεν φαίνεται ούτε αναλυτικά ούτε στρατηγικά λογικό – τουλάχιστον από τη Γερμανία, την Ελβετία ή οποιοδήποτε άλλο μέρος στο καπιταλιστικό κέντρο – να συνεχίσουμε να υπονοούμε ότι «η εργατική τάξη», οι «πολλοί» ή ακόμα και «όλοι μας», πέρα από τους οικονομικούς και πολιτικούς κυβερνήτες, είμαστε απλά θύματα του νεοφιλελεύθερου τρόπου κοινωνικοποίησης. Αντίθετα, είναι σημαντικό να δούμε και να κατανοήσουμε ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική εξυπηρετεί τα ιδανικά και υλικά συμφέροντα τουλάχιστον των πλειοψηφιών των ψηφοφόρων στις πλούσιες κοινωνίες του Παγκόσμιου Βορρά και ότι οι νεοφιλελεύθεροι κόσμοι ιδεών, ιεραρχιών αξιών και προσανατολισμών δράσης έχουν εισχωρήσει βαθιά στις καρδιές και τα μυαλά των κοινωνικών ατόμων κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, στο σώμα και την ψυχή τους, όπως ονομάζεται στη μεταστρουκτουραλιστική σημασιολογία

 

Χαρές δευτερεύουσας κυριαρχίας

Γιατί προσέξτε: ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν σκοτώνει απλά. Αντίθετα, επιτρέπει επίσης στους ανθρώπους να ζουν, και όχι λίγους ανθρώπους στα γεωγραφικά πλάτη μας, αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου, όχι τόσο άσχημα.

Έτσι, η κοινωνική επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι τυχαία. Για πολλούς ανθρώπους, προσφέρει διευρυμένες, προηγουμένως κλειστές, μερικές φορές εντελώς άγνωστες επιλογές όσον αφορά το εισόδημα, την κατανάλωση και την κινητικότητα. Η νεοφιλελεύθερη κοινωνία αυξάνει – προσέξτε: για μερικούς, αλλά όχι λίγους, αλλά προφανώς αποφασιστικά πολλούς σύγχρονους – την «παγκόσμια εμβέλεια» (Hartmut Rosa). Σε κάποιο βαθμό, ανοίγει δευτερεύουσες θέσεις κυριαρχίας σε εκείνους που κυριαρχούνται οικονομικά και πολιτικά σε αυτή την κοινωνία, οι οποίες υλοποιούνται σε χιλιάδες και χιλιάδες καθημερινές πρακτικές: στην επιτάχυνση της εθνικής οδού και στο γέμισμα των δημόσιων τουαλετών, στην επίπληξη των παιδιών και στην εχθρότητα προς τους άλλους μετανάστες, στην εκμετάλλευση της φύσης και στην παρεμπόδιση των επιχειρήσεων διάσωσης έκτακτης ανάγκης.

Οι άλλοτε μικρές, άλλοτε κάπως μεγαλύτερες, αλλά με τον τρόπο τους πάντα πολύτιμες απολαύσεις δευτερογενούς κυριαρχίας πάνω στη «φτηνή εργασία» (ο καθαριστής σε υπηρεσία) και στη «φτηνή φύση» (τα αποθέματα νερού των θέρετρων διακοπών), πάνω σε άλλους, (ακόμη) χειρότερους ανθρώπους και πάνω σε άλλες, μη ανθρώπινες οντότητες, είναι η λύση στο αίνιγμα: είναι η ψυχή ενός πολιτικοοικονομικού καθεστώτος που δίνει σε αρκετούς ανθρώπους την ευκαιρία να  αντισταθμίσουν τη δική τους κυριαρχία με την παράγωγη και υποδεέστερη άσκηση εξουσίας, ή ακόμα και μόνο με την αυθυποβολή τους, τουλάχιστον προσωρινά.

Ας πεθάνει κάποιος, να ζήσει κάποιος: ο Μισέλ Φουκώ, ο οποίος, ως κοινωνικός κριτικός που επηρεάστηκε αρκετά από το πνεύμα της εποχής, θα έπρεπε να το γνωρίζει αυτό, δήλωσε ότι αυτή είναι η βασική αρχή της νεοφιλελεύθερης βιοεξουσίας. Ο Γάλλος φιλόσοφος κατανόησε ότι ο όρος αυτός σημαίνει τη διπλή χρήση της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή, αφενός, τα μεμονωμένα σώματα, ιδιαίτερα μέσω της παραγωγικής χρήσης της εργατικής τους δύναμης, και αφετέρου, το κοινωνικό σώμα, με την έννοια της ενεργού πληθυσμιακής πολιτικής και της κοινωνικο-υγιεινής παρέμβασης. Μια τέτοια πολιτική της «δύναμης της ζωής», ωστόσο, δεν πραγματοποιείται μέσω απλής κρατικής παρέμβασης, αλλά γίνεται πραγματική και πρακτική μόνο μέσω της σκέψης και της δράσης, του πράττει και δεν αισθάνεται, του συναισθήματος και του μη συναισθήματος των κοινωνικοποιημένων ατόμων. Και ας είμαστε ειλικρινείς: δεν είμαστε όλοι λίγο νεοφιλελεύθεροι σήμερα; Δεν πετάμε τις πέτρες μας μόνοι μας, αν όχι από τις πιο προνομιούχες θέσεις στην κοινωνική δομή, τουλάχιστον από τα γυάλινα σπίτια της ύπαρξής μας με τη μεσολάβηση του μοντέλου κοινωνικής αναπαραγωγής του νεοφιλελευθερισμού;

Τουλάχιστον, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη αυτό το ενδεχόμενο, αν κάποιος δεν θέλει να μιλήσει για διεξόδους και εναλλακτικές λύσεις, για τον ΑΛΛΟ νεοφιλελευθερισμό, ως συνήθως. Αντί να επικαλούμαστε τα «αντιστεκόμενα υποκείμενα», η οποία πολύ συχνά έχει γίνει μια κενή τελετουργία στις αριστερές κοινωνικές κριτικές, θα ήταν απαραίτητο να διερευνήσουμε τις δυνατότητες και τα όρια της βιωμένης αντινεοφιλελεύθερης αλληλεγγύης, τόσο επιστημονικά όσο και με όρους ζωής. Μέχρι σήμερα, η 11η Σεπτεμβρίου 1973 παρέχει αρκετό λόγο για αυτό.

 

 https://www.woz.ch/2336/essay/sterben-lassen-und-leben-machen/!HX9HTMNE7AJ2

Ετικέτες