12 Οκτ 2017

Zaungast:ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ

Ποιοί παράγοντες[1] επηρεάζουν το μέγεθος και τό ύψος των επάκολουθων δαπανών για τις υποδομές.

Μια βιώσιμη οικιστική πολιτική δεν μπορεί να στηριχτεί με επιχειρήματα της δημοτικής χρηματοδοτικής πολιτικής, σήμερα ακόμα περισσότερο με την υπάρχουσα  θεσμική και οικονομική απαξίωση της ΤΑ από την κεντρική κυβέρνηση.
Επανδημοσίευση 05.07.2023
 
Μέχρι σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί η υπόθεση, βάσει των ερευνών που βασίζονται σε μοντέλα, ότι το επακόλουθο κόστος των υποδομών μειώνεται με την αύξηση του μεγέθους και της πυκνότητας των οικισμών, λαμβάνοντας υπ’ όψη τα πραγματικά κόστη (real costs).
Αντίθετα, το επίπεδο των κεντρικών λειτουργιών  ενός Δήμου καθώς και η -συχνότητα της χρήσης της υποδομής και μαζί της το πρότυπο εξοπλισμού, επηρεάζουν τις δαπάνες.
Η δημιουργία  της υποδομής για την οποία ευθύνεται η κοινότητα δημιουργεί δημόσιες δαπάνες και έξοδα α) για την αρχική κατασκευή και β)  και έξοδα παρακολούθησης και συντήρησης της υποδομής.
Παράδειγμα ο δρόμος, θα πρέπει να επιθεωρείται τακτικά για ζημιές, να καθαρίζεται ή να ελευθερώνεται από το χιόνι το χειμώνα. Το ίδιο ισχύει και για την μονάδα καθαρισμού λυμάτων των αποχετεύσεων, το νοσοκομείο ή το σχολείο ή και τις υποδομές αναψυχής.
Στο επόμενο διάγραμμα μπορούμε να δούμε πως χρησιμοποιείται ό όρος επακόλουθο ή κόστος παρακολούθησης υποδομών.

Σίγουρα επειδή ο Δημοτικός Οικονομικός Σχεδιασμός, κατά κανόνα, βασίζεται σε πενταετή περίοδο και περιλαμβάνει επενδύσεις που μπορούν να εκτιμηθούν μέσω υφιστάμενων προ-έργων, σπάνια μπορεί να εκτιμηθεί η επιρροή νέων επενδύσεων στο επακόλουθο μακροχρόνιο κόστος. Αυτό οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι τέτοιες εκτιμήσεις είναι πολύ φτωχές σε δεδομένα ή δεν έχουν καμία βάση, για παράδειγμα με τη μορφή παραμέτρων κόστους.
Ο χωροταξικός σχεδιασμός, από την άλλη πλευρά, περιορίζεται στον σχεδιασμό της εκμετάλλευσης και χρήσης και, εάν δεν είναι απαραίτητο απλά και μόνο σε ένα σχεδιασμό με κατευθυντήριες γραμμές. Σε ορισμένους δήμους υπάρχουν προγράμματα αναπτυξιακής αξιοποίησης, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του δημοτικού σχεδιασμού  δεν δίνει έμφαση στο επακόλουθο  οικονομικό κόστος των υπό σχεδίαση και προγραμματισμού  μέτρων. Ωστόσο, η οικονομική βιωσιμότητα των μέτρων αυτών καθώς και οι οικονομικές συνέπειες τέτοιων προγραμματιστικών παρεμβάσεων επηρεάζουν το χώρο, και ας μένει μόνο στην υλοποίηση διαφόρων φάσεων σχεδιασμού. Θα ήταν  εύλογο επομένως οι Δήμοι να υποβάλλουν ειλικρινείς δηλώσεις σχετικά με τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για την περίοδο κατασκευής και συντήρησης του έργου πριν ξεκινήσουν την κατασκευή της υποδομής.

Στην δημοτική πρακτική, οι σχετικές με το σχεδιασμό αποφάσεις για την ανάπτυξη των οικισμών συχνά λαμβάνονται  στη βάση ελλιπών πληροφοριών σχετικά με το μακροπρόθεσμο κόστος παρακολούθησης και ιδιαίτερα σχετικά  για τη σχετική τεχνική και κοινωνική υποδομή. Για το λόγο αυτό, οι πόλεις και οι δήμοι πρέπει να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για περισσότερη διαφάνεια σχετικά με συνέπειες στον οικονομικό τους προγραμματισμό και την ανάπτυξη της περιοχής. Ο οικονομικά αποδοτικός χειρισμός των πόρων της γης αποτελεί σημαντικό σημείο κλειδί για τη βιώσιμη διαχείριση της γης. Χρειαζόμαστε λοιπόν σαφήνεια σχετικά με το πραγματικό κόστος χρήσης της γης, καθώς και των μελλοντικών δημογραφικών και οικονομικών δαπανών.


Γράφημα 1: Συσχέτιση οικιστικής ανάπτυξης και κόστος υποδομών
 
Αστικό πράσινο π.χ. αποτελεί σημαντικό στοιχείο σχεδιασμού για οικιστικές και εμπορικές περιοχές και αυξάνουν σημαντικά την ποιότητα του κατοικείν και της χρήσης αυτών των περιοχών προς εκμετάλλευση. Πολλές φορές παράγονται από έναν επενδυτή στη συνέχεια μεταφέρονται στον δήμο, κάτι που εδώ ακόμα δεν είναι σύνηθες. Μια σειρά πρακτικών παραδειγμάτων δείχνει ότι το κόστος της συνεχούς συντήρησης αυτών των αστικών πράσινων χώρων δεν βρισκόταν στην πρώτη σειρά των παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την  διάρκεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του δήμου και έτσι προκύπτουν ως απρόβλεπτες  δαπάνες για την υπό ανάπτυξη και αξιοποίηση ενός χώρου.
 
Αν το δούμε και σε μια άλλη υποδομή , μολονότι το εφάπαξ επενδυτικό κόστος της κατασκευής  μιας υποδομής, για παράδειγμα  για ένα μέτρο οδού ή για εγκατάσταση καθαρισμού λυμάτων, με κάποια συγκεκριμένη δυναμικότητα καθαρισμού, μπορεί να υπολογιστεί καλά με βάση κάποιες εμπειρικές τιμές, υπάρχουν μέχρι στιγμής λίγες διαθέσιμες γνώσεις σχετικά με τα σχετικά κόστη παρακολούθησης και συντήρησης διαφόρων είδη υποδομών.
Αυτό έχει σαν συνέπεια  ότι ο βραχυπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος καθορισμός κόστους που προκύπτει από μια προγραμματισμένη ενός υπό σχεδίαση ανάπτυξη  οικισμού του δήμου αποτελεί παράγοντα αβεβαιότητας στον προγραμματισμό του προϋπολογισμού και συνεπώς στο μελλοντικό περιθώριο χρηματοδοτικών ελιγμών.[2] Βεβαίως μπορούν να ανταλλαχθούν γνώσεις και δεδομένα ενδοευρωπαϊκά μεταξύ των διαφόρων πόλεων που έχουν ασχοληθεί με το θέμα.
 
Γράφημα 2: Σύγκριση ετήσιων μεγεθών για επενδύσεις σε δημοτικούς δρόμους μιας κοινότητας στο μέγεθος της Θεσσαλονίκης
 
 
 
 
 
 
 
  
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Σε γενικές γραμμές υπάρχειεπιστημονική συμφωνία, στο ότι η αναγκαία υποδομή και το σχετικό κόστος κατασκευής εξαρτώνται από την οικιστική δομή. Όσο μεγαλύτερη είναι η πυκνότητα των οικισμών, τόσο λιγότερες δαπάνες πρέπει να δαπανηθούν για την κατασκευή της υποδομής. Ένα άλλο αποτέλεσμα πολλών αλλά βασισμένων σε μοντέλα έρευνας είναι ότι το κόστος λειτουργίας και συντήρησης της υποδομής εξαρτάται επίσης σε μεγάλο βαθμό από την οικιστική δομή. Σύμφωνα με αυτές τις μελέτες προκαλεί μια  χαμηλή πυκνότητα οικισμών υψηλό  λειτουργικό κόστος και δαπάνες συντήρησης των εγκαταστάσεων υποδομής, από ότι ενός  περισσότερου πυκνοκατοικημένου οικισμού.[3]


Στόχος ενός μελλοντικού έργου στη πόλη της Θεσσαλονίκης?

Στο πλαίσιο αυτό, μήπως για τον αειφόρο αστικό και πολεοδομικό σχεδιασμό θα ήταν καλό να ασχοληθεί ο Δήμος μέσω ενός τμήματός του με μια έρευνα για το τι συμβαίνει με τις υποδομές και τα επακόλουθα κόστη τους στη Θεσσαλονίκη και την μητροπολιτική της περιφέρεια? Να βρει ο Δήμος ποιοι παράγοντες επηρεάζουν το κόστος παρακολούθησης των δημοτικών υποδομών του και μάλιστα σήμερα υπό τις δεδομένες συνθήκες οικονομικής δυστοκίας. Αυτό θα τον βοηθήσει στο μέλλον σίγουρα. Συμπληρωματικά θα ήταν αναγκαίο να έχει ο Δήμος και bussola σε μορφή αξιόλογων δεικτών όπως επίσης και το κόστος λειτουργίας  και συντήρησης  για διαφορετικούς τύπους υποδομών (όπως φαίνεται στο γράφημα.3). Αυτοί οι δείκτες μπορούν να παρέχουν μια γενικότερη καθοδήγηση σχετικά με την εκτίμηση του ετήσιου κόστος για ένα συγκεκριμένο τύπο υποδομής, το οποίο κόστος όπως θεωρήθηκε μέχρι σήμερα - θα μπορούσε να εξαρτάται από το μέγεθος της κοινότητας. Σίγουρα με την συνεργασία κάποιου εξειδικευμένου γραφείου ή και του πανεπιστημίου (πολυτεχνείου) να μπορεί να δημιουργηθεί μοντέλο υπολογισμού του μακροχρόνιου κόστους παρακολούθησης των υποδομών, ανάλογα με το  αν είναι για εσωτερική ή εξωτερική αξιοποίηση, τεχνική ή κοινωνική υποδομή, υποδομή αναπτυξιακή ή αξιοποίησης.


Γράφημα 3:Επακόλουθο κόστος
Κάποιες έρευνες έχουν γίνει ήδη σε μερικές λίγες κοινότητες στην Ευρώπη και έχουν βρεθεί διαφορετικά αποτελέσματα σχετικά με την επίδραση του μεγέθους κάποιων χαρακτηριστικών ενός οικισμού και των ανεξάρτητων μεταβλητών. Συγκεκριμένα μπορούμε παρακάτω να παρακολουθήσουμε κάποιες εξαγωγές αποτελεσμάτων.

Μέγεθος της κοινότητας: Οι μεγαλύτερες κοινότητες δεν έχουν αυτομάτως και χαμηλότερο επακόλουθο κόστος ανά κάτοικο.

Οι απόλυτες δαπάνες όλων των διευθύνσεων και όλων των τμημάτων μαζί  έχουν, όπως αναμενόταν υψηλό συντελεστή προσδιορισμού(r2)  με τους παράγοντες μεγέθους του πληθυσμού και της έκτασης του οικισμού. Συνήθως υπάρχει σαφής γραμμική σχέση. Καθώς μεγαλώνει ο δήμος, αυξάνονται οι απόλυτες δαπάνες των τμημάτων-διευθύνσεων. Ο συντελεστής προσδιορισμού (r2) είναι συνήθως πάνω από 0,75. Αυτό σημαίνει ότι οι απόλυτες δαπάνες μπορούν να εξηγηθούν από τους παράγοντες του μεγέθους.
Γράφημα 4: Συντελεστής προσδιορισμού επίδρασης δαπανών ειδών υποδομής και ανεξάρτητες μεταβλητές (Ι) 

Πηγή:Raimund.,  Kemper, Kurt.,  Gilgen,  Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen, Ergebnisse einer empirischen Untersuchung,  Institut für Raumentwicklung, IRAP, Rapperswil, September 2008
Λαμβάνοντας όμως υπόψη τις δαπάνες των διαφόρων τύπων υποδομής ανά μονάδα, δηλαδή νόμισμα ανά κάτοικο, ανά μαθητή, ανά εκτάριο έκτασης του οικισμού ανά χιλιόμετρο κοινοτικού δρόμου, μπορεί να φανεί, ότι ο συντελεστής επίδρασης "μέγεθος κοινότητας" στα διαφορετικά είδη δαπανών δεν δείχνει μια ξεκάθαρη θέση αλλά τείνει να διαφοροποιείται.
Οι αναλύσεις των δαπανών στον τομέα της γενικής διοίκησης δείχνουν ότι οι αντίστοιχες δαπάνες ανά κεφαλή μειώνονται με αύξοντα αριθμό πληθυσμού λόγω οικονομιών κλίμακας που συμπιέζουν το κόστος και αυξάνεται ξανά από ένα συγκεκριμένο μέγεθος Δήμου/Κοινότητας και μετά (πρόσθετο κόστος λόγω της εντατικής χρήσης, οργανωτικών και διοικητικών δαπανών etc.). Οι κατά κεφαλήν δαπάνες για πολιτιστικές και δραστηριότητες αναψυχής είναι επίσης υψηλότερες σε μεγάλους δήμους απ 'ότι σε μικρούς Δήμους. Εδώ, οι μεγάλες κοινότητες δεν έχουν μόνο μια απολύτως μεγαλύτερη προσφορά πολιτιστικών εκδηλώσεων και αναψυχής με αντίστοιχες δαπάνες, αλλά και κατά κεφαλήν. Διαθέτουν εγκαταστάσεις υποδομής, όπως είναι οι εγκαταστάσεις κολύμβησης, παιδικές χαρές, κ.λπ., οι οποίες συνήθως δεν διατίθενται σε μικρές κοινότητες. Αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι απαραίτητα αναμενόμενο. Η θέση, ότι υπάρχουν  ένα ή περισσότερα βέλτιστα μεγέθη Δήμων γενικά δεν μπορεί να στηριχθεί.

Πυκνότητα πληθυσμού:  Η υψηλότερη πυκνότητα είναι και κοστοβόρος.
Επίσης, για την οικιστική πυκνότητα σαν παράγοντας επιρροής, στα πλαίσια της  διαδεδομένης θέσης - όσο πυκνότερη οικιστική δομή, τόσο μικρότερο είναι το επακόλουθο κόστος - δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί εξετάζοντας το πραγματικό κόστος. Σε κανένα από τα είδη δαπανών, το επακόλουθο κόστος δεν μειώνεται καθώς αυξάνεται η πυκνότητα του πληθυσμού. Στον τομέα της γενικής διοίκησης, τα κατά κεφαλήν έξοδα μειώνονται με την αυξανόμενη πληθυσμιακή πυκνότητα πρώτα, στη συνέχεια αυξάνονται  ξανά. Στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας, του περιβάλλοντος και του χωροταξικού σχεδιασμού, καθώς και των μεταφορών, οι δαπάνες αυξάνονται συνεχώς. Όπως και με το μέγεθος της κοινότητας, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ αναπτυξιακής υποδομής  υποδομής αξιοποίησης. Το φαινόμενο αύξησης του κόστους στον τομέα της κυκλοφορίας  με αύξηση της πυκνότητας του οικισμού θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από μια  διερεύνηση του κυκλοφοριακού όγκου. Όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος κυκλοφορίας που αφορά την κοινότητα, τόσο υψηλότερο είναι το κόστος παρακολούθησης ανά χιλιόμετρο. Η αύξηση του κόστους στην εξωραϊστική υποδομή συνδέεται συνδέεται με την εντατική χρήση της υποδομής. Αυτό προϋποθέτει σαφώς υψηλότερο επίπεδο σε  standards , για παράδειγμα στον καθαρισμό του δρόμου. Οι οργανωτικές διαδικασίες  όπως η διαχείριση εργοταξίου ή και οι υψηλότερες διοικητικές δαπάνες είναι ασφαλώς οικονομικά κοστοβόρες.

Γράφημα 5: Συνεκτελεστής προσδιορισμού επίδρασης δαπανών ειδών  υποδομής και ανεξάρτητες μεταβλητές(ΙΙ)
Πηγή: Raimund.,  Kemper, Kurt.,  Gilgen,  Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen, Ergebnisse einer empirischen Untersuchung,  Institut für Raumentwicklung, IRAP, Rapperswil, September 2008

Τυπολογία κοινοτήτων: Οι πλούσιες κοινότητες μπορούν να κάνουν περισσότερα έργα και να το κάνουν. 

Η τυπολογία μιας κοινότητας κατηγοριοποιείται  σύμφωνα με δημογραφικά, κοινωνικοοικονομικά και χωρικά κριτήρια. Στην ανάλυση έδειξαν  ότι κοινότητες υψηλού εισοδήματος, τουριστικές και κεντρικές κοινότητες  εάν λάβει κανείς υπ' όψη του όλους τους τομείς των κοινοτικών καθηκόντων, έχουν σημαντικά υψηλότερες δαπάνες ανά κάτοικο από άλλους κοινοτικούς τύπους. Αγροτικές κοινότητες και περιφερειακές κοινότητες δείχνουν το χαμηλότερο κόστος.


Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για αυτό. Μέσω των υψηλότερων διοικητικών και οργανωτικών δαπανών, καθώς και λόγω της  εντατικότερη χρήση της υποδομής με αντίστοιχα υψηλά standards οδηγούμαστε σε υψηλότερες δαπάνες στις κεντρικές κοινότητες.
Αυτές οι κοινότητες έχουν περισσότερες υποδομές - απόλυτα  αλλά και ανά κάτοικο - από ότι μικρές κοινότητες. Επίσης  οι σημαντικότερες κεντρικές λειτουργικές υποδομές δεν χρησιμοποιούνται μόνο από τους κατοίκους, αλλά και από τους στη κοινότητα εργαζόμενους,  φοιτητές, καταναλωτές που έρχονται να ψωνίσουν και τουρίστες.
Γράφημα 6: τυποι κοινοτήτων και δαπάνες υποδομών,Πηγή: Raimund.,  Kemper, Kurt.,  Gilgen,  Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen, Ergebnisse einer empirischen Untersuchung,  Institut für Raumentwicklung, IRAP, Rapperswil, September 2008
Η εξέταση των παραγόντων επιρροής του καθημερινά μετακινούμενoυ πληθυσμού για εργασία π.χ. καθώς και ο χρόνος ταξιδιού με τις δημόσιες συγκοινωνίες και με IX επιβεβαιώνουν αυτή την πραγματικότητα. Οι τουριστικές κοινότητες χαρακτηρίζονται γενικά από μια καλή αναπτυξιακή υποδομή, η οποία είναι ένας από τους κεντρικούς παράγοντες ελκυστικής χωροθέτησης. Δεύτερες κατοικίες και ξενοδοχεία, αυξάνουν το μέγεθος του οικισμού αλλά όχι τον αριθμό των κατοίκων, μπορεί να επηρεάσουν το αποτέλεσμα. Οι κοινότητες υψηλού εισοδήματος, από την άλλη πλευρά, είναι σε θέση να προσφέρουν ένα σχετικά υψηλό επίπεδο υποδομών και, κατά κανόνα, και να το κάνουν.

Εάν εξαιρεθούν οι δήμοι των κατηγοριών «βιομηχανία-τριτογενής», «τουριστικός» και «υψηλών εισοδημάτων», θα δούμε ότι αυξάνονται οι δαπάνες υποδομών όσο  η σημασία του κέντρου αυξάνεται από την μια πλευρά. Συμπληρωματικά όμως  οι δήμοι με αυξανόμενο αγροτικό χαρακτήρα χαρακτηρίζονται και αυτοί σαν κοστοβόρες και με αυξητική τάση στις υποδομές.


Συμπέρασμα
Η ευρέως διαδεδομένη με μελέτες βάσει μοντέλου υπόθεση ότι όχι μόνο το κόστος κατασκευής, αλλά και οι επακόλουθες  δαπάνες παρακολούθησης ανά κεφαλήν με την αύξηση της πυκνότητας του πληθυσμού όχι μόνο δεν μειώνεται,  μπορεί τώρα να καταρριφθεί με βάση τα νεότερα αποτελέσματα ερευνών πάνω σε οικονομικά δεδομένα κάποιων Δήμων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις συσχετίσεις σε μια υψηλότερη πολυπλοκότητα από ότι στην περίπτωση μοντέλων, είναι σαφές ότι παράγοντες όπως η εντατικότητα της χρήσης της υποδομής επηρεάζουν αντίστροφα τις επακόλουθες δαπάνες, και εξαρτώνται επί πλέον και από την τυπολογία του Δήμου ή της Κοινότητας.
Επομένως, τα πραγματικά επακόλουθα έξοδα δεν αποτελούν επιχείρημα για εξοικονόμηση χώρου στην οικιστική ανάπτυξη, αλλά ούτε και κάποιο επιχείρημα ενάντια σε αυτό. Γιατί υπάρχουν αρκετοί  προφανείς  αλλά και σημαντικοί καλοί λόγοι για αποτελεσματική χρήση και διαχείριση του εδάφους  (προστασία του κλίματος, ανάπτυξη τοπίου, γεωργική παραγωγή κ.λπ.).
Φαίνεται ότι  η εξέταση του κόστους υποδομών περιλαμβάνει εξίσου ενδιαφέροντα και σημαντικά θέματα  και σε περιφερειακό επίπεδο π.χ. προσέθετα και της Κεντρικής  Μακεδονίας. Αυτή η προσέγγιση δηλαδή η περιφερειακή, είναι μεγάλης σημασίας γιατί θα  δώσει απαντήσεις  και στους Δήμους σχετικά με τις αποφάσεις τους για μια βιώσιμη, οικονομικά αποδοτική επέκταση της οικιστικής ανάπτυξής τους. Οι ερωτήσεις σχετικά με συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινοτικών χαρακτηριστικών-τύπων και το επακόλουθο κόστος συντήρησης και λειτουργίας υποδομών για τα περιφερειακά έργα υποδομής μέχρι στιγμής σίγουρα δεν έχουν βρει καμία απάντηση εδώ στη χώρα μας γιατί δεν έχουμε ασχοληθεί με το θέμα,  αλλά ούτε και τρόπο κατανομής ανάλογα με την βέλτιστη κοστολογική χωροθέτηση διαφορετικών τύπων υποδομής.


 [1]Raimund.,  Kemper, Kurt.,  Gilgen,  Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen, Ergebnisse einer empirischen Untersuchung,  Institut für Raumentwicklung, IRAP, Rapperswil, September 2008, pp. 7.

 [2]Βλέπε, Barby, 1974; Braumann/Stadler, 1985; Doubek/Hiebl, 1981; Baumgartner,2004, 2005; Friedrich et al., 2004; Bundesamt für Raumentwicklung, 2005; Einig,2005; Siedentop, 2005; dt. Bundesamt für Bauwesen und Raumordnung, 2006 ; Reidenbach et al., 2007,Πρωτογενή πηγή Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen Ergebnisse einer empirischen Untersuchung Raimund Kemper,  Kurt Gilgen, Institu für Raumentwicklung, Rapperswil, September 2008, p.7 
[3]Βλέπε. Hezel et al, 1984; Braumann, 1988; Doubek/Zanetti, 1999; Doubek, 2003; Ecoplan, 2000; Koziol, 2001; Carruthers/Ulfarsson, 2003; Pohl, 2004; Schiller/Siedentop, 2005; Siedentop, 2005; Burchell et al. 2005; Müller, 2005;Kuster/Meier, 2005; IÖR, 2005; dt. Bundesamt für Bauwesen und Raumordnung, 2006. Πρωτογενή πηγή Einflussfaktoren der Folgekosten kommunaler Infrastrukturen Ergebnisse einer empirischen Untersuchung Raimund Kemper,  Kurt Gilgen, Institu für Raumentwicklung, Rapperswil, September 2008, p.8


5 Οκτ 2017

Claus JKittsteiner:Uno-Agentur warnt Auffanglager auf Ägäisinseln hoffnungslos überfüllt

Uno-Agentur warnt
Auffanglager auf Ägäisinseln hoffnungslos überfüllt

 Von Gerd Höhler, RND,Angesichts chaotischer Zustände auf den ostägäischen Inseln schlägt die Uno-Flüchtlingsagentur Alarm. Fast 14.000 Flüchtlinge und Migranten müssen hier in völlig überfüllten Auffanglagern ausharren – bis zum Winter wird sich die Situation wohl dramatisch verschlechtern.
Bereits im vergangenen Winter versanken die provisorischen Lager im Schlamm, viele Zelte stürzten unter der Last des Schnees ein.
Quelle: AP
Athen. Noch herrschen in der Ägäis spätsommerliche Temperaturen. Am Freitag zeigte das Thermometer auf der Insel Lesbos bei wolkenlosem Himmel 25 Grad. Aber für das Wochenende kündigen die Meteorologen bereits die ersten Herbststürme an. Angesichts des bevorstehenden Winters macht jetzt die Uno-Flüchtlingsagentur UNHCR auf die zunehmend schwierige Situation der fast 14.000 Flüchtlinge und Migranten aufmerksam, die auf den ostägäischen Inseln ausharren müssen. „Wir appellieren an die Behörden, etwas gegen die Überfüllung in den Lagern zu unternehmen, die Unterbringung zu verbessern und mehr Hilfsgüter bereitzustellen“ erklärt Philippe Leclerc, der UNHCR-Repräsentant in Griechenland.
In den meisten Lagern herrschen chaotische Zustände. Auf den Inseln Lesbos und Samos warten in den sogenannten Hotspots rund 7000 Menschen auf die Bearbeitung ihrer Asylanträge, viele von ihnen seit über einem Jahr. Ausgelegt sind die Lager nur für die Unterbringung von 2000 Personen.

Viele Familien mit kleinen Kindern

Auch auf den Inseln Chios, Leros und Kos sei die Entwicklung zunehmend kritisch, warnt die Uno-Flüchtlingsagentur. Der Druck wächst, weil die Zahl der Neuankömmlinge steigt. Im September kamen rund 5000 Menschen von der türkischen Küste zu den Ägäisinseln, darunter viele Familien mit kleinen Kindern. Die Schutzsuchenden kommen überwiegend aus Syrien und dem Irak.
Weil die Unterkünfte in den Hotspots überfüllt sind, hausen viele Familien außerhalb der Lager in Zelten, die nicht winterfest sind. Bereits im vergangenen Winter versanken die provisorischen Lager im Schlamm, viele Zelte stürzten unter der Last des Schnees ein.

3000 Flüchtlinge sollen auf das griechische Festland

Dieses Chaos droht sich nun zu wiederholen, weil die griechischen Behörden mit dem Bau winterfester Behausungen nicht nachkommen. Im Lager Vathy auf Samos leben etwa 700 Menschen in Campingzelten. Im Hotspot Moria auf Lesbos sind 1500 Flüchtlinge und Migranten in Zelten ohne Boden, Isolation oder Heizmöglichkeiten untergebracht, darunter schwangere Frauen, Familien mit kleinen Kindern und Behinderte.
UNHCR will bis zum Jahresende weitere 3000 Flüchtlinge in Wohnungen auf dem griechischen Festland unterbringen – bisher gibt es bereits 19.000 solcher Plätze. Die Asylsuchenden auf den Inseln dürfen aber erst aufs Festland weiterreisen, wenn über ihre Anträge entschieden ist – und das kann Monate oder sogar Jahre dauern. Die Uno-Flüchtlingsagentur fordert deshalb von den griechischen Behörden dringend, auf den Inseln mehr winterfeste Unterbringungsmöglichkeiten zu schaffen.

4 Οκτ 2017

The conversation-Marco Springmann:Veggie and the impact on the climate change

Going veggie would cut global food emissions by two thirds and save millions of lives – new study

The Conversation

  
Marco Springmann, Researcher, University of Oxfor, March 22, 2016
THS29092017
Eating more fruit and vegetables and cutting back on red and processed meat will make you healthier. That’s obvious enough. But as chickens and cows themselves eat food and burn off their own energy, meat is a also major driver of climate change. Going veggie can drastically reduce your carbon footprint.
This is all at a personal level. What about when you multiply such changes by 7 billion people, and factor in a growing population?
In our latest research, colleagues and I estimate that changes towards more plant-based diets in line with the WHO’s global dietary guidelines could avert 5m-8m deaths per year by 2050. This represents a 6-10% reduction in global mortality.
Food-related greenhouse gas emissions would also be cut by more than two thirds. In all, these dietary changes would have a value to society of more than US$1 trillion – even as much as US$30 trillion. That’s up to a tenth of the likely global GDP in 2050. Our results are published in the journal PNAS.
Future projections of diets paint a grim picture. Fruit and vegetable consumption is expected to increase, but so is red meat consumption and the amount of calories eaten in general. Of the 105 world regions included in our study, fewer than a third are on course to meet dietary recommendations.
A bigger population, eating a worse diet, means that by 2050 food-related GHG emissions will take up half of the “emissions budget” the world has for limiting global warming to less than 2℃.
To see how dietary changes could avert such a doom and gloom scenario, we constructed four alternative diets and analysed their health and environmental impacts: one reference scenario based on projections of diets in 2050; a scenario based on global dietary guidelines which includes minimum amounts of fruits and vegetables, and limits to the amount of red meat, sugar, and total calories; and two vegetarian scenarios, one including eggs and dairy (lacto-ovo vegetarian), and the other completely plant-based (vegan).

Millions of avoidable deaths

We found that adoption of global dietary guidelines could result in 5.1m avoided deaths per year in 2050. Vegetarian and vegan diets could result in 7.3m and 8.1m avoided deaths respectively. About half of this is thanks to eating less red meat. The other half comes thanks to eating more fruit and veg, along with a reduction in total energy intake (and the associated decreases in obesity).
There are huge regional variations. About two thirds of the health benefits of dietary change are projected to occur in developing countries, in particular in East Asia and South Asia. But high-income countries closely follow, and the per-person benefits in developed countries could actually be twice as large as those in developing countries, as their relatively more imbalanced diets leave greater room for improvement.







Room for improvement. Lightspring / shutterstock
China would see the largest health benefits, with around 1.4m to 1.7m averted deaths per year. Cutting red meat and reducing general overconsumption would be the most important factor there and in other big beneficiaries such as the EU and the US. In India, however, up to a million deaths per year would be avoided largely thanks to eating more fruit and vegetables.
Russia and other Eastern European countries would see huge benefits per-person, in particular due to less red meat consumption. People in small island nations such as Mauritius and Trinidad and Tobago would benefit due to reduced obesity.

Vegans vs climate change?

We estimated that adopting global dietary guidelines would cut food-related emissions by 29%. But even this still wouldn’t be enough to reduce food-related greenhouse gas emissions in line with the overall cutbacks necessary to keep global temperature increases below 2°C.







India could cut its emissions and save lives – at the same time. Christopher Fynn, CC BY






To seriously fight climate change, more plant-based diets will be needed. Our analysis shows if the world went vegetarian that cut in food-related emissions would rise to 63%. And if everyone turned vegan? A huge 70%.

What’s it worth?

Dietary changes would have huge economic benefits, leading to savings of US$700-1,000 billion per year globally in healthcare, unpaid informal care and lost working days. The value that society places on the reduced risk of dying could even be as high as 9-13% of global GDP, or US$20-$30 trillion. Avoided climate change damages from reduced food-related greenhouse gas emissions could be as much as US$570 billion.
Putting a dollar value on good health and the environment is a sensitive issue. However, our results indicate that dietary changes could have large benefits to society, and the value of those benefits makes a strong case for healthier and more environmentally sustainable diets.
The scale of the task is clearly enormous. Fruit and vegetable production and consumption would need to more than double in Sub-Saharan Africa and South Asia just to meet global dietary recommendations, whereas red meat consumption would need to be halved globally, and cut by two thirds in richer countries. We’d also need to tackle the key problem of overconsumption. It’s a lot to chew on.

The conversation-Tara Garnett :ΓΙΑΤΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΒΟΔΙΝΟ ΕΚΤΑΤΙΚΗΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΔΕΝ ΣΥΜΒΑΛΛΕΤΕ ΘΕΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ


Γιατί καταναλώνοντας βοδινό κρέας εκτατικής εκτροφής σε χορτολειβαδικές εκτάσεις δεν συμβάλετε στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής
Tara Garnett  Food Climate Research Network Leader, University of Oxford. 
The Conversation Academic rigour, journalistic flair, 3.10.2017,
Μετάφραση απόδοση από Αγγλικά Dr. rer. pol. Νικος Θεοδοσάκης
Το βόειο κρέας  από περιβαλλοντικής άποψη παίρνει κακό βαθμό. Βομβαρδιζόμαστε με αναφορές που αναδεικνύουν το υψηλό αποτύπωμα του άνθρακα που συνοδεύεται από εικόνες από αγελάδες που ρεύονται- εξαερίζονται ή  από κατεστραμμένα τροπικά δάση.


Αλλά είναι πραγματικά τόσο κακό το βόειο κρέας? Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι το βόειο κρέας που προέρχεται από μοσχάρια  που τρέφονται με χόρτο είναι υγιέστερο για τον πολιτισμό μας, έχει περισσότερα διατροφικά στοιχεία απ 'ό, τι το κρέας από ζώα που τρώνε ζωοτροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, δηλαδή βιομηχανοποιημένες ζωοτροφές. Τα περισσότερα βοοειδή λαμβάνουν ένα μίγμα τέτοιων ζωοτροφών με γρασίδι. Πολλοί ισχυρίζονται επίσης ότι οι αγελάδες που τρέφονται μόνο με χόρτο δεν παράγουν μόνο λιγότερες εκπομπές αερίων από αυτές που τρέφονται με σόγια ή σπόρους, αλλά μπορούν και να βοηθήσουν στην απορρόφηση του άνθρακα από την ατμόσφαιρα (το χόρτο χρησιμοποιεί άνθρακα από τον αέρα μέσω φωτοσύνθεσης). Οι συνάδελφοί μου και εγώ συντάξαμε μια νέα έκθεση για το δίκτυο έρευνας για το κλίμα στον τομέα των τροφίμων, το οποίο δείχνει ότι τα στοιχεία είναι διαφορετικά.

Οι περισσότερες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, αν κοιτάξετε την έκταση της υπό εκμετάλλευση γης και τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου που παράγονται ανά χιλιόγραμμο κρέατος, τα βοοειδή με  τους χορτολειβαδικούς βοσκότοπους έχουν στην πραγματικότητα μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο κλίμα από τα ζώα που τρέφονται με σπόρους και σόγια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι εμπορικές ζωοτροφές τείνουν να έχουν λιγότερες ίνες από το χόρτο, και έτσι οι αγελάδες που τρώνε αυτή την τροφή παράγουν λιγότερο μεθάνιο (μέσω ρεψίματος και εξαέρωσης) , τα οποία είναι σημαντικά αέρια θερμοκηπίου. Τα ζώα σε συστήματα εντατικής εκτροφής  με σιτηρά πλησιάζουν επίσης το βάρος σφαγής ταχύτερα από ό, τι τα ζώα που τρέφονται με χόρτο, επομένως οι εκπομπές κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του ζώου είναι χαμηλότερες.

Ωστόσο, ορισμένοι ακαδημαϊκοί επιστήμονες ερευνητές και πολλοί στο πλαίσιο του εναλλακτικού γεωργικού κινήματος αμφισβητούν αυτά τα συμπεράσματα Λένε ότι αυτές οι μελέτες αφορούν μόνο τη μία πλευρά της εξίσωσης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου: τις εκπομπές των ζώων. Εμπνευσμένοι από ιδέες όπως ο οικολόγος και κτηνοτρόφος Allan Savory σχετικά με την "ολιστική διαχείριση της βόσκησης", υποστηρίζουν ότι εάν βοσκήσουν τα βοοειδή με τον σωστό τρόπο, ο τρόπος που τσιμπολογούν το χόρτο και πατούν το χορτάρι διεγείρουν το χορτάρι να μεγαλάωσουν τις ρίζες προς το βάθος του εδάφους και να απομακρύνουν ενεργά τον άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Αυτό είναι αληθές υπό ορισμένες συνθήκες, γι 'αυτό το θεωρήσαμε σαν μια παράμετρο και στην έκθεσή μας.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ακόμη ότι η ποσότητα άνθρακα που αφαιρείται από την ατμόσφαιρα από αυτό το είδος βόσκησης μπορεί να υπερβεί τις συνολικές εκπομπές αερίων των βοοειδών. Με άλλα λόγια, πιστεύουν ότι πρέπει να θεωρηθούν ως ουσιαστικό μέρος της επίλυσης του κλίματος.
Οι υποστηρικτές των αγελάδων που εκτρέφονται εκτατικά σε χορτολειβαδικές εκτάσεις  επισημαίνουν επίσης ότι το μεθάνιο αποδομείται στην ατμόσφαιρα μετά από περίπου 12 χρόνια, επομένως είναι μόνο ένα προσωρινό πρόβλημα. Αυτά και άλλα επιχειρήματα οδηγούν ακόμη και σε κινήσεις για την πώληση πιστώσεων άνθρακα σε διάφορα συστήματα βόσκησης.

Τα αποδεικτικά στοιχεία
Δικαιολογούνται λοιπόν  αυτές οι παρατηρήσεις; Αποφασίσαμε να εξετάσουμε τα στοιχεία για να μάθουμε τι συμβαίνει. Αναγνωρίσαμε ότι το ζήτημα της χορτοεκτροφής αφορά πολλαπλές, κοινωνικές, ηθικές και περιβαλλοντικές ανησυχίες, αλλά αποφασίσαμε να επικεντρωθούμε σε ένα μόνο θέμα: την κλιματική αλλαγή. Θέσαμε μία ερώτηση: ποια είναι η καθαρή επίδραση όλων των μηρυκαστικών που τρέφονται μόνο με βόσκηση επί του κλίματος, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και τις αποδομήσεις τους ή τη διοχέτευση στο έδαφος;
Διαπιστώσαμε ότι η καλή διαχείριση της βόσκησης υπό ορισμένες συνθήκες – πρέπει να είναι σωστά, το κλίμα, τα εδάφη και το καθεστώς διαχείρισης - μπορεί να προκαλέσει την διοχέτευση κάποιας ποσότητας άνθρακα στα εδάφη. Όμως, το μέγιστο παγκόσμιο δυναμικό (χρησιμοποιώντας γενναιόδωρες υποθέσεις)  σε εναποθέτηση άνθρακα στο έδαφος θα αντισταθμίσει μόνο το 20% -60% των εκπομπών από τα βοοειδή που εκτρέφονται μόνο με χόρτα, το 4% -11% των συνολικών εκπομπών αερίων ζωικού κεφαλαίου και το 0,6% -1,6% των συνολικών ετήσιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
 
Εκπομπές που προέρχονται από τα  μηρυκαστικά έναντι της εν δυνάμει δέσμευσης άνθρακα. Γράφημα απο Author provided
Με άλλα λόγια, τα ζώα βοσκής - ακόμη και σto βέλτιστο σενάριο – συνεισφέροντες netto στο κλιματικό πρόβλημα, όπως και όλα τα ζώα. Η καλή διαχείριση της βόσκησης δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις ίδιες  της τις εκπομπές, πόσο μάλλον αυτές που προέρχονται και από άλλα συστήματα ζωικής παραγωγής.

Επιπλέον, τα εδάφη που καλλιεργούνται χρησιμοποιώντας ένα νέο σύστημα διαχείρισης, όπως αυτό της βοσκής, φτάνουν στην ισορροπία του άνθρακα, όπου ο άνθρακας που εισρέει στα εδάφη ισούται με τον άνθρακα που εκλύεται από τα εδάφη, μέσα σε λίγες δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι τα οφέλη από αγελάδες που τρέφονται με χόρτο μόνο είναι χρονικά περιορισμένα, ενώ τα προβλήματα του μεθανίου και άλλων αερίων συνεχίζονται για όσο διάστημα τα ζώα παραμένουν στη γη, παράγοντας προϊόν. Επιπλέον, μια αλλαγή στη διαχείριση ή στο κλίμα - ή ακόμα και μια ξηρασία - μπορεί να ανατρέψει οποιαδήποτε θετικά αποτελέσματα.
Όσον αφορά το μεθάνιο, το επιχείρημα ότι η επίδραση του είναι προσωρινή και δεν είναι τόσο σημαντική είναι λανθασμένη. Ενώ η επίδραση θέρμανσης οποιασδήποτε ποσότητας μεθανίου είναι προσωρινή, οι συνολικές επιπτώσεις της θέρμανσης θα συνεχιστούν για όσο συνεχίζεται η πηγή του μεθανίου. Το μεθάνιο θα εκπέμπεται και θα συνεχίσει να ζεσταίνει τον πλανήτη, όσο εξακολουθούν να εκτρέφονται βοοειδή. Το πρόβλημα εξαφανίζεται μόνο αν εγκαταλειφθεί η εκτροφή των μηρυκαστικών.

Ο τρόπος με τον οποίο εκμεταλλευόμαστε τη γη αλλάζει, επίσης ένα γεγονός που δημιουργεί νέες προκλήσεις. Τα βοοειδή που βόσκουν έχουν ιστορικά προκαλέσει την αποψίλωση από δάση και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που συνδέονται με αυτό. Αλλά σήμερα, η ζήτηση για σόγια και σπόρους για τη διατροφή χοίρων, πουλερικών και εντατικών εκτροφών βοοειδών θέτει μια νέα απειλή. Αυτό οδηγεί στη μετατροπή των βοσκοτόπων για την ανάπτυξη τέτοιων σπόρων και την απελευθέρωση του άνθρακα.

Συνεπάγεται ότι τα  μηρυκαστικά εξακολουθούν να εμπλέκονται στην κλιματική αλλαγή. Τα δάση εξακολουθούν να ;αποψιλώνονται ενώ οι βοσκοτόποι εντείνονται για να υποστηρίξουν την αύξηση της κτηνοτροφίας. Αυτό σημαίνει τη χρήση λιπασμάτων , και τη φύτευση οσπρίων, και τα δύο προκαλούν εκπομπές οξειδίου του αζώτου, πάνω από το μεθάνιο που παράγουν τα ζώα. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το σύστημα και τον τύπο των ζώων, η αύξηση της ζωικής παραγωγής και της κατανάλωσης οδηγεί σε καταστροφικές αλλαγές στην εκμετάλλευση γης και την με αυτή συσχετιζόμενη έκλυση αερίων θερμοκηπίου.

Η προτεραιότητα για  σήμερα και τα επόμενα χρόνια είναι να υπολογίσουμε τον λιγότερο αρνητικό περιβαλλοντικό τρόπο εκμετάλλευσης της γης και άλλων πόρων για να τροφοδοτήσουμε τους εαυτούς μας και να ανταποκριθούμε στους άλλους αναπτυξιακούς μας στόχους με αειφορία. Πρέπει να αμφισβητήσουμε την κοινή υπόθεση ότι τα υψηλά επίπεδα κατανάλωσης στις εύπορες χώρες και η ραγδαία αυξανόμενη ζήτηση στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι αναπόφευκτες. Όσο περισσότερο αυξάνεται η ζήτηση για κρέας, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να αντιμετωπιστούν οι κλιματολογικές μας και άλλες περιβαλλοντικές προκλήσεις για την γη.

Netzpiloten:Das Internet versetzt uns zurück ins Mittelalter - Το διαδίκτυο μας μεταθέτει στο Μεσαίωνα

CONTROL

Das Internet versetzt uns zurück ins Mittelalter 

http://www.netzpiloten.de/internet-mittelalter-daten-ueberwachung/

Internetfähige Geräte sind so alltäglich und so anfällig, dass Hacker vor kurzem in ein Casino eindringen konnten – durch das hauseigene Aquarium. In diesem befanden sich mit dem Internet verbundene Sensoren, die die Temperatur und Sauberkeit des Aquariums messen sollten. Die Hacker verschafften sich Zugriff auf die Sensoren des Aquariums und von dort auf den Computer, der diese steuert und von dort aus wiederum zu anderen Teilen des Casino-Netzwerks. Die Eindringlinge konnten zehn Gigabyte Daten nach Finnland kopieren.
Hier wird das Problem des Internets der Dinge gut sichtbar: Wir kontrollieren es nicht wirklich. Und es ist auch nicht immer klar, wer es kontrolliert – obwohl oft Software-Designer und Werbetreibende beteiligt sind.
In meinem letzten Buch „Owned: Property, Privacy and the New Digital Serfdom“ behandele ich, was es heißt, wenn unsere Umgebung mit mehr Sensoren als je zuvor ausgestattet wird. Unsere Aquarien, intelligenten Fernseher, internetfähigen Heimthermostate, Fitnesstracker und Smartphones sammeln ständig Informationen über uns und unsere Umgebung. Diese Informationen sind nicht nur für uns wertvoll, sondern auch für Leute, die uns Sachen verkaufen wollen. Sie sorgen dafür, dass internetfähige Geräte so programmiert sind, dass sie Informationen teilen.
Nehmen wir zum Beispiel Roomba, den Roboter-Staubsauger. Seit 2015 haben die High-End-Modelle Karten der Häuser ihrer Benutzer erstellt, um sie bei der Reinigung effizienter zu navigieren. Aber wie Reuters und Gizmodo vor kurzem berichteten, kann iRobot – der Hersteller von Roomba – diese Karten der Privathäuser mit seinen Geschäftspartnern teilen.

Sicherheits- und Datenschutzverletzungen sind eingebaut

Wie der Roomba können auch andere intelligente Geräte programmiert werden, um unsere privaten Informationen mit Werbetreibenden über diverse Kanäle zu teilen, denen wir uns gar nicht bewusst sind. In einem Fall, der noch mehr Einblicke gewährte als der Roomba-Businessplan, sammelte ein Smartphone-gesteuertes erotisches Massagegerät namens WeVibe Informationen darüber, wie oft, mit welchen Einstellungen und zu welchen Zeiten es benutzt wurde. Die WeVibe-App schickte diese Daten an ihren Hersteller zurück, die sich bereit erklärten, einen Betrag in Millionenhöhe zur rechtlichen Streitschlichtung zu zahlen, als die Kunden dies herausfanden und gegen die Eingriffe in ihre Privatsphäre protestierten.
Diese heimlichen Datenverbindungen sind ein ernsthaftes Datenleck. Der Computerhersteller Lenovo hat seine Computer mit einem vorinstallierten Programm namens „Superfish“ verkauft. Das Programm sollte Lenovo – oder Unternehmen, die es finanziert haben – erlauben, gezielte Anzeigen in die Ergebnisse der Webseiten der Nutzer einzufügen. Die Art und Weise der Ausführung war extrem unsicher: Es wurde Web-Traffic ohne das Wissen des Nutzers einschließlich der Web-Kommunikation Benutzer generiert, von denen sie dachten, sie wären sicher verschlüsselt, wie Verbindungen zu Banken und Online-Shops für Finanztransaktionen.

Eigentum ist das Problem

Ein wichtiger Grund, warum wir unsere Geräte nicht wirklich kontrollieren, ist, dass verantwortliche Unternehmen sie immer noch „besitzen“, auch nachdem wir sie gekauft haben. So kann jeder ein hübsch aussehendes Kästchen voller Elektronik kaufen, das als Smartphone funktioniert, aber eigentlich kauft jeder nur eine Lizenz, um die verwendete Software nutzen zu dürfen. Das führt dazu, dass Unternehmen ihre Produkte über ihre Teilrechte auch nach dem Kauf kontrollieren können. Das ist so, als ob ein Autohändler ein Auto verkauft, sich aber sein Eigentum am Motor vorbehält.
Diese Art der Vereinbarung zerstört das Konzept des Grundbesitzes. John Deere hat den Landwirten bereits mitgeteilt, dass sie ihre Traktoren nicht tatsächlich besitzen, sondern nur die Software lizenzieren – sodass es ihnen nicht gestattet ist, ihre eigenen Landmaschinen zu reparieren oder in eine unabhängige Werkstatt zu bringen. Die Landwirte stellen sich einem solchen Vorhaben natürlich entgegen, aber vielleicht sehen es viele bei Smartphones nicht so eng, da diese vergleichsweise oft über Raten finanziert und ebenso oft weiterverkauft werden.
Wie lange wird es dauern, bevor wir erkennen, dass versucht wird, die gleichen modi operandi auf intelligente Häuser oder Fernseher in unseren Wohn- und Schlafzimmern, auf intelligente Toiletten und internetfähige Autos anzuwenden?

Zurück zum Feudalismus?

Die Frage danach, wer Eigentum kontrolliert, hat eine lange Geschichte. Im feudalen System des mittelalterlichen Europas besaß der König fast alles. Die Eigentumsrechte anderer waren also von ihrer Beziehung zum König abhängig. Die Bauern lebten auf dem Lande, die der König einem örtlichen Herrn gewährte und die Arbeiter hatten nicht immer Eigentum an den Werkzeugen, die sie für die Landwirtschaft oder andere Geschäfte wie Zimmerei oder in der Schmiede benutzten.
Im Laufe der Jahrhunderte entwickelten sich westliche Volkswirtschaften und Rechtssysteme zu unseren modernen, kommerziellen Vorstellungen: Menschen und Privatunternehmen kaufen und verkaufen oft selbst Sachen und eigene Grundstücke, Werkzeuge und andere Gegenstände. Abgesehen von einigen grundlegenden Regierungsregeln wie Umweltschutz und öffentlicher Gesundheit, schränken übrige Systeme den heutigen Besitz nicht mehr ein.
Dies bedeutet, dass beispielsweise eine Autofirma den einzelnen Verbraucher nicht davon abhalten kann, ein Auto in einem kreischenden Rosaton zu lackieren oder das Öl zu wechseln, egal, welche Reparaturwerkstatt damit beauftragt wird. Er kann sogar versuchen, sein Auto selbst zu modifizieren oder zu reparieren. Das Gleiche gilt für Fernseher, landwirtschaftliche Maschinen oder Kühlschränke.
Doch die Erweiterung des Internets scheint uns zurück zu etwas Ähnlichem wie diesem alten Feudalmodell zu bringen, wo die Menschen nicht die Gegenstände besaßen, die sie jeden Tag benutzten. In dieser Version des 21. Jahrhunderts verwenden Unternehmen das Recht des geistigen Eigentums, um Ideen zu schützen – um physische Objekte zu kontrollieren, von denen Verbraucher denken, sie zu besitzen.

Kontrolle über geistiges Eigentum

Ich nutze ein Samsung Galaxy. Google steuert das Betriebssystem und die Google Apps, die ein Android-Smartphone zum Laufen bringen. Google lizenziert sie an das Unternehmen Samsung, das eine eigene Änderung an der Android-Oberfläche vornimmt und mir das Recht, mein eigenes Telefon zu benutzen, unterlizenziert – oder zumindest wird dies von Google und Samsung behauptet. Samsung schließt dann Vereinbarungen mit Softwareanbietern, die Verbraucherdaten für eigene Zwecke nutzen möchten.
Dieses Modell ist aus meiner Sicht fehlerhaft. Wir müssen das Recht haben, unser Eigentum zu reparieren. Wir brauchen das Recht, invasive Werbetreibende von unserer Elektronik fernzuhalten. Wir brauchen die Möglichkeit, heimliche Datenverbindungen zu kappen – nicht nur, weil wir nicht ausspioniert werden wollen, sondern auch, weil solche Hintertüren enorme Sicherheitsrisiken bergen, wie die Geschichten von Superfish und dem gehackten Aquarium zeigen. Wenn wir nicht das Recht haben, unser Eigentum zu kontrollieren, ist das Eigentum auch nicht wirklich unseres. Wir sind nur digitale Bauern, die Dinge, die wir gekauft und bezahlt haben, nach der Laune unseres digitalen Herrn nutzen.
Auch wenn sich das jetzt düster anhört, gibt es Hoffnung. Diese Probleme werden schnell zu Albträumen öffentlicher Beziehungen für beteiligten Unternehmen. Es gibt ernsthafte Unterstützung von verschiedenen Parteien für Entwürfe zum Recht auf Reparatur, die Eigentumsbefugnisse für Verbraucher wiederherstellen.
In den letzten Jahren haben wir Fortschritte bei der Rückgewinnung des Eigentums von Möchtegern-Digitalbaronen gesehen. Wichtig ist, dass wir erkennen und es ablehnen, was diese Unternehmen zu tun versuchen, dass wir entsprechend kaufen, unsere Rechte ausüben, unsere intelligenten Immobilien nutzen, reparieren und modifizieren und die Bemühungen unterstützen, diese Rechte zu stärken. Die Idee des Eigentums ist in unserer kulturellen Phantasie immer noch mächtig und sie wird nicht so einfach sterben. Das gibt uns ein Zeitfenster, das wir ausnutzen sollten.
Dieser Artikel erschien zuerst auf „The Conversation“ unter CC BY-ND 4.0. Übersetzung mit freundlicher Genehmigung der Redaktion.

Ετικέτες